Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος

Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος

Γιολάντα Σακελλαρίου, «Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος», εκδ. Μικρή Άρκτος 2022



Η νέα ποιητική συλλογή της Γιολάντας Σακελλαρίου Η Γιασμίν ο Άχμεντ και Ιζάρ ο μικρός τους γιος, παρά τον ιδιαίτερο τίτλο με τα στοιχεία του εξωτισμού, στην ουσία δεν φέρει τίποτα το ξένο, το ανοίκειο. Έρχεται σαν σιγανό παραμύθι μέσα από την έρημο, γκρεμίζει τις άμυνες και μας βρίσκει κατάστηθα.

Η γραφή της Γιολάντας Σακελλαρίου είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση. Ενέχει νομίζω μια ποιητικότητα που συντονίζεται μεν απολύτως με την ταραγμένη μας επικαιρότητα, χωρίς όμως να διατρανώνει το τυχόν προσωπικό της τραύμα ή να «καβαλάει» το κύμα της εποχής υψώνοντας λάβαρα. Ποίηση με αγνότητα συναισθήματος, δόσεις νοσταλγικού λυρισμού ανά σημεία –δεν τον προσάπτω ως ψεγάδι καθώς συνολικά η ποιήτρια τον ελέγχει και τον ισορροπεί με δεξιοτεχνία– που δεν επαιτεί τα δάκρυα και τις πομπώδεις συγκινήσεις. Η θέση αυτή βεβαίως δεν σημαίνει πως τα κείμενα στερούνται συγκινησιακού φορτίου, ταυτότητας –τον προσωπικό τους τόνο– ή του θάρρους που απαιτεί η τέχνη της ποίησης, που λαϊκότερα θα λέγαμε «τσαγανό». Και πράγματι, παρόλη την επιμελημένη κομψότητα, την καλλιέπεια του λόγου της, την εμφανή ευγένεια της έκφρασης –γνώρισμα που εν τοιαύτη περιπτώσει, σας εξομολογούμαι δίχως προσποιήσεις, απαντάται αμέσως και στην ιδιοσυγκρασία της δημιουργού– αγγίζει φλέγοντα, τραγικώς σύγχρονα θέματα έως τον απογυμνωμένο τους πυρήνα. Κατανεμημένα σε τέσσερις άξονες εντός της συλλογής: το ιδιωτικό «πλάι» της, τη «σταχτοβρόχινη» κοινωνία, ένα ξερίζωμα με τα ολοκληρωτικά του «δίχως» και το αινιγματικό «ωστόσο», υποδηλώνοντας ίσως το αμείλικτο της ζωής και ταυτόχρονα την απέθαντη –κι όχι αθάνατη, επισημαίνω χαριτολογώντας– ελπίδα.

Αξιοσημείωτο είναι πως σε όλη τη στιχουργική υπάρχει πάντοτε μια βραδυφλεγής πλοκή που τελικώς οδηγεί σε κορύφωση, υφέρπουσας όμως και όχι εκρηκτικής έντασης. Ένα κρεσέντο ομοιάζον σχεδόν άηχο, όπως ακριβώς η σιωπηλή αναμονή που μεσολαβεί από την εκκόλαψη ab ovo ώς το σπάσιμο. Εκείνο το χαρακτηριστικό «κρακ» που θα ραγίσει το τσόφλι και θα ξεμυτίσει από μέσα ο νεοσσός «Σιμόργκ». Το λογοτεχνικό τούτο δραματοποιημένο τακτ πρέπει να εκτιμηθεί δεόντως γιατί καλοδέχεται και δεξιώνει τρόπον τινά τον αναγνώστη, παραχωρώντας του την άνεση και την ελευθερία να προσλάβει τον ποιητικό μύθο, προσδίδοντας και δικές του ερμηνευτικές τονικότητες. Πρόκειται για γραφή με σεβασμό και υπολογισμό του δέκτη που μαρτυρά ίσως και τη συνολικότερη αντίληψη της ποιήτριας για την τέχνη της, δηλαδή «η ποίηση για τον άνθρωπο» και όχι απλώς ποιητικίζουσα, προσωπική ψυχανάλυση ή μια εστέτ προσέγγιση για κούφιο εντυπωσιασμό.

Οι στίχοι της Γιολάντας Σακελλαρίου συνθέτουν μια ποίηση με την εξής λεπτοδουλεμένη ιδιαιτερότητα: ακόμα και η πιο σκληρή πραγματικότητα αποδίδεται με μια ποιητική τρυφερότητα. Αυτή η υφολογική εξομάλυνση, αρχικά προσκαλεί –και προκαλεί– τον αναγνώστη σε μια ενδελεχή, σχεδόν βοτανολογική ή εντομολογική παρατήρηση ώστε να ανιχνεύσει μονάχος του την τραχύτητα του κόσμου. Στην πραγματικότητα όμως, ίσως να αποκρυσταλλώνει με καλλιτεχνικά μέσα την ενδόμυχη βλέψη της ποιήτριας για ένα αναίμακτο και πανανθρώπινο μέλλον. Τούτη η υπαινικτική ματιά, καθιστά την κατάθεση της Σακελλαρίου μια ιδιάζουσα υπόθεση από συγγραφική άποψη. Δεν ισχυρίζομαι πως η ποιήτρια εισάγει πάντοτε και κατ’ ανάγκην κάτι το απολύτως ρηξικέλευθο, –υπάρχουν φυσικά τα ξαφνιάσματα της πλάγιας ματιάς μιας «καλής» ποίησης, μοντέρνες προσεγγίσεις και τάσεις κατάρριψης του κανονιστικού, όπως οπτικοποιημένη ποίηση, θραύσματα στίχων, πεζολογική παράθεση, μπονζάι, ραπάρισμα, αναφέρω ενδεικτικά– όμως αναρωτιέμαι και ποιος ο λόγος να επανεπινοούμε διαρκώς τον τροχό εάν ο τροχός είναι ήδη άρτιος, λειτουργικός και δουλεύει άψογα; Ερώτημα και ζήτημα μείζον καθώς πολλές φορές ενέχει μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο για το πλημμέλημα του υποσκελισμού της στρωτής αφηγηματικής ροής, αλλά και για την εγκληματική γελοιοποίηση, τον ευτελισμό του ποιητικού στίχου και του νοηματικού περιεχομένου υπό την μαρκίζα του «καινοτόμου» ή του «στρατευμένου».

Θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μια μακροσκελής ερμηνευτική ανάλυση της συλλογής, όπως λόγου χάρη σε φιλοσοφικό, υπαρξιακό, ανθρωπιστικό πλαίσιο, μιμούμενη ένα δοκιμιακό ύφος ή εκτενές κριτικό σημείωμα. Ξεκοκαλίζοντας μία-μία τις ενότητες, τα ποιήματα, τους στίχους και ερμηνεύοντας –ή πιο εύστοχα, παρερμηνεύοντας, διότι ως ένα βαθμό περί αυτού πρόκειται όταν συζητάμε για την τέχνη– τα νοήματα τα οποία ενδεχομένως στοχοθετεί η ποιήτρια, μα ειλικρινά δεν θα το κάνω. Γιατί όσο κι αν ακούγεται παράδοξο νομίζω, ο εγκιβωτισμός του πολυεπίπεδου της ποίησης της Σακελλαρίου σε ένα συμπαγές ερμηνευτικό πλαίσιο είναι σισύφειο έργο. Και προσθέτω, ειδικά στις παρουσιάσεις βιβλίων προς ένα ακροατήριο, πολλές φορές και εξουθενωτική. Τόσο που μετά, επιστρέφοντας στο σπίτι, βάζουμε το άμοιρο βιβλίο κατευθείαν στο ράφι καταδικάζοντάς το να μην επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο φτιάχτηκε να ζήσει: με κάθε καινούργιο βιβλίο τίκτεται εκ νέου ο άνθρωπος, για να κάνω και μια παιγνιώδη αναφορά στην φράση της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ που απαντάται στην πολύ αρχή της συλλογής. Γι’ αυτό θα κλείσω ομολογώντας πως επιχείρησα μονάχα να αποτυπώσω την προσωπική αίσθηση που αποκόμισα διαβάζοντας τη συλλογή, μα και να μοιραστώ μαζί σας τους προβληματισμούς που ξυπνά το καλαίσθητο αυτό βιβλίο της Γιολάντας Σακελλαρίου. Κι ελπίζοντας πως ίσως έτσι σας κεντρίσω λίγο παραπάνω, να σας πείσω πως πραγματικά αξίζει να διαβαστεί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: