Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
(3η εκδοχή)
Ο αγρός των χαρουπιών.
(του πατέρα μου)
Ήταν ακόμα πιτσιρίκι. Το πρώτο του ξεθάρρεμα
τ’ ότι τον έπαιρνε ο πατέρας του για ψάρεμα.
Το καλοκαίρι ολόκληρο το πέρναγε στα βράχια.
Ένα μαγιό κι ένας κουβάς. Οι ίδιες σαγιονάρες.
Στο βάθος μόνο οι εκδρομείς – πετσέτες με εικοσάρες.
Τα βράδια ψήναν τη σοδειά: καμιά φορά λαβράκι
κι απ’ το μποστάνι τους μισή τομάτα σκέτη.
Φορούσαν μόνο εσώρουχα. Το δέρμα για σακάκι.
Ένα απ’ τα δέντρα στην αυλή δώριζε τη σκιά του.
Ένα κρεβάτι και νερό. Δυο χάρτες για μελέτη
και μια βίβλος. Γιατί η ζωή υπήρξε απλή
εντός του πριγκιπάτου.
Τα καλοκαίρια ήταν συκιές. Ο ήλιος
σάπιος τενεκές. Γεμάτος ρίγανη, βασιλικό και δυόσμο.
Κάτω απ’ τα βράχια είχε τον κόσμο.
Πάνω απ’ τον κόσμο το νερό. Τα φύκια. Τα σαλάχια
― κι ολόγυρα τα έθνη κι η υφήλιος.
Ο μπαμπάς του ψάρευε νωρίς απ’ την αυγή
μέχρι να σκοτεινιάσει.
Κι εκείνος του ’δειχνε τα ψάρια που θα πιάσει.