Η Νικηταρού που τη λένε και Μπετίνα

Kazimir Malevich: «Γυναικείο τόρσο» (1928-1929)
Kazimir Malevich: «Γυναικείο τόρσο» (1928-1929)

Κώστας Βούλγαρης, «Η Νικηταρού που τη λένε και Μπετίνα», Βιβλιόραμα 2023


Η νέα πε­ζο­γρα­φι­κή από­πει­ρα του Κώ­στα Βούλ­γα­ρη έρ­χε­ται για να διευ­ρύ­νει ση­μα­ντι­κά το πε­δίο μέ­σα στο οποίο κι­νεί­ται η σύγ­χρο­νη αφη­γη­μα­τι­κή τέ­χνη και τε­χνι­κή, ει­ση­γού­με­νη όχι μό­νο νέ­ους τρό­πους και τό­πους γρα­φής, αλ­λά και μια γεν­ναία και τολ­μη­ρή ανα­νέ­ω­ση των πα­λιών και πα­γιω­μέ­νων. Για­τί αυ­τό που μπο­ρεί να δια­κρί­νει κα­νείς στο συ­γκε­κρι­μέ­νο βι­βλίο εί­ναι οι δε­σμοί, ενί­ο­τε ιδιαί­τε­ρα ισχυ­ροί, του συγ­γρα­φέα με συ­γκε­κρι­μέ­νους ομό­τε­χνους, όπως για πα­ρά­δειγ­μα ο Γιάν­νης Πά­νου και ο Θα­νά­σης Βαλ­τι­νός, και η υπό­γεια, αδιό­ρα­τη, οπωσ­δή­πο­τε όμως δε­δη­λω­μέ­νη πρό­θε­σή του να στη­ρί­ξει και να θε­με­λιώ­σει την προ­σπά­θειά του πά­νω στο έρ­γο τους και σε όσα αυ­τοί κό­μι­σαν στην τέ­χνη, ακρι­βώς για να μπο­ρέ­σει να δια­φο­ρο­ποι­η­θεί και να δια­φο­ρο­ποι­ή­σει, με τη σει­ρά του, την πα­ρά­δο­ση, τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή πε­ζο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση που εί­ναι, πε­ρισ­σό­τε­ρο ίσως από ό, τι φαί­νε­ται και χά­ρη σε τέ­τοια εγ­χει­ρή­μα­τα, πο­λυ­σχι­δής και πο­λύ­μορ­φη. Ο Βούλ­γα­ρης λοι­πόν συμ­βάλ­λει ση­μα­ντι­κά με το έρ­γο του αυ­τό στην υπε­ρά­σπι­ση της δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας και της ποι­κι­λο­μορ­φί­ας, στην από­κλι­ση, ως στά­ση πια δη­μιουρ­γί­ας, από τον κα­νό­να όπως αυ­τός δια­μορ­φώ­θη­κε και εξα­κο­λου­θεί να δια­μορ­φώ­νε­ται από ανά­γκες που μπο­ρεί να εί­ναι ακό­μα και εξω-λο­γο­τε­χνι­κές. Υπα­κού­ο­ντας σε τέ­τοιου εί­δους εσω­τε­ρι­κές ωθή­σεις λοι­πόν ο συγ­γρα­φέ­ας επι­δί­δε­ται ου­σια­στι­κά σε μια συγ­γρα­φι­κή ακρο­βα­σία, μια ισορ­ρό­πη­ση ανά­με­σα σε ένα σύ­νο­λο από επι­μέ­ρους αφη­γη­μα­τι­κά εί­δη στο ένα άκρο του οποί­ου βρί­σκο­νται οι αφη­γή­σεις που έχουν για πρώ­τη ύλη τους γε­γο­νό­τα πραγ­μα­τι­κά, στιγ­μιό­τυ­πα και πε­ρι­στα­τι­κά που έχουν συμ­βεί, πρό­σω­πα που έχουν υπάρ­ξει αφή­νο­ντας ανε­ξί­τη­λο και ανά­γλυ­φο το στίγ­μα και το ίχνος της πα­ρου­σί­ας τους και, στο άλ­λο, αφη­γή­σεις εξ ολο­κλή­ρου πλα­στές, τε­χνουρ­γη­μέ­νες με την απο­κλει­στι­κή συν­δρο­μή της φα­ντα­σί­ας του λο­γο­τέ­χνη και της δη­μιουρ­γι­κής εκεί­νης δύ­να­μης που εμπνέ­ε­ται από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την αλή­θεια, συν­θέ­τει όμως μια εντε­λώς πλα­σμα­τι­κή συν­θή­κη μέ­σα στην οποία τί­πο­τα δεν εί­ναι, κι ας μοιά­ζει, πραγ­μα­τι­κό. Αν θε­λή­σει να κά­νει κα­νείς πιο συ­γκε­κρι­μέ­νες αυ­τές τις δύο εκ­φάν­σεις, θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να κά­νει λό­γο για τη σύ­ζευ­ξη και τη συ­νύ­φαν­ση του αφη­γη­μα­τι­κού εί­δους της αυ­το­βιο­γρα­φί­ας η οποία εκτρέ­πε­ται ή ενα­γκα­λί­ζε­ται κομ­μά­τια από την ιστο­ρία της ιδιαί­τε­ρης πα­τρί­δας του συγ­γρα­φέα, των Δο­λια­νών Αρ­κα­δί­ας, αλ­λά και ευ­ρύ­τε­ρα της Ελ­λά­δας από το 1821 μέ­χρι σή­με­ρα, και της πλα­σμα­τι­κής λο­γο­τε­χνι­κής αφή­γη­σης η οποία αντι­προ­σω­πεύ­ε­ται από ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρο­ντα χω­ρία μυ­θο­πλα­σί­ας. Το όλο συγ­γρα­φι­κό εγ­χεί­ρη­μα τί­θε­ται κά­τω από τη σκέ­πη μιας γυ­ναι­κεί­ας μορ­φής, της Νι­κη­τα­ρούς ή, αλ­λιώς, Μπε­τί­νας, που δί­νει και τον τί­τλο του βι­βλί­ου και η οποία επί­σης συ­γκρο­τεί­ται, ως φι­γού­ρα, από στοι­χεία πραγ­μα­τι­κά και φα­ντα­στι­κά, απο­τε­λώ­ντας ου­σια­στι­κά μια με­ταιχ­μια­κή μορ­φή που έχει τις ρί­ζες της στο πα­ρελ­θόν, ακου­μπά όμως και στο πα­ρόν, έχει τις ρί­ζες της στο «εκεί» του αρ­κα­δι­κού το­πί­ου, εξα­κτι­νώ­νε­ται όμως σε ολό­κλη­ρο τον ελ­λη­νι­κό χώ­ρο, στον οποίο εν τέ­λει με­του­σιώ­νε­ται για να απο­τε­λέ­σει ένα σύμ­βο­λο και ένα συμ­βο­λι­σμό μα­ζί.

Ίσως ο κα­λύ­τε­ρος ει­δο­λο­γι­κός υπό­τι­τλος που θα μπο­ρού­σε να δο­θεί στο συ­γκε­κρι­μέ­νο αφή­γη­μα εί­ναι αυ­τός της «μυ­θι­στο­ρί­ας» που κα­τα­δει­κνύ­ει ακρι­βώς την πρό­θε­ση μιας ιστο­ρι­κής κα­τά βά­ση αφή­γη­σης που χω­νεύ­ε­ται με στοι­χεία φα­ντα­στι­κά ή, κα­λύ­τε­ρα, στοι­χεία τα οποία επι­διώ­κουν και θέ­λουν να εί­ναι πραγ­μα­τι­κά ακρι­βώς για να ται­ριά­ξουν στο σύ­νο­λο, ακό­μα κι αν προ­έρ­χο­νται από την υπο­θε­τι­κή-φα­ντα­σια­κή λει­τουρ­γία της συ­νεί­δη­σης και της σκέ­ψης του συγ­γρα­φέα. Θα μπο­ρού­σε μά­λι­στα κα­νείς να πά­ει ένα βή­μα πα­ρα­πέ­ρα και να δια­τυ­πώ­σει μια πρό­τα­ση ερ­μη­νεί­ας που αλ­λά­ζει κά­πως τα μέ­χρι σή­με­ρα δε­δο­μέ­να της αφη­γη­μα­το­λο­γί­ας, μια πρό­τα­ση που σχε­τί­ζε­ται με την ίδια τη φύ­ση του υλι­κού που προ­σφέ­ρε­ται στον Βούλ­γα­ρη για τη μορ­φο­ποί­η­ση του σε τέ­χνη του λό­γου. Ο τρό­πος δη­λα­δή που ο συγ­γρα­φέ­ας προ­σεγ­γί­ζει το υλι­κό του, τις ανα­μνή­σεις, τις μαρ­τυ­ρί­ες, τα ιστο­ρι­κά και ει­δη­σε­ο­γρα­φι­κά ντο­κου­μέ­ντα, τη δι­κή του αντί­λη­ψη για τον τό­πο και τους αν­θρώ­πους του, τα επί­ση­μα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα φαί­νε­ται πως προ­δί­δει μια δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νη δη­μιουρ­γι­κή αντί­λη­ψη και διά­θε­ση. Για­τί ο Βούλ­γα­ρης εντο­πί­ζει σε όλο αυ­τόν τον όγκο πλη­ρο­φο­ριών μια λο­γο­τε­χνι­κή ρο­πή, την τά­ση τους να απο­τε­λέ­σουν αφ’ εαυ­τών ένα λο­γο­τε­χνι­κό σώ­μα που εμ­φο­ρεί­ται από καλ­λι­τε­χνι­κή δυ­να­μι­κή και προσ­δο­κά, κα­τά βά­ση, εκεί­νον που θα την ανα­γνω­ρί­σει και θα την αφή­σει απλώς να ξε­δι­πλω­θεί. Το γε­γο­νός αυ­τό επι­κυ­ρώ­νει πε­ρί­τρα­να η αφη­γη­μα­τι­κή δει­νό­τη­τα και χά­ρη, η δε­ξιο­τε­χνία της εξι­στό­ρη­σης που δεν απο­κα­λύ­πτει απλώς και μό­νο έναν άξιο τε­χνί­τη του λό­γου και των απο­χρώ­σε­ων που η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα προ­σέ­λα­βε συν τω χρό­νω, αλ­λά έναν ει­ση­γη­τή του τρό­που με τον οποίο πρέ­πει να ατε­νί­ζε­ται η ιστο­ρία, η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η ζωή. Και ο τρό­πος αυ­τός δεν εί­ναι άλ­λος από την τέ­χνη. Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο μά­λι­στα όταν η ύλη αυ­τή της ζω­ής και τον αν­θρώ­πων που τη μοι­ρά­ζο­νται εί­ναι φο­ρέ­ας και τρο­φο­δό­της της αλή­θειας, της δι­καιο­σύ­νης, του μέ­τρου αλ­λά και της υπέρ­βα­σής του με ορί­ζο­ντα ένα κα­λύ­τε­ρο αύ­ριο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: