Ιχνηλατώντας ποιητικά τη μεταμοντέρνα συνθήκη

Αλέξιος Μάινας, «Το ξυράφι του Όκαμ», Μικρή Άρκτος 2014

Αρχικά, μια επεξήγηση για τον τίτλο: Το ξυράφι του Όκαμ είναι μια επιστημονική αρχή που αποδίδεται στον Άγγλο φιλόσοφο Γουλιέλμο του Όκαμ –απαντάται ήδη στον Αριστοτέλη– και υποστηρίζει πως μια υπόθεση ή ένα γεγονός εξηγείται καλύτερα από την απλούστερη θεωρία, εκείνη που εμπλέκει τις λιγότερες εικασίες.
Με τον τρόπο αυτό, ο ποιητής Αλέξιος Μάινας εμβαπτίζει στο φιλοσοφικό του πεδίο την ομώνυμη ποιητική συλλογή Το ξυράφι του Όκαμ. Ο αναγνώστης με τη σειρά του καλλιεργεί την προσμονή μιας ποίησης με αναλυτική σκέψη, βασισμένη στην «οικονομία των αιτημάτων», δηλαδή της μη περιττής συλλογιστικής επαύξησης. Παραθέτω τον αντιπροσωπευτικά «κοφτερό» στίχο:

Τα πολλά λόγια είναι λόγια.

Εξέχουσα στο βιβλίο η θέση της «συμπύκνωσης», το ποιητικό μονοπάτι της «οικονομίας». Σαφώς πιο απαιτητικό, όχι μόνο γιατί προϋποθέτει οξυδέρκεια, γνώση και τεχνική μα διότι συνειδητά αποφεύγονται «ποιητισμοί» και συναισθηματικοί «εκβιασμοί». Μελετώντας, επαληθεύω την ευθύβολη χάραξη: μικρά κυρίως, σκληρόδετα ποιήματα, χωρίς μηρυκασμούς, που επαναψηλαφούν το οικείο για μιαν άλλη αλήθεια:

Γράφω σημαίνει ξαναγράφω, ομολογώ τι διάβασα.
Χαρτογραφώ ένα μονοπάτι.

Ο Μάινας δεν στέκει στο απυρόβλητο, κηρύττοντας ποίηση αφ’ υψηλού, μα προτιμάει την έκθεση. Αφαιρεί την ψιμυθίωση, εκθέτει με ειλικρίνεια και ύφος αυθεντικό τον ποιητικό στοχασμό του. Μια νοητική διαδικασία σε διαρκή ζύμωση, που θα την παρομοίαζα με χημική αντίδραση. Μια επίμονη, σχεδόν εμμονική επιμέλεια, μέχρι να σταθεί το δυναμικό σύστημα των στίχων σε σημείο ισορροπίας.

Θεμελιώδες κομμάτι του βιβλίου είναι η «μετα-λογοτεχνική ματιά» που υιοθετείται για να ξεδιπλωθεί ο ειρμός. Με τον ορό «μετα-λογοτεχνική» εννοώ πως ο Μάινας δεν παρουσιάζει τα ποιήματά του ως καλογυαλισμένα εκθέματα, ως ολοκληρωμένα αποτελέσματα ενός άγνωστου στο κοινό εναύσματος. Αντιθέτως, ενσωματώνει όλη τη διαδικασία του συλλογισμού στο corpus του ποιήματος. Το πρώιμο ερέθισμα, η επακόλουθη αναλυτική σκέψη, η επαναδιαπραγμάτευση της πληροφορίας και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εγκολπώνονται στον νωτιαίο μυελό του ποιήματος και απαρτίζουν τα οργανικά του στοιχεία. Ίσως μάλιστα αποτελούν εξ ολοκλήρου το καθαυτό ποίημα: μια απεικόνιση των ζωτικών λειτουργιών της ποίησης μέσω της ποίησης. Η συλλογή δεν είναι τόσο ένα ποιητικό πόνημα όσο ένα εγχειρίδιο ποιητικής:

Το ποίημα γράφεται ενώ γράφω ένα άλλο
που δε θα γραφεί.
Η συμβολή της μούσας στην ολοκλήρωση του έργου
είναι το αίσθημα της παραίτησης.

Η απογυμνωμένη ποιητική του Μάινα, η «ποιητολογική» προσέγγιση με τον αυτοσχολιασμό της δημιουργίας, δεν συνεπάγεται την αυθόρμητη κατάθεση του εσώψυχου ως γραφή ημερολογιακού τύπου. Ο συγγραφέας δεν ξηλώνει απλώς τα χοντρά μάλλινα κουβάρια της ποίησης – προχωράει στην ύφανση ενός πλεκτού προσεγμένου ως το στρίφωμα. Συγκρατημένος λυρισμός και αναλυτική σκέψη, στιλιστικό εύρος και πολυμερισμός σημασιών, πιστώνονται δικαίως στη συλλογή.
Διαβάζοντας, είναι πλήθος οι συνειρμοί που πυροδοτούνται. Τα μότι πάνω δεξιά αιωρούνται υπαινικτικά εν μέρει ως προμετωπίδες και εν μέρει ως τίτλοι, συνδαυλίζοντας μια ψυχική και νοητική προδιέγερση του δέκτη πριν το ξετύλιγμα του κυρίως ποιήματος. Ο δημιουργός έχει επίγνωση των λειτουργιών αυτών και τρόπον τινά μάς φυγαδεύει προς ένα ομαλότερο πέρασμα στην πλημμυριστική κοσμογονία του: με οπτικούς και ακουστικούς συνειρμούς και την υπόρρητη διακειμενικότητα πολλών σημείων – κάποια επεξηγούνται στις σημείωσεις.
Άσκοπο να επιχειρήσει κανείς να καλύψει το ευρύ θεματικό φάσμα συνειρμών που γεννώνται – αναγνωστική υπόθεση του καθενός. Παρ’ όλα αυτά, η αρχική δική μου πρόκληση να οριοθετήσω τον περίπλοκο χαρακτήρα του βιβλίου ίσως αποτελέσει πρόκληση και για άλλους αναγνώστες.
Σε σχέση με την πρώτη συλλογή (Το περιεχόμενο του υπόλοιπου) του Αλέξιου Μάινα, η δεύτερη μοιάζει να αμφισβητεί, να υπονομεύει σε μεγαλύτερο βάθος και αισθητικό πλαίσιο: αυτή τη φορά μεταμοντέρνο. Και δη με θέματα που εκτείνονται πέραν του προσωπικού, παρόλο που γεννώνται από εναύσματα του εγγύτερου χώρου. «Το Περιεχόμενο» εξετάζει τις αντοχές κατά βάση οικείων αισθητικών επιλογών. Η φωνή πλησιάζει σε κάποια σημεία συνειδητά το κλασικό, στα χνάρια του γερμανικού Συμβολισμού και Εξπρεσιονισμού, του αμερικανικού Μοντερνισμού, του Καβάφη, του Καρυωτάκη και της Γενιάς του ’30.
Αντίθετα, «Το Ξυράφι», κινείται σε πιο σαρκαστικό πεδίο, αποδομώντας κάθε ιδεολογική «γέμιση», κάθε οίστρο. Κινείται στον κενό από ψευδαισθήσεις χώρο του «μετα-», ενός σκληρού απολογισμού, που συντελείται ήδη την ώρα της σκέψης, του συναισθήματος ή της δράσης. Ο απολογισμός πραγματοποιείται κυριολεκτικά στο παρόν και δεν αφήνει να εννοηθεί κάποια αντιπρόταση για τη συνέχιση της ζωής. Το ύφος είναι τελεσίδικα ανασκευαστικό, ακόμα και σε ζητήματα θεμελιωδών εννοιών που συμβάλλουν στην αντίληψη της ταυτότητας και συνοχής του συγγραφικού υποκειμένου. Έτσι, στο «Ξυράφι» μοιάζει να υλοποιείται και να αναδεικνύεται θεματικά και αισθητικά (λ.χ. μέσω της μορφής, του τόνου αφήγησης ή του υβριδικού είδους του κειμένου) η μεταμοντέρνα συνθήκη: Η ακυρωμένη ή, τουλάχιστον, η έντονα αμφισβητούμενη εξοχότητα της ίδιας της λογοτεχνίας και των μηχανισμών της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η περιπλοκότητα της αντίληψης της αλήθειας, των εννοιών και ταυτοτήτων, οι διαρκείς ανασκευές θέσεων ορίζουν το πλαίσιο της μεταμοντέρνας κατάστασης. Όχι του μοντέρνου, που αποτελεί πρωτίστως ηθική, αισθητική καταγγελία και υπέρβαση της παράδοσης, μέσω μιας άλλοτε ρηξικέλευθης αισθητικής αντιπρότασης, μιας ακρότητας ή γελοιοποίησης των παγιωμένων καλλιτεχνικών συμβάσεων.
Στο «Ξυράφι» παρατηρείται επίσης απουσία ακλόνητων σημείων αναφοράς – πλην της εμμονικής κατάθεσης της ακριβούς ώρας κάθε ποιητικής καταχώρησης, που επικαλείται το πιο σχετικό και ασταθές «υλικό», τον χρόνο, ως πόλο σταθερότητας και ως δυνατότητα συνοχής του ειρμού. Ο ακραίος σχετικισμός, η υπονόμευση κάθε αισθήματος αντικειμενικότητας των συμβάντων στη «μετα-αληθειακή» συνθήκη, είναι σαφείς ενδείξεις του μεταμοντέρνου.

Πυλώνες του βιβλίου λοιπόν, η απώλεια κληροδοτημένων βεβαιοτήτων, κατηγοριών, αντι-κειμένων. Η συλλογή έχει διερωτηματικό χαρακτήρα, αρέσκεται στην παρατήρηση λεπτομερειών και την παράθεση υποπεριπτώσεων. Βλέπουμε έναν αφηγητή να (αυτο)ειρωνεύεται και να αμφισβητεί με παιγνιώδεις αφορισμούς τις «αντικειμενικότητες» ζωής, της καθημερινότητας και της λογοτεχνίας, π.χ. «Δεν υπάρχει ποίηση / υπάρχει μονάχα ποιητική πρόσληψη κειμένων». Στο βιβλίο υπάρχουν σκέψεις με ρίμα, σονέτα που δεν είναι ακριβώς σονέτα, μια γρήγορη εναλλαγή στοχασμού, εικόνων, χιούμορ, λογοτεχνικών ή φιλοσοφικών διακειμένων, προφορικές διατυπώσεις, δοκιμιακές εκφράσεις, επιστημονικοί όροι, ημερολογιακές σημειώσεις – καλοζυγισμένα γύρω από έναν ιδιότυπο λυρισμό. Θέση του Μάινα μοιάζει να είναι πως οτιδήποτε μπορεί να ενταχθεί σε ένα ποιητικό βιβλίο, αν φωτιστεί από κατάλληλη γωνία. Ο ποιητής τρόπον τινά αναδεικνύει το παράδοξο πως το τελικό άθροισμα υπερβαίνει κατά πολύ την απλή πρόσθεση επιμέρους ψηφίων.

Ας επισημανθούν τρεις ακόμη θεματικές αποχρώσεις:

«Το Ξυράφι» εκτείνει παραφυάδες σε εδάφη κοινωνικοπολιτικής σύστασης. Κάθε ποίηση σκεπτόμενη, αναπόφευκτα, αρνείται να ιδιωτεύσει. Λοξές ή ευθείες πολιτικές ματιές υπάρχουν σε πάμπολλα σημεία, π.χ. στο απόσπασμα:

Πάνω στα ερείπια των ονείρων μας
πάνω στη διάβρωση
χτίζουμε νέες επαύλεις.

Δεύτερον, υπάρχει το παρακλάδι του ερωτικού στοιχείου κυρίως ως αισθαντικότητα με μιθριδατικές δόσεις θνησιγενούς ματαιότητας. Υπενθυμίζοντας το σαιξπηρικό “love’s labour lost”, σταχυολογώ:

Έχω τόσα να σου πω
αλλά είσαι μπροστά.

Τρίτον, υπάρχει η τονικότητα της νοσταλγίας. Νοσταλγία μάλλον κλασική, τόσο που φαντάζει παράδοξη, έτσι ποντισμένη μέσα στις σκέψεις:

Νιάτα είναι
αυτά που δε συνέβηκαν.

Ακόμη και το παρόν παρουσιάζεται ως νοσταλγία του παρόντος:

Παιδιά
σαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες παιδιών.

Όμως, τα πολιτικά, ερωτικά ή νοσταλγικά στοιχεία δεν επισκιάζουν τα οντολογικά ερωτήματα που θέτει ο Μάινας. Λειτουργούν ως δορυφόροι, που δίνουν ρυθμό στη ροή. Ξύνουν επιθηλιακά και αφήνουν μια αμυχή λόγω κυνικότητας, μα δεν αιμορραγούν. Ο ποιητής τρέπει σταθερά το βάρος της συλλογής προς τη φιλοσοφική δίφηση και τη συναισθηματική διερώτηση που φέρνει στον νου τον William Wordsworth: “Poetry is emotions recollected in tranquillity”.

Η απόσταση πάλι, που υιοθετεί ο Μάινας από τα πράγματα, μαρτυρείται και σε σημεία όπως: «Αφηγητής δεν είναι ο συγγραφέας», καθώς και στη χρήση παρενθέσεων που λειτουργούν ως σχολιασμοί εντός των ποιημάτων. Αν λοιπόν ο συγγραφέας δεν είναι ο αφηγητής, τότε ποιος σχολιάζει τα συμβάντα της 24ωρης εξομολόγησης; Μήπως τον ρόλο αφηγητή παίζει η μετακύληση του χρόνου, οι μεταπτώσεις των συμβάντων κι ο ποιητής είναι απλώς παρών στο επισχόλιο που σιγοντάρει; Μήπως συντελείται η γραφή εκ των πραγμάτων δια της μερικής απουσίας του ποιητή; Διαισθάνεται κανείς ένα είδος συνεχούς ματαίωσης, μια τιμωρία αρχαιοελληνικού μύθου για το μη κατακτημένο:

Ό,τι ακουμπάω μένει ανέπαφο
γιατί το πιάνει αυτός που ήμουν πριν.

Πέραν όμως του στοχαστικού εκτοπίσματος του βιβλίου, που σίγουρα προϋποθέτει υποψιασμένο αναγνώστη, ο Μάινας δεν αμελεί να «αλατίσει» τα κείμενά του ενσωματώνοντας τεχνηέντως χιουμοριστικά στοιχεία, που ειλικρινά καθιστούν την ανάγνωση απολαυστική. Ο αφηγητής προσεγγίζει φλεγματικά, με κάποια παραίτηση την καυστική ουσία του ζην και τα συμβάντα ως κάτι ανεξέλεγκτο. Η κατάδειξη του «αστείου», η απλή παραδοχή του μοιραίου, όμως, αφυπνίζει τον αναγνώστη. Τα «πειράγματα» κινούνται στη διεπιφάνεια του κωμικού και του τραγικού:

Η
ομορφιά
είναι
ένα
κακό
επιχείρημα
που
δεν
επιδέχεται
ανασκευή.  

Το βιβλίο αναπτύσσει μια δυναμική που επιτρέπει την αυτονόμηση πολλών σημείων. Το «ατακαδόρικο» μοιάζει απόσταγμα που δεν χάνει την ποιητικότητα καθώς διατηρεί παλλόμενα τρία ζωτικά στοιχεία της καλής ποίησης: Πύκνωση – Ευστοχία – Έκπληξη. Το βιβλίο είναι κυριολεκτικά σπαρμένο από λεπτοδουλεμένες ποιητικές φράσεις που ευσταθούν και εκτός αφήγησης.

Για να ζήσει κανείς πρέπει να ταξιδέψει.
Και τα μόνα πραγματικά ταξίδια είναι τα συναισθήματα.
Τ’ άλλα είναι μεταθέσεις κρέατος.

Το ύστατο ποίημα της συλλογής δεν φέρει τελεία στο τέλος, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο της συνέχειας – η μέρα επαναλαμβάνεται στο ποιητικό διηνεκές. Ο Σίσυφος διαβιώνει τελικά ευτυχισμένος; Καταφάσκει, όπως στον Camus, κάποιον καθορισμένο σκοπό; Ο ποιητής του Ξυραφιού μάλλον δυσπιστεί, τραβώντας και το στερνό δεκανίκι:

[…] όπως ο Σίσυφος στα λίγα τετραγωνικά του.
Το βράδυ μου κυλούσε ανάμεσα στα έπιπλα.
Δε ζω, λερώνω το χαλί.

Η σκυτάλη λοιπόν στον αναγνώστη που θα θελήσει να κρίνει τίμια. Ίσως χρειαστεί να διαβάσει πάνω από μία φορά για να επικοινωνήσει βαθύτερα και ν’ απολαύσει πραγματικά. Ο λόγος στο κείμενο:

(Αν πας να σκεφτείς, πέφτεις και μεταβάλλεσαι)  
Γιατί
το μέλλον μάς ξεπερνάει
δηλαδή εμείς ως άλλοι πια
ξεπερνάμε τους εαυτούς μας.    

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: