Πίστη στην αξία της παιδικότητας

Εικονογράφηση: Μαιρηλία Φωτιάδου
Εικονογράφηση: Μαιρηλία Φωτιάδου

Μάκης Τσίτας, «Ο σύμβουλος του βασιλιά», Μεταίχμιο 2022




Ένα από τα πιο δύ­σκο­λα και απαι­τη­τι­κά πε­δία λο­γο­τε­χνι­κής γρα­φής εί­ναι αυ­τή που απευ­θύ­νε­ται στο παι­δι­κό ανα­γνω­στι­κό κοι­νό. Κι αυ­τό όχι τό­σο για­τί απαι­τεί και προ­ϋ­πο­θέ­τει έναν ιδιαί­τε­ρο χει­ρι­σμό του λό­γου και μια ξε­χω­ρι­στή προ­σέγ­γι­ση των θε­μά­των που απο­τε­λούν την πρώ­τη ύλη του συγ­γρα­φέα αλ­λά, κυ­ρί­ως, για­τί η πρό­σλη­ψη πραγ­μα­το­ποιεί­ται με όρους δια­φο­ρε­τι­κούς από αυ­τήν της «ενή­λι­κης» λο­γο­τε­χνί­ας. Η απο­τί­μη­ση, βε­βαί­ως, της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, ακρι­βώς επει­δή πραγ­μα­το­ποιεί­ται από έναν ενή­λι­κα ανα­γνώ­στη δια­τρέ­χει πά­ντα τον κίν­δυ­νο να εκτρα­πεί σε πα­ρα­τη­ρή­σεις οι οποί­ες εί­τε απο­μα­κρύ­νο­νται εί­τε αστο­χούν στην απο­τύ­πω­ση των πτυ­χών εκεί­νων του έρ­γου που έχουν ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία για την παι­δι­κή ηλι­κία και ψυ­χο­σύν­θε­ση. Ωστό­σο, και επει­δή η παι­δι­κή λο­γο­τε­χνία απο­τε­λεί ένα βα­σι­κό κομ­μά­τι της σύγ­χρο­νης λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής, η προ­σέγ­γι­ση και η ερ­μη­νευ­τι­κή της προ­σπέ­λα­ση κρί­νε­ται ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κή στο μέ­τρο και στον βαθ­μό που την ανα­δει­κνύ­ει ως ισά­ξια και ισόρ­ρο­πη με τα έρ­γα εκεί­να της λο­γο­τε­χνί­ας τα οποία θα μπο­ρού­σαν να ομα­δο­ποι­η­θούν κά­τω από τον γε­νι­κευ­τι­κό όρο «μη παι­δι­κά». Μια τέ­τοια προ­σέγ­γι­ση θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί και εδώ με κέ­ντρο το νέο βι­βλί­ου του Μά­κη Τσί­τα που φέ­ρει τον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τί­τλο Ο σύμ­βου­λος του βα­σι­λιά.

Ήδη, από τη φρά­ση του τί­τλου μπο­ρεί ο ανα­γνώ­στης να αντι­λη­φθεί την πρό­θε­ση του συγ­γρα­φέα να το­πο­θε­τη­θεί και, μα­ζί, να το­πο­θε­τή­σει τον ανα­γνώ­στη του απέ­να­ντι στο με­γά­λο ζή­τη­μα της σχέ­σης που ανα­πτύσ­σουν οι άν­θρω­ποι με εκεί­νους που πα­ρου­σιά­ζο­νται ως σο­φοί, συμ­βου­λά­το­ρες και ει­δή­μο­νες πά­νω σε κά­θε πρό­βλη­μα που μπο­ρεί να προ­κύ­ψει, εί­τε σε ατο­μι­κό, εί­τε σε συλ­λο­γι­κό επί­πε­δο. Στην ιστο­ρία του Τσί­τα, εν προ­κει­μέ­νω, ο πρω­τα­γω­νι­στής βα­σι­λιάς βρί­σκε­ται πα­γι­δευ­μέ­νος μέ­σα στην ψευ­δαί­σθη­ση ότι ο σύμ­βου­λος που έχει ξαφ­νι­κά πα­ρου­σια­στεί μπρο­στά του κα­τέ­χει την από­λυ­τη γνώ­ση και τη μο­να­δι­κή ικα­νό­τη­τα να τον κα­θο­δη­γεί σω­στά στις απο­φά­σεις του. Πο­λύ γρή­γο­ρα όμως απο­δει­κνύ­ε­ται ότι η εντύ­πω­ση αυ­τή δεν εί­ναι πα­ρά ζή­τη­μα τύ­χης και ότι οι συμ­βου­λές εκεί­νες που απο­δεί­χθη­καν κα­λές ήταν ισά­ριθ­μες με εκεί­νες που απο­δεί­χθη­καν κα­κές και επέ­φε­ραν ζη­μία στο βα­σί­λειο και τους κα­τοί­κους του. Πρό­κει­ται ου­σια­στι­κά για μια ιστο­ρία που απο­κα­λύ­πτει πολ­λά για το αν­θρώ­πι­νο ήθος, για την τά­ση και την ανά­γκη των αν­θρώ­πων να απο­φεύ­γουν την ανά­λη­ψη ευ­θυ­νών και πρω­το­βου­λιών και να επα­να­παύ­ο­νται στη γνώ­μη και την από­φα­ση των άλ­λων ακό­μα κι αν αυ­τοί δεν έχουν απο­δεί­ξει την αξιο­πι­στία τους. Με γλώσ­σα απλή, λοι­πόν, και μέ­σα από μια γραμ­μι­κή αφή­γη­ση ο Τσί­τας απο­τυ­πώ­νει τον τρό­πο με τον οποίο ο άν­θρω­πος μπο­ρεί να πα­ρα­συρ­θεί σε μια κα­τά­στα­ση εξάρ­τη­σης από κά­ποιον που κά­θε άλ­λο πα­ρά έμπι­στος και κα­λο­προ­αί­ρε­τος απο­δει­κνύ­ε­ται.

Μπο­ρεί να δει και να δια­πι­στώ­σει κά­ποιος εδώ τη δυ­να­τό­τη­τα της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας να θί­γει και να επε­ξερ­γά­ζε­ται θέ­μα­τα που αφο­ρούν τον άν­θρω­πο γε­νι­κά, ανε­ξάρ­τη­τα από την ηλι­κία στην οποία βρί­σκε­ται, και που, γι’ αυ­τόν ακρι­βώς τον λό­γο λει­τουρ­γούν ιδιαί­τε­ρα απο­τε­λε­σμα­τι­κά προς την κα­τεύ­θυν­ση της «ενη­λι­κί­ω­σης» του παι­διού μέ­σα από έναν δρό­μο που όχι μό­νο σέ­βε­ται αλ­λά και δια­τη­ρεί την πί­στη στην αξία της παι­δι­κό­τη­τας. Η δύ­να­μη της τε­λευ­ταί­ας, μά­λι­στα, εί­ναι τέ­τοια που έχει την ικα­νό­τη­τα να σφρα­γί­ζει ανε­ξί­τη­λα και να κα­θο­δη­γεί τη δη­μιουρ­γία προς έναν ορί­ζο­ντα όπου η απλό­τη­τα και η σχη­μα­τι­κή από­δο­ση των προ­σώ­πων και των γε­γο­νό­των έχουν τον πρώ­το λό­γο. Ωστό­σο, και πα­ρά τη λι­τό­τη­τα στο στή­σι­μο και στην έκ­φρα­ση ο πυ­ρή­νας και το κέ­ντρο της δη­μιουρ­γί­ας κά­θε άλ­λο πα­ρά σχη­μα­τι­κός εί­ναι. Κι αυ­τό για­τί η αφόρ­μη­ση και η αφορ­μή εί­ναι μια από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες πτυ­χές του σύγ­χρο­νου βί­ου και άπτε­ται πολ­λών επι­μέ­ρους ζη­τη­μά­των με βα­σι­κό­τε­ρο από αυ­τά την εμπι­στο­σύ­νη στον εαυ­τό. Αυ­τό εί­ναι ίσως και το βα­σι­κό­τε­ρο στοι­χείο που προ­κύ­πτει ως μή­νυ­μα από την ανά­γνω­ση. Η πί­στη στη δύ­να­μη του αν­θρώ­που να παίρ­νει ο ίδιος τις απο­φά­σεις και να χα­ράσ­σει το πε­ρί­γραμ­μα του πα­ρό­ντος και του μέλ­λο­ντός του. Η πί­στη στην αν­θρώ­πι­νη πρω­το­βου­λία που θα πρέ­πει να τρο­φο­δο­τεί­ται από την πρό­τε­ρη σκέ­ψη και όχι η ακρι­σία, η πα­θη­τι­κό­τη­τα και η πα­ρα­μο­νή σε μια κα­τά­στα­ση ανε­νερ­γή. Η πί­στη, τέ­λος, στη σω­στή και γό­νι­μη κρί­ση που πρέ­πει να εί­ναι στε­νά συ­νυ­φα­σμέ­νη με την αν­θρώ­πι­νη πρά­ξη ει­δι­κά όταν αυ­τή απευ­θύ­νε­ται και κα­θο­ρί­ζει τη ζωή του συ­νό­λου. Για­τί αυ­τό εί­ναι το άλ­λο με­γά­λο ζή­τη­μα που θί­γε­ται στο βι­βλίο αυ­τό. Η εξάρ­τη­ση, δη­λα­δή, του ατό­μου από το σύ­νο­λο και του συ­νό­λου από το άτο­μο μέ­σα σε μια συν­θή­κη συ­νύ­παρ­ξης και συμ­βί­ω­σης που ―ιδα­νι­κά― θα πρέ­πει να διέ­πε­ται από την πλή­ρη αί­σθη­ση της ευ­θύ­νης του ενός απέ­να­ντι στο άλ­λο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: