Η κόρη της Τσβετάγεβα

Ariadna Efron
Ariadna Efron






Την κόρη της Τσβετάγεβα τη λέγαν Αριάδνη
είναι μωρό
βάζεις κάποιον άλλο να την ταΐσει την ψαρόσουπα
ξεφεύγει το κόκαλο απ’ το ψάρι
κάθεται στον λάρυγγα
το βγάζεις με το χέρι
λίγο πριν της τελειώσει η ανάσα

καταλαβαίνω
γιατί εξακολουθείς να ζεις
αν είναι τυχερή
θα κρυώσει το γάλα της
δεν θα το χύσει στον νεροχύτη
παριστάνοντας πως το ήπιε
ούτε θα το ξεράσει στην είσοδο της πολυκατοικίας
δεκάξι χρονών έγκυος που δεν το ξέρεις
πρωί, προτού πάει σχολείο

έχει χάζι ο αναστοχασμός
ιδίως αν όλοι οι νεκροί έχουν παντοτινά πεθάνει
και δεν μπορούν να ελέγξουν τι έγραψες
ή όταν έχεις χάσει κάπου το εσώρουχο
κι απ’ το απέναντι μπαλκόνι
σε κοιτάζει ο άγνωστος
που δε φοράς

θα βρεις άραγε τα μέσα σου;

την ώρα που σε παρατηρούσε
ξαπλωμένη στο κρεβάτι
ο νάρθηκας ξεπρόβαλε απ’ την κουβέρτα
ήρθαν λυγμοί και την κουκούλωσαν
ωστικό κύμα — Καμία Υπομονή
όλ’ αυτά τα κόκαλα που έσπασες
και σε βοήθησε να τα ξανακολλήσεις
σου έγιναν μάθημα;
ή πετάς σαν πεταλούδα με γέλιο στα φτερά;

είναι αλήθεια πως διασκέδασες
ιδίως στα τηλέφωνα με τις ξαδέρφες
κότες κακαριστές
κωλόσογο

τώρα το δέρμα σου ριζόχαρτο
εύθραυστα πουλιά
λεπτεπίλεπτες λιβελούλες σε μπλε
πετάνε κι ύστερα κάθονται και ενοχλούν
σε παίρνουν τα βράδια τηλέφωνο
αντίζηλες που θέλουν να κερδίσουν

κάθισες πάνω στα γυαλιά της
μη, πεντακόσια ευρώ κάνουν σου λέει
τα χρήματα ωστόσο δεν σας χώρισαν
παρότι απαίτησες τα πάντα

φοβόσουν επειδή τη μεγάλωνες μόνη
φοβόσουν επειδή μεγάλωνες μόνη
φοβόσουν επειδή φοβόσουν

μην πάρει τον κακό το δρόμο
μήπως δεν παντρευτεί τον πρίγκηπα
μήπως και πάθει κάτι
μήπως την κακομεταχειριστούν

μη και της λείψουν τα υλικά
ή τα χρυσάφια

την κόρη της Τσβετάγιεβα τη λέγαν Αριάδνη
ίσως να τύλιξε την ίδια της τη μάνα με το μίτο

ζαφείρι μου, μπριλάντι μου, διαμάντι μου, τοπάζι μου
γεννήθηκε ύστερα από δώδεκα εκτρώσεις
τη μία σου την κάναν ξύπνια
αλλά τι τα θες;
ασυγχρόνιστες
δεν κοιταζόσαστε

μαμά, είσαι μεγάλη ιστορία — δεν μπόρεσα να την αφηγηθώ
έρχονταν λυγμοί και με κουκούλωναν ωστικό κύμα — Καμία Υπομονή
έπιανες πολύ τόπο

πώς γίνεται να μη θυμάσαι
από πού ανοίγει η τηλεόραση
εσύ που πάντα επιδείκνυες
ροπή προς τον λαϊκισμό;

εσύ, που τη δεκαετία του ‘70
φόραγες κόκκινα ψηλοτάκουνα
κίτρινα παντελόνια
τον φωβισμό στο μεγαλείο του
καταδιασκέδαζες, μαμά
κι εσύ και ο πατέρας
κάνατε ό,τι θέλατε

αυτή τι άλλο θέλησε
εκτός από εσάς
ολόκληρους;

δίψαγες, μαμά,
δίψαγες πολύ
για όλα
και δεν σου άρεσε καθόλου η επανάληψη

ο ένας σου μαστός άρχισε να σαπίζει
είναι οχτώ το βράδυ
και μ’ έχεις πάρει ήδη εφτά φορές τηλέφωνο

μη στενοχωριέσαι, παιδί μου
τα καταφέρνω

το πιστεύω αφού
η ζωή σου δε μοιάζει
με κανενός εδώ μέσα
μικρό παιδί στον πόλεμο
άγγιξες τις κορφές των δέντρων
για το ―ρ― της στέρησης
χρειάστηκαν δεκαεννιά οκάδες λάδι
παλιές κουβέρτες για παλτό
στα χέρια του Ιταλού ράφτη

εσείς κρύβατε
εκείνος έραβε

μην τρομάζεις, παιδί μου
ούτως ή άλλως
κάποια στιγμή θα μετακομίσω

τουλάχιστον να πας χορτάτη
να φτάσει η σύνταξη
στη διαδρομή, ρε μάνα,
μην τύχει και πεινάσεις

την κόρη της Τσβετάγιεβα τη λέγαν Αριάδνη
ας μη σας πω ότι τυλίχτηκε σαν μούμια με το μίτο



Η Μαρίνα Τσβετάγεβα με την κόρη της Αριάδνη
Η Μαρίνα Τσβετάγεβα με την κόρη της Αριάδνη
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: