Τη δύναμή του την αντλεί ο κριτικός από τα κείμενα

Ελισάβετ Κοτζιά, «Ελληνική πεζογραφία 1974-2010: Το μέτρο και τα σταθμά», Πόλις 2020

Από το 1974, έτος επανάκαμψης της Δημοκρατίας στην χώρα μας έως το 2010, έτος έναρξης των μνημονίων, η ελληνική πεζογραφία διένυσε μια απόσταση περίπου πέντε δεκαετιών. Αν κατά το μεγάλο αυτό διάστημα στην ελληνική κοινωνία σημειώθηκαν κομβικοί μετασχηματισμοί σε όλα τα επίπεδα, νεοπαγή φαινόμενα αναδύθηκαν και στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας, του βιβλιοχώρου γενικότερα. Φαινόμενα που σχετίζονται τόσο με την αισθητική και την οπτική των έργων πεζογραφίας, όσο και την ένταξή τους σε ένα καινοφανές για τα έως τότε ισχύοντα δεδομένα, εκείνο της Αγοράς. Το 1987, ένας από τους πλέον έγκριτους τότε κριτικούς, ο Σπύρος Τσακνιάς, δημοσίευε άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή» με τον ….προφητικό τίτλο «Γράψε κι εσύ ένα μυθιστόρημα, μπορείς». Πραγματικά, με την είσοδο της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, το μετρημένο έως τότε πεζογραφικό τοπίο αλλάζει άρδην όψη καθώς πληθώρα νέων πεζογράφων εμφανίζεται με αντίστοιχη παραγωγή, κυρίως μυθιστορημάτων. Νέα ήθη, που σχετίζονται άμεσα με την επίπλαστη και αρκούντως πήλινη, όπως θα διαπιστωθεί περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, ευμάρεια της ελληνικής κοινωνίας, αρχίζουν και κατακλύζουν τον ελληνικό πεζογραφικό χώρο: Το ευπώλητο έρχεται για να μείνει. Και οι κριτικοί; Πώς «διαβάζουν» τα καινούργια και πολυπληθή -όσο περνάει ο χρόνος- φαινόμενα; Πώς «αποθηκεύουν» τις αναγνωστικές τους εμπειρίες όλο αυτό το διάστημα των πολλαπλών αλλαγών; Πώς και κατά πόσον τις εντάσσουν στα διαρκώς ανασχηματιζόμενα δεδομένα γύρω τους; Τι έχουν να καταθέσουν σήμερα, με φόντο την πολύχρονη κριτική τους εμπειρία; Την δική του απάντηση έδωσε πρώτος το 2018, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου με το βιβλίο του «Η κίνηση του εκκρεμούς, που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου του ίδιου έτους, την δική της η Ελισάβετ Κοτζιά με το βιβλίο της Ελληνική πεζογραφία 1974-2010: Το μέτρο και τα σταθμά που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό. Με διαφορετική σκόπευση το ένα βιβλίο από το άλλο συναπαρτίζουν ένα εξαιρετικά σημαντικό corpus αναφοράς με πολλαπλές σημάνσεις που διακτινίζονται στο βάθος του χρόνου τεσσάρων δεκαετιών.

Η Ελισάβετ Κοτζιά υιοθετεί μια ολιστική, θα την χαρακτήριζα, προσέγγιση των αλλαγών και των φαινομένων που παρατηρούνται στην ελληνική πεζογραφία στο διάστημα τριάντα έξη ετών , συνομιλώντας με πολλαπλά θεωρητικά πεδία, όπως πολιτισμικές σπουδές, θεωρίες της λογοτεχνίας, κοινωνιολογία, αισθητική και Ιστορία. Το αποτέλεσμα είναι να προσδίδει ένα πολύπτυχο και πολύσημο εύρος στη μελέτη της ελληνικής πεζογραφίας που επιχειρεί. Ως κριτικός , με συνεχή, αδιάλειπτη, παρουσία τεσσάρων δεκαετιών, άρα και συστηματικής παρακολούθησης της αντίστοιχης, χρονικά, περιόδου ελληνικής πεζογραφίας, η Ελισάβετ Κοτζιά θέτει «το μέτρο και τα σταθμά», υποδηλώνοντας εμφανώς ότι σκοπεύει να μετρήσει και να αναμετρηθεί με το υλικό της. Προφανώς η μέτρηση αφορά την ερμηνευτική της κριτική προσέγγιση και η αναμέτρηση την αξιολογική, αν πάρουμε μάλιστα υπόψη ότι η ίδια η συγγραφέας παραδέχεται ότι γενικότερα ο/η κριτικός όταν αξιολογεί δεν μπορεί να μείνει εντελώς ανεπηρέαστος/η από την υποκειμενικότητά του/της. Αρκούντως γενναία παραδοχή που δεν συναντάται συχνά στον εγχώριο κριτικό λόγο.

Ωστόσο πριν η Κοτζιά προχωρήσει, αφενός στην ερμηνευτική κριτική της προσέγγιση και αφετέρου στην αξιολογική, στα αντίστοιχα δηλαδή κεφάλαια του βιβλίου της, παρέχει στον απαιτητικό/η αναγνώστη/στρια τα κλειδιά για να κατανοήσει το πώς οδηγήθηκε στις συγκεκριμένες προσεγγίσεις/επιλογές της. Ως βασικό κλειδί της μελέτης της Ε. Κοτζιά, θεωρώ, την θέση της ότι «οι λογοτεχνίες δεν γράφονται εν κενώ, αλλά προσδιορίζονται από εθνικές, κοινωνικές, πολιτικές, συντεταγμένες», με την αμέσως μετά επισήμανση ότι « ο προσδιορισμός αυτός δεν είναι, ωστόσο, σύμμετρος, αντανακλαστικός, αυτόματος» καθώς και ότι «η πραγματικότητα δεν αποτυπώνεται στα κείμενα ευθέως, αλλά διαθλάται πλαγίως, καθώς διαμεσολαβείται από τη γλώσσα, την αναπαραστατική φαντασία, τις ερμηνευτικές προθέσεις των αναρίθμητων ατομικών και θεσμικών υποκειμένων». Η κυρίαρχη αυτή θέση/στάση της Κοτζιά απέναντι στο ευρύ πεδίο το οποίο καλείται να μελετήσει, είχε ήδη υιοθετηθεί από την προηγούμενη μελέτη της «Ιδέες και αισθητική -Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974», και στο παρόν βιβλίο της κατατίθεται απαιτητικότερη, ωριμότερη και ολοκληρωμένη.

Μετά από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αναφορά σε ζητήματα θεωρίας της λογοτεχνίας , όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά τον 20ό αιώνα, κονταροχτυπήθηκαν μεταξύ τους, ή και αμφισβητήθηκαν – η συγγραφέας θέτει και ζητήματα σχετικά με το τι συνιστά η Παράδοση και τι ο Κανόνας και πώς μεταφράζονται στα αντίστοιχα λογοτεχνικά τους συμφραζόμενα. Η γρήγορη περιδιάβαση της στους παλαιότερους πεζογράφους, από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τους πρώτους μεταπολεμικούς του 20ού, τους ενταγμένους ως επί το πλείστον, στους χώρους της «πολυδιάστατης» όπως η συγγραφέας την χαρακτηρίζει, « παράδοσης, της κοινωνικής, είτε με τη μορφή του ρεαλισμού, είτε με τη μορφή του νατουραλισμού, είτε, μεταπολεμικώς, με την ανάμειξη ρεαλισμού και καλλιτεχνικού μοντερνισμού», οδηγεί την Ε. Κοτζιά στο υπό μελέτη αντικείμενο της που είναι η ελληνική πεζογραφία μετά το 1974. Το οποίο ανοίγει με μια κομβική παρατήρηση: «Σε πλήρη συντονισμό προς την δυτικοευρωπαική και αγγλοσαξωνική μυθιστοριογραφία των τελευταίων δεκαετιών του 20ού και της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα», επισημαίνει η συγγραφέας, «το ελληνικό μυθιστόρημα κινήθηκε προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Αν και τα περισσότερα έργα υποβάθμισαν τη σημασία του ρεαλισμού με τα κλασσικά γνωρίσματά του, δεν υποβάθμισαν ωστόσο την αναπλαστική πεζογραφική λειτουργία, μετατρέποντας την μυθιστοριογραφία σε καθρέφτη και χάρτη του Borges». Kι αυτός ο χάρτης της μεταπολιτευτικής μυθιστοριογραφίας ακολουθεί στο βιβλίο της Κοτζιά τις πολλαπλές του διαδρομές, με τη μορφή υποκεφαλαίων με τους αντίστοιχους υπότιτλους, όπως: Δημόσιες παθογένειες, Η Αριστερά, Οι «λαικές δημοκρατίες», Ελληνικότητα και Ευρώπη, Οικογενειακές σχέσεις, Γυναικεία χειραφέτηση, Ιδιωτικός βίος και άλλα. Και παρακάτω, όσο οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις προχωρούν ολοένα ειδικότερα και βαθύτερα στο υπό μελέτη υλικό, συναντούμε το, αρκετών σελίδων, κεφάλαιο «Η παρωδιακή μυθοπλασία», στο οποίο η συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα συντάσσοντας τα πεζογραφικά κείμενα με παρωδιακό χαρακτήρα απολύτως με τα νέα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεδομένα που εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1970, για να κορυφωθούν στις δύο επόμενες δεκαετίες, των αλυσιδωτών αλλαγών και ανατροπών, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Στο ίδιο πάντα ερμηνευτικό πλαίσιο, ακολουθεί η ιστορική μυθοπλασία με τις διάφορες εκφάνσεις της, η αστυνομική μυθοπλασία, η οποία κατά την υπό μελέτη περίοδο των τεσσάρων περίπου δεκαετιών διαγράφει μια εντυπωσιακά ανοδική πορεία, το φανταστικό μυθιστόρημα , καθώς και η ρεαλιστικών στοχεύσεων όψιμη μεταπολιτευτική μυθοπλασία. Η συγγραφέας διακρίνει τους συγγραφείς της περιόδου την οποία εξετάζει σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνους της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου [1974-1990» και σ’ εκείνους της όψιμης μεταπολιτευτικής περιόδου [1990-2010], αναδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά τους πάντα ενταγμένα στις αντίστοιχες κοινωνικές, πολιτισμικές, συντεταγμένες της κάθε περιόδου, επισημαίνοντας ταυτόχρονα και τις σταδιακές αλλαγές τους κατά τη διάρκεια των τεσσάρων περίπου δεκαετιών.

Ενδιαφέρον είναι το πώς η συγγραφέας στέκεται στο φαινόμενο του ευπώλητου μυθιστορήματος που κάνει την εμφάνιση του από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1980 για να καθιερωθεί πλέον ως τέτοιο την επόμενη δεκαετία, εκείνη της ευμάρειας και της εύκολης κοινωνικό-οικονομικής ανόδου. Εδώ, η Ε. Κοτζιά υπενθυμίζει την αρνητική στάση των κριτικών απέναντι στα ευπώλητα των δεκαετιών 1980 και 1990 –«επιθετικά αρνητική και πικρόχολα ειρωνική» την χαρακτηρίζει– για να προχωρήσει στη συνέχεια επισημαίνοντας την διαδικασία νομιμοποίησης αυτού του είδους των μυθιστορημάτων, η οποία πραγματοποιείται σταδιακά και στο πεδίο της κριτικής. Γράφει συγκεκριμένα ανάμεσα στα άλλα: «Μέσα από μια διπλή ενέργεια νομιμοποίησης πραγματοποιήθηκε δηλαδή μια βαθύτερη αλλαγή όσον αφορά την κυρίαρχη αίσθηση για τι είναι, πώς διαβάζεται και ποιο ρόλο παίζει η λογοτεχνία. Καταρχάς, μέσω μιας κίνησης συμφιλίωσης ανάμεσα στους όρους του ευπώλητου και της λογοτεχνικότητας, που δεν γίνονταν πια αντιληπτοί ως συγκρουόμενοι ή ασύμπτωτοι. Και, παράλληλα, μέσω μιας διεύρυνσης [ή αλλιώς, χαλάρωσης] της έννοιας της λογοτεχνικότητας, έτσι ώστε να περιλάβει στους κόλπους της όχι μόνον τα κείμενα υψηλής δραματικής έντασης και μεγάλου τραγικού βάθους, αλλά και αναγνώσματα που προέκριναν την επιφανειακή πραγμάτευση, την προκλητική εκζήτηση, την ελαφρά διασκέδαση». Ουσιαστικά η συγγραφέας αναφέρεται σε μια πιο ανεκτική στάση της κριτικής απέναντι στα ευπώλητα η οποία προπαντός παρατηρείται στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και η ίδια συμπεριλαμβάνει ευπώλητα στο κεφάλαιο και της ερμηνευτικής και της αξιολογικής της προσέγγισης με τα ανάλογα σχόλια βεβαίως για το κάθε ένα από αυτά τα μυθιστορήματα.

Θα κλείσω την παρουσίαση της πολύπλευρης, εμβληματικής, αυτής μελέτης της Ελισάβετ Κοτζιά αναφερόμενη στο εξομολογητικό, θα το χαρακτήριζα, κείμενο της, το οποίο προηγείται, δίκην μικρής εισαγωγής, στο κεφάλαιο Η αξιολογική κριτική. Εδώ, η γνωστή κριτικός και μελετήτρια της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ανοίγει με παρρησία τα χαρτιά της, όσον αφορά την σχέση της με το λογοτεχνικό κείμενο, τη σχέση γενικότερα του/της, εν γένει, κριτικού με την λογοτεχνία, υποκλινόμενη, στην τελευταία. Σταχυολογώ κάποια αποσπάσματα: «Το λογοτεχνικό κείμενο συνεπαίρνει, δελεάζει. Σε τί συνίσταται η σαγήνη του;….». «Το λογοτεχνικό κείμενο διεκδικεί το προνόμιο της μοναδικότητας. Γιατί είναι πολύτιμο;…Πώς το επιτυγχάνει;….». «Το λογοτεχνικό κείμενο μετατρέπει τον αναγνώστη σε ποιητή, οραματιστή και στοχαστή. Ποιοι κώδικες επιφέρουν τέτοιας εμβέλειας αλλαγές στο καθημερινό βλέμμα; Τα αινίγματα τριβελίζουν το μυαλό του κριτικού, το ερεθίζουν, το κατακλύζουν….». «Η σύγκριση, η στάθμιση, η ζύγιση, η αντιπαραβολή, η διαβάθμιση και ο απολογισμός εμφιλοχωρούν στη διάρκεια της ανάγνωσης….». «Τη δύναμή του την αντλεί ο κριτικός από τα κείμενα: απ’ την εισβολή της χαράς, απ’ το φτερό της στιγμής κι απ’ το φέγγος της λάμψης». Και η Ε. Κοτζιά κλείνει το προσωπικό αυτό κείμενο της με την ομολογία: «Τα λογοτεχνικά κείμενα υπερασπίζονται καλύτερα απ’ τον καθένα τη λογοτεχνικότητα τους».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: