Στης πικροδάφνης τον ανθό

Στης πικροδάφνης τον ανθό



Αφού εξαφανίστηκε από το μπακιρένιο σινί και το τελευταίο κομμάτι της κρεατόπιτας, πήραμε επιτέλους την απόφαση όλοι εμείς οι «δαιμόνιοι» Ηπειρώτες πως το πρωτοχρονιάτικο φαγοπότι ―είμαστε από σήμερα στα 025― έλαβε τέλος. Το φλουρί, που σαν τη γυναίκα του πρωτομάστορα ήταν παραχωμένο στου ζυμαριού τα θεμέλια, μετά από πολλά χρόνια έτυχε σε μένα την οικοδέσποινα. Αυτή η έκπληξη, ενώ οι δυνάμεις μου εδώ και ώρα είχαν εξασθενίσει, φαίνεται ότι μου έδωσε καινούργια ώθηση, λες κι ήταν η γυαλιστερή ψευτιά δυναμωτικό, ώστε να φτιάξω μερακλίδικους και τους έντεκα καφέδες, έναν για τον καθένα μας.

Χωριστήκαμε για να τον πιούμε σε δυο παρέες. Πέντε εμείς, οι γυναίκες, στριμωχτήκαμε στο τραπέζι της κουζίνας για να αναλύσουμε το ένα και το άλλο και έξι οι άντρες, στην καθαυτού τραπεζαρία όπου θα κάπνιζαν αρειμανίως ανενόχλητοι τσιγάρα στριφτά και θα έπαιζαν παραδοσιακά παιχνίδια με την τράπουλα, τριανταμία και μουτζούρη - άνθρωποι συνταξιούχοι τώρα, όπως τα παιδιά.

«Μωραίνει Κύριος ὅν βούλεται ἀπολέσαι!», μουρμούριζα καθώς έστρωνα στο τραπέζι ένα τετράγωνο κομμάτι πράσινης τσόχας από εκλεκτό μαλλί μερινός, που το είχα αγορασμένο σε καλύτερες εποχές από του Τσαντίλη. Φαινόταν λιγάκι τσουρούτικο γιατί, αφού επί χρόνια ήταν διπλωμένο μέσα στις λεβάντες άχρηστο, πριν από τα Χριστούγεννα μ’ έβαλε ο διάολος και το κουτσούρεψα καμιά εικοσιπενταριά πόντους, ίσα-ίσα για να αντικαταστήσω την παλιά τσόχα στα πιόνια του σκακιού, τα καμωμένα από ξύλο πυξαριού.

Ο θάμνος αυτός, ο βούξος, η πυξαριά δηλαδή, δεν είναι και τόσο σκληροτράχηλος όπως η κρανιά ή το λιόπρινο, αλλά έχει και τούτος τη σκληράδα του, και το υλικό του είναι συμπαγές και κατακίτρινο, μια ομορφιά. Παρ' όλη όμως την πυκνότητα και την αντοχή, τα πιόνια που φτιάχνονται απ' αυτό το κίτρινο τσιμισίρι θέλουν επένδυση στη βάση τους για να μην θορυβούν και να μη φαγωθούν από τη χρήση ούτε και να πληγώνουν το λούστρο της σκακιέρας. Κι είναι ένα θαύμα τώρα που τα σιγούρεψα, να τα κοιτώ, και να τα σέρνω αθόρυβα σαν πάνω σε βελούδο, τόσο φίνα σκαλισμένα από το Γάλλο ξυλογλύπτη τους.

Τα αγοράσαμε μαζί με το πυξαρένιο μπαουλάκι τους από την «Εργάνη Αθηνά» το μακρινό 1982, όταν μια μέρα μεσημέρι εκείνος ο γοργοπόδαρος αρχαίος Θεός, που σύνορα και όρια δεν λογαριάζει, ο Ερμής, αλώνιζε στην οδό Σταδίου κι εμείς, o Κ. κι εγώ, ήμασταν νεότατοι, ώστε εύκολα να ξεγελαστούμε και να ξοδέψουμε άσκεφτα τα μαλλιοκέφαλά μας για ένα μας γούστο.

Μ’ αυτές τις πολυτέλειες, κάθε Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα, εκτός απροόπτου, παίζει τώρα σκάκι με τον Κ. σπίτι μας ο Γάκης ο καινούργιος μας γείτονας, ηπειρώτης κι αυτός, συνταξιούχος λογιστής, οικονομικός σύμβουλος επιχειρήσεων όπως λέει ο ίδιος. Καμιά φορά μελετάει και τις πιο ενδιαφέρουσες συνθέσεις του Κ. που έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε εφημερίδες ή βραβευθεί από την ομοσπονδία, και που είναι συνήθως του τύπου «παίζουν τα λευκά και κάνουν ματ σε δύο κινήσεις». Ο Κ. που είναι συνταξιούχος τώρα κι αυτός, ανθοπώλης στο επάγγελμα, ασχολείται καμιά πενηνταριά χρόνια πάνω-κάτω εκτός από την εγχώρια και ξενόφερτη χλωρίδα και με το καλλιτεχνικό λεγόμενο σκάκι. Το σκάκι της σύνθεσης προβλημάτων, η αξία των οποίων εξαρτάται εκτός από την επιλογή του θέματος και τις μοντέρνες τεχνικές, και από την ευρηματικότητα και οξυδέρκεια του συνθέτη, όπως και τη δυσκολία της επίλυσης. Μεγάλο ρόλο επίσης παίζει και η αισθητική αξία της σύνθεσης πάνω στη σκακιέρα, που είναι στενά συνδεδεμένη με την απλότητα και τη λιτότητα, ώστε να γίνεται έτσι πολλές φορές με επιτυχία αντιληπτή και η αίσθηση της δραματικότητας της τελευταίας κίνησης, της πτώσης του Βασιλιά. Έχει και το σκάκι στρατηγικές, που οι επαναστατικές τους λύσεις αφήνουν άναυδο τον λύτη. Βέβαια ο Κ. δεν είναι κανένας Σαμ Λόιντ ούτε ο «τρομερός Βίκτωρ» (ο Κορτσνόι), αλλά κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για τον καινούργιο φίλο και γείτονά μας.

Αν και ο Κ. είναι ο μοναδικός «αλλόφυλος» της παρέας, γιατί είναι Κρητικός, βέρος Χανιώτης από τη γειτονιά της Αμπεριάς, δεν τον ξεχωρίζουμε από τη φάρα μας ούτε στο ελάχιστο μια κι έζησε αρκετούς χιονισμένους χειμώνες στους Κήπους στο Ζαγόρι κι έριξε και κάμποσες μαύρες πέτρες στο ποτάμι από ψηλά, από την τοξωτή πέτρινη γέφυρα του Πλακίδα, και το κυριότερο, που του δίνει όλα τα απαραίτητα διαπιστευτήρια, είναι ότι πριν επιστρέψει στα Χανιά τελείωσε την πρώτη τάξη του δημοτικού στην Καπλάνειο!

Καθώς βλέπω τώρα καθαρά πως την τσόχα την πετσόκοψα άγρια, δεν νιώθω παραδόξως καμιά στενοχώρια, «χαλάλι» λέω, «έγινε για να ομορφύνει καθημερινές στιγμές δημιουργικής κι ελπιδοφόρας συντροφικότητας».

Όταν σέρβιρα τον καφέ στους χαρτοπαίχτες κι άφησα στο τραπέζι και το κάρβουνο της ζωγραφικής, που το βρήκα σε μια παλιά κασετίνα του γιου μου, για να γλεντήσουν και τη χασούρα τους αυτά τα καλόπαιδα, το παιχνίδι είχε ήδη αρχίσει. Ο Γάκης, που φορούσε για την περίσταση τα καλά του, μεταξωτό πουκάμισο και μαύρο κασμιρένιο παντελόνι και καθόταν στον καναπέ μακριά τους, μου φωνάζει: «Θα ’ρθω κι εγώ μέσα, να δω τι λέτε εσείς τα κορίτσια, γιατί η τράπουλα δεν είναι του γούστου μου». Ζει μόνος του κι απ’ ό,τι ξέρω δεν νυμφεύτηκε ποτέ, γι αυτό και πηγαίνοντας κοντά του τον προετοίμασα, ως όφειλα, κατάλληλα: «Σκέψου το καλά αυτό που αποφάσισες, γιατί τα κορίτσια εκεί μέσα –του έδειχνα κιόλας προς την κουζίνα– δεν είναι τέτοια που ίσως τα φαντάζεσαι... Μπορεί τώρα, όπως πήρε το αφτί μου, να μιλούν ήρεμα και πολιτισμένα, γεμάτα θαυμασμό κι ευλάβεια για τον αρχιερέα της μουσικής τον Σταύρο Ξαρχάκο, που τον έχουμε όλοι εδώ μέσα, όπως έχεις ακούσει ήδη, μαζί με τον Μπετόβεν στα εικονίσματα, και για εκείνη τη σοφή φωνή του Μανόλη Λιδάκη, που όταν τον ακούν να τραγουδάει τον «Μαύρο ήλιο» και το «Γιατί κυλάει ο καιρός», λιώνουν σαν τα κεράκια της Λαμπρής, ύστερα όμως αλλάζουν. Αυτές οι ίδιες γυναίκες που βλέπεις, γίνονται αγνώριστες. Φεύγουν από τη μουσική, απομακρύνονται ελαφρά τη καρδία, καθώς λέγεται, κι αμέσως –ιδού η τιμωρία τους– οι όμορφες ντάλιες μεταμορφώνονται σε αγριάδες. Αρχίζουν πολύ επικίνδυνες κατά τη γνώμη μου συζητήσεις, και εκεί πια φαίνεται, ότι τάχα, όλα τα ξέρουν αυτές.

Ως κι εκείνη, η μικρή Ερασμία που κάθε μέρα βρίσκεται στο Ωδείο για να μάθει να δουλεύει καλά τα παραδοσιακά όργανα, αντί να έχει στο νου της μονάχα πού πάει και πού βαδίζει η αλογότριχα του δοξαριού της πάνω στις χορδές του βιολιού της και να καίγεται μόνο για της λύρας της τα γερακοκούδουνα, ανακατεύεται σ' αυτές τις συζητήσεις. Τις προάλλες που γινόταν το κομμάτιασμα γνωστού κόμματος, είπε φανερά αγανακτισμένη: «Την πολυφωνία μόνον ο Μπαχ κι ο Ντοστογιέφσκι κατάφεραν να τη διευθετήσουν με σοφία στο έργο τους!» Κι όταν τη ρώτησα, «τι υπονοείς μικρή μου λαουτιέρισσα;» Μου απάντησε, πως μόνο στην τέχνη, τάχα, μπορούμε να στηρίζουμε το ιδανικό και να πετυχαίνουμε το ακατόρθωτο. Και μ' άφησε εκεί ύστερα σύξυλη ν' αναρωτιέμαι: Από που στον κόρακα να το ’μαθε –αφού ακόμα δεν βγήκε απ' τ' αυγό– ότι η σύμπλευση και η πάλη πλάι-πλάι δεν είναι δα κι ένα πράγμα τόσο εύκολο να το πετύχεις, ούτε και αυτονόητο να μπορέσεις ύστερα να το κουμαντάρεις. «Εε, κάτι θα ξέρει αυτή για να το λέει, δεν μπορεί...» είπε με νόημα ο Γάκης. «Δεν είδες, με τί μεράκι και πόσο επιτήδεια έπαιξε με το μπουλγαρί της, πριν το φαΐ την "Πονεμένη καρδιά" του Φουσταλιεράκη; Και το τραγούδησε κιόλας τόσο βελουδένια, σαν να ‘ταν παιδί μου δάσκαλός της ο ίδιος ο Λιδάκης. Και με τι καημό, σχεδόν με πόνο θα ‘λεγα, τόνιζε το "σαν είχες άλλον στην καρδιά τι μ’ ήθελες εμένα;"». «Η Ερασμία είναι ένα πλάσμα πολύ εκλεπτυσμένο και πολύ έξυπνη» του απάντησα. «Έτσι μπαίνει και στις κουβέντες μας, με τον τρόπο που περιποιείται και την τέχνη της: απαλά, έξυπνα και με χάρη. Οι άλλες πάλι αναστατώνονται μ' αυτούς τους πρωτότυπους τρόπους της. Κι αν θέλεις να μάθεις, αυτό συμβαίνει, επειδή δεν αντιλαμβάνονται πολλές φορές αμέσως το πνεύμα της και την καλή της πρόθεση. Νομίζουν πως είναι μόνο κόλπα μιας έμπειρης απατεώνισσας. Κι όταν αυτά που λέει, παρ' όλη την αρχική αρνητική αντίδρασή τους, αρχίζουν να κυκλοφορούν και μέσα στο αίμα τους, δεν ξέρουν ούτε κι αυτές οι ίδιες πώς εντέλει θα αντιδράσουν μετά. Γιατί η ομορφιά εξ αιτίας της ιδιαίτερης γνώμης που έχει ο καθένας μας γι' αυτήν δεν είναι παντού το ίδιο ευπρόσδεκτη. Κι έπειτα καθόλου δεν μαντεύεις εκ των προτέρων ποιός είναι τελικά ο σκοπός της κι αν θα παραμείνει εκεί στον ίδιο τόπο για πάντα, ή ο δρόμος της θα την οδηγήσει κάπου αλλού. Εκεί πάνω λοιπόν είναι που αρχίζουν να αμφιβάλλουν, να διαμαρτύρονται και να καταλήγουν ύστερα να μαλώνουν, κιόλας , μεταξύ τους. Κι ευτυχώς που δεν υπάρχει ευρυχωρία μέσα για να σηκώνουν και τα χέρια ανεξέλεγκτα, όταν τις βάζει ο διάβολος μπροστά, γιατί έτσι θα μου κατεδάφιζαν και την κουζίνα με όλο της το τακίμι που το χω τοπιασμένο όμορφα κι ωραία στα ντουλάπια. Γι ΄αυτό, σου λέω, Γιωργάκη μου, άστο καλύτερα· αυτές οι κυρίες δεν είναι του κατηχητικού για να πεις : Ε, και τι έγινε; Σιγά τα λάχανα! Είναι τσούγδες κι εσύ, μου φαίνεται, δεν είσαι μαθημένος. Δεν είναι για να τον παίρνεις ελαφρά κι αψήφιστα τον ερχομό σου στην κουζίνα! «Χα! Χα!» έβαλε τα γέλια αυτός. «Είμαι προετοιμασμένος, αν θέλεις να ξέρεις, και για την κατρακύλα και για την ανάληψη.» «Πάρε τον καφέ σου τότε», του λέω, αποφασισμένη εντέλει να τον δεχτώ στην κουζίνα μου «καρέκλα θα βρούμε από το καμαράκι της γιαγιάς». (Τη γιαγιά, τη μάνα μου, που βαδίζει στα εκατόν δύο, λόγω της πολυκοσμίας σήμερα την έχουμε στην κάμαρή της μανταλωμένη).

Πριν αγγίξει το φλιτζάνι ο Γάκης, σκύβοντας συνωμοτικά προς το μέρος μου είπε κοροϊδευτικά και λιγάκι σαματατζίδικα, χτυπώντας τα κλειδιά του για να τον ακούσουν κι αυτοί που τους εγκατέλειπε για τις γυναίκες: «Κοίτα, κοίτα πώς τα πάνε και τα φέρνουν τα χαρτιά στα σκεβρωμένα τους δάχτυλα! Ταχυδακτυλουργοί μού ’γιναν τα γερόντια. Ρε τους αθεόφοβους όρεξη που την έχουν! Τα παίζουν και τα κρατούν τόσο χαριτωμένα, σαν να ’ναι τα τραπουλόχαρτα πουλάκια, πουλάκια χρωματιστά, ζωηρά παπαγαλάκια!»

Γνωρίζοντας ότι είχε μια βιβλιοθήκη σπίτι του, δερματόδετη κιόλας, καθώς έλεγε, οικονομημένη από ένα θείο του «διανοούμενο», υπέθεσα ότι θα μελετούσε και κάτι τι από κει, γι’ αυτό και του εξέφρασα ό,τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα χωρίς κανένα δισταγμό: «Διαβάζεις αυτό το χρυσό παιδί, τον Μαξίμ Γκόρκι μου φαίνεται... Είναι αλήθεια;» Τον ρωτώ, και συγχρόνως του εξηγώ: «Έτσι περιέγραφε αυτός στα απομνημονεύματά του τον Τολστόι, όταν εκείνος έπαιζε καμιά φορά χαρτιά με τους επισκέπτες του στη Γιάσναγια Πολιάνα στο αγρόκτημά του». «Α!, μπα! Πού τέτοια πράγματα! Εγώ μόνο Καζαντζάκη μολογάω: Ο καπετάν Μιχάλης! Ο Ζορμπάς! Ο φτωχούλης του θεού! Οι αδερφοφάδες! Μόνον αυτά και τίποτε άλλο», μου απαντάει χοντροκομμένα κοιτάζοντας αλλού. «Καζαντζάκης και αριθμητική, έτσι είμαι εγώ» τόνισε ύστερα με πείσμα. «Μωρέ, καλά σε υποψιάζομαι τότε...» είπα αυθόρμητα χωρίς να αποσώσω όμως και τη σκέψη μου. «Γιατί ακριβώς με υποψιάζεσαι, αν επιτρέπεται;» με ρώτησε ειρωνικά εκείνος. «Να, πώς να σου το πω, βρε Γιωργάκη μου, δυσκολεύομαι...και να με συμπαθάς δηλαδή... Ε! να, μου φαίνεται πως είσαι ακόμα ένα γυμνασιόπαιδο· ένας πεισματάρης ιδεολόγος, τελειόφοιτος του εξαταξίου! Που αναζητάς ακόμα και σήμερα, φίλε μου, να βρεις ανύπαρκτα πουλιά, δέκα τον παρά. Κι αυτή, η ομολογημένη σου λατρεία για τον Κρητικό και μόνο, μου το επιβεβαίωσε μόλις τώρα με μια σιγουριά αναμφισβήτητη!» Ακούς εκεί, –σκέφτομαι λιγάκι εκνευρισμένη– να έχει σπίτι του μια βιβλιοθάλασσα όπου θα κολυμπάει μέσα φαντάζομαι όχι μόνο η Ήπειρος και η Κρήτη αλλά και ολόκληρη η ανθρωπότητα, και να λέει με θράσος: «Καζαντζάκης και αριθμητική, έτσι είμαι εγώ!»

Αυτός λοιπόν ―βάλε τώρα εσύ με το νου σου―, ένα πρόσωπο της οικονομίας πολύ σοβαρό που θα βρισκόταν, υποθέτω, ακόμα στη διαδικασία συρραφής του φάσματος και του δικού μου χαρακτήρα εκτός απ' αυτού, του συζύγου μου, και θα βάδιζε, καθώς ήταν βαρύθυμος εν γένει στις κινήσεις του, αγάλι-αγάλι, με το πάσο του, προς την αποπεράτωση του κοπτοράπτη, αναστατώθηκε· κι έγινε φανερή στο πρόσωπό του αμέσως κι εκείνη η διφορούμενη έκφραση που παίρνει κάποιος όταν μπλέκεται στα πόδια του ένα αναιδέστατο υποκείμενο. Συνελήφθη κατά τη γνώμη μου, δίχως αμφιβολία εξαπίνης, κατά το κοινώς λεγόμενο, για να μην πω ότι ταρακουνήθηκε συθέμελα από τη βιαιότητα της προσέγγισής μου. Κι ύστερα έμεινε για κανένα λεπτό παγοκολόνα, σαν να του έπεσε, παιδί μου, κατακέφαλα κι από τον ουρανό κουκοσάλι με το τουλούμι. Επειδή μάλλον η γνωριμία μας, όπως και να το κάνεις, ήταν επί του παρόντος πολύ φρέσκια και ημιτελής κι εγώ εντέλει αχαρτογράφητη, ένα ίσως ακόμα θύμα κατά τη γνώμη του των απόψεων του καθενός.

Αφού, λοιπόν, ξαφνιάστηκε γερά-γερά πρώτα και γύρισε ολόκληρο το πρόσωπό του προς το μέρος μου με τα μάτια του ορθάνοιχτα, ολοσχερώς κατεστραμμένα από την απορία, με κοίταξε ύστερα και με ύφος πολύ αυστηρό, που έμοιαζε να σχεδιάζει επιτόπου έρευνα επίσημη δίχως όμως και τις απαραίτητες τυμπανοκρουσίες. Για να μπορέσει, φαίνεται, να με συλλάβει με συνοπτικές διαδικασίες κατά κάποιο τρόπο αμέσως ― κοίτα κακό που με βρήκε τώρα μέσα στο σπίτι μου. «Δεν σφάξανε...», λέω με το νου μου, άφοβη κι αντιδραστική όπως πάντα, «που θα σου κάνω τη χάρη χρονιάρα μέρα… Μπορεί να είμαι καλή, δεν πάει να πει όμως κύριε, πως είμαι και δειλή.» Να, σε κάτι τέτοιες περιστάσεις, πιστεύω ακράδαντα πως πρέπει κανένας σφυρίζοντας κλέφτικα και κοιτάζοντας αλλού να αποφεύγει τις αναλύσεις, τα γιατί και τα διότι. Πρέπει να παραμένει κλειδαμπαρωμένος με κλειδαριές ολωσδιόλου απαραβίαστες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν πράττοντας, στα μουλωχτά, παριστάνοντας την ανίδεη τάχα, τα κατάφερα και δεν έδωσα, μάτια μου, εξήγηση καμία για τη συμπεριφορά μου. Και με τι μούτρα, εδώ που τα λέμε. Αφού κι εγώ στο γυμνάσιο διάβασα δυο φορές απανωτές τον Καπετάν Μιχάλη και την Ασκητική τη μελέτησα με χαρτί και μολύβι, σαν να ’ταν, κι εγώ δεν ξέρω τι είδους φιλοσοφικό σύγγραμμα.

Αμέσως μετά όμως απ' αυτό το μυστικό αλληλοκρυφάκουσμα, το σκοτεινό και ύπουλο κονταροχτύπημα, που έλαβαν χώρα εκεί μπροστά μας και χώρεσαν ίσα-ίσα στον αέρα που ανασαίναμε, έπαψα πλέον να έχω τεταμένη την προσοχή μου, επειδή το πράγμα ήταν κιόλας τελειωμένο: Ήμασταν άγνωστοι κι επιπλέον στραμμένοι ο ένας εναντίον του άλλου. Δίχως αργοπορία τότε ντύθηκα και την απόλυτη ψυχραιμία, λες και δεν είχα άνθρωπο πλάι μου, παρά μονάχα ένα αργασμένο τομάρι από δαμάλι καλοθρεμμένο κι από τα μαστόρια καλότατα δεμένο στο αντηχείο και τα κλειδιά του. Και καθώς τη μουσική την έχω για παρηγοριά μου, μαλακώνοντας το γινάτι μου σκόρπισα στο μεταξωτό τύμπανο της πλάτης του με τα δάχτυλα του ενός χεριού απαλά, κάμποσες νότες που έδιναν το ρυθμό, ενώ ζωντάνευα με το στόμα μου και τη γνωστή μελωδία. Σαν καλός Ηπειρώτης αυτός, που δεν θα απαρνιόταν ποτέ, με καμία δύναμη, τα τραγούδια που τον νανούρισαν, έβαλε αυτόματα πάνω εκεί, στην ίδια του την αίσθηση, και τα γνωστά λόγια με μια φωνή*  ―Θεέ και Κύριε!― που έβγαινε κατ’ ευθείαν μέσα από την έκπληκτη καρδιά του, αληθινή· και είχε ένα βάθος αρχέγονο κι απίστευτη ομορφιά στο βελούδινο άνοιγμά της· υπερφυσικά συγκινητική, με τους κρυφούς λυγμούς της ανέλυε βουνά:

Στης πικροδάφνης τον ανθό
έγειρα ν’ αποκοιμηθώ
άιντε, λίγο ύπνο για να πάρω
κι είδα όνειρο μεγάλο.
Παντρεύουν την αγάπη μου...

Έτσι σαν μια ζυγιά ηπειρώτικη, με οργανοπαίχτη που βαστούσε η σκούφια του από την Κόνιτσα και πωγωνίσιο τραγουδιστή από τους Κακσιούς του Τάσου Πορφύρη** του ποιητή, πηγαίναμε με τον καφέ στις γυναίκες πανηγυρτζίδικα σέρνοντας κι από το καμαράκι της γιαγιάς μια καρέκλα ψάθινη. Στην απόσβεση των εντάσεων, φίλε μου, του ’ριχνα στ’ αφτιά...


____________

Η αφήγηση είναι μέρος μιας μεγαλύτερης, ανέκδοτης. 

*Έδωσα μορφή στη φωνή έχοντας στο νου και βαθιά μες την καρδιά μου τη φωνή και τις ερμηνείες του Μανόλη Λιδάκη, που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της κρητικής γης που τον σκεπάζει.
** Η αναφορά στους Κακσιούς (Άγιο Κοσμά Πωγωνίου ) είναι ένας αποχαιρετισμός προς τον καλό κι αξιαγάπητο φίλο μου ποιητή Τάσο Πορφύρη που συχνά, πολύ συχνά, μιλούσαμε για τη δική μας Νεμέρτσικα και το έρμο το Πωγώνι του. Έφυγε πλήρης ημερών στο σπίτι του και στην αγκαλιά της οικογένειάς του. Μας άφησε την ομορφιά της τέχνης του και την ανάμνηση του καλού του χαρακτήρα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: