Τραγούδια της καρδιάς και της απώλειας

Τραγούδια της καρδιάς και της απώλειας


Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
(3η εκδοχή)

                                                                                    Ο αγρός των χαρουπιών.
                                                                                                             (του πατέρα μου)

Ήταν ακόμα πιτσιρίκι. Το πρώτο του ξεθάρρεμα
τ’ ότι τον έπαιρνε ο πατέρας του για ψάρεμα.
Το καλοκαίρι ολόκληρο το πέρναγε στα βράχια.
Ένα μαγιό κι ένας κουβάς. Οι ίδιες σαγιονάρες.
Στο βάθος μόνο οι εκδρομείς – πετσέτες με εικοσάρες.

Τα βράδια ψήναν τη σοδειά: καμιά φορά λαβράκι
κι απ’ το μποστάνι τους μισή τομάτα σκέτη.
Φορούσαν μόνο εσώρουχα. Το δέρμα για σακάκι.
Ένα απ’ τα δέντρα στην αυλή δώριζε τη σκιά του.
Ένα κρεβάτι και νερό. Δυο χάρτες για μελέτη
και μια βίβλος. Γιατί η ζωή υπήρξε απλή
εντός του πριγκιπάτου.

Τα καλοκαίρια ήταν συκιές. Ο ήλιος
σάπιος τενεκές. Γεμάτος ρίγανη, βασιλικό και δυόσμο.
Κάτω απ’ τα βράχια είχε τον κόσμο.
Πάνω απ’ τον κόσμο το νερό. Τα φύκια. Τα σαλάχια
― κι ολόγυρα τα έθνη κι η υφήλιος.

Ο μπαμπάς του ψάρευε νωρίς απ’ την αυγή
μέχρι να σκοτεινιάσει.
Κι εκείνος του ’δειχνε τα ψάρια που θα πιάσει.





ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
(2η εκδοχή)

                                                                                        Τα τρένα για το μπάνιο.
                                                                                   (στη μητέρα μου, για όλο το απέραντο)

Δεν έχει σήμερα σχολείο.
Είσαι παιδί, μικρέ μου, έχεις πυρετό
και θα μείνεις βέβαια σπίτι.
Το γάλα σου να πιεις μαζί μ’ αυτό το χάπι.

Για δες – αυτή ’ναι η μεσαυλή που παίζετε.
Κάποιοι κυνηγητό κι άλλοι με τη ρακέτα.
Αυτός που τρέχει είσαι εσύ,
η σάκα εκεί το τέρμα.
Αυτή είναι η τριανταφυλλιά – στο γέρμα
που φωτίζεται θυμίζει τη ζωή.
Πιο πέρα το δασάκι μισοκρύβει τον γκρεμό.

Στην άκρη είναι ο χρόνος. Από έναν τάφο εκλύεται
και ρέει για μίλια μόνος. Μα συμπιέζεται
κι αναπηδά στη γρανιτένια κοίτη.

Μα να, ξυπνάς. Η μάνα σού φιλούσε τις παλάμες.
Σ’ αυτούς που ήρθαν στ’ όνειρο ώρα να πεις αντίο.

Σήκωσε λίγο τη βρεγμένη σου πετσέτα
και τίμα το παράδοξο:
Το ανάξιο να δοξάζεται και άδοξο
να μένει το καλό.
Τον άνθρωπο να διαλύεται
και να τον ξαναφτιάχνει η αγάπη.



Τραγούδια της καρδιάς και της απώλειας



ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΡΩΓΜΩΝ
(2η εκδοχή)

                                                                                        Αυτό που αφορά.
                                                                          (για τη μητέρα μου, που κουράστηκε)

                I.

Μοιάζει πως παραλίγο
να ’χαμε ευτυχήσει.
Μοιάζει πως κάποτε είχαμε γροθιές.
Κοιτάζοντας σε κάτοπτρο τη φύση
μας, κομπάζαμε «εγώ θα σ’ αποφύγω».

Πως ήμασταν και γέλιο μέχρι χθες
στον παλιό μας θώρακα. Έτσι μοιάζει.
Που τώρα καταπνίγηκε. Και τον λαιμό τον φράζει
ο φόβος κι η αγάπη – εκείνα που απωθούμε.

Πιστεύαμε πως δεν θ’ αλλάζαμε
ποτέ. Δεν θ’ άλλαζε ούτε αυτό που επιθυμούμε.
Ήταν νωρίς και μοιάζαμε
γυρίνοι στα ποτάμια.
Κρυμμένοι στα καλάμια
ήταν νωρίς
και μοιάζαμε ερωδιοί.

Πλέον οι περισσότεροι θυμίζουν πελαργούς ―
αμέτοχοι, ψηλά πάνω απ’ το μπλέξιμο
των δρόμων. Άλλοι ―όπως πάντα― αστρίτες:
Σέρνονται και κάνουν τους εχθρούς
τα πιο δικά μας άτομα.


        II.

Ένα κρεβάτι μόνο, ενός γονιού
πληγώνει ανάμεσα στις ήττες.
Μια κάσα από σφεντάμια.

Γερμένη πάνω της πενθεί
στους νάρκισσους μια πέτρα.
Πενθεί ακόμα και τον πόνο.
Και σαν δικό της φταίξιμο,
και σαν δικό της γόνο,
λευκότερη από τ’ άνθη
τις πίκρες της ζωής.

Κι ενόσω παίρνει πάλι μέτρα
αυτός που δεν ρωτά, αυτός που τ’ απεφάνθη,
οιμώζει σαν σκυλί στο πάτωμα
η απόκρημνη ψυχή του γιου.



Τραγούδια της καρδιάς και της απώλειας
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: