Η λοξή –ανατρεπτική;– ματιά του Γιάννη Βαρβέρη

Στο αυτοκίνητό του (1/10/03)
Στο αυτοκίνητό του (1/10/03) / φωτ. Γι­ά­ν­νης Πα­τί­λης

Πριν τριάντα τρία χρόνια, συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1986, στο περ. Τo τέταρτο, ανάμεσα στα άλλα, σημείωνα για την συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο θάνατος το στρώνει τα εξής: «Η ποίηση δεν φοβάται την ζωή. Γιατί λοιπόν να φοβηθεί τον θάνατο; Αυτήν την ερώτηση φαίνεται να απευθύνει στον αναγνώστη με την τελευταία του ποιητική κατάθεση ο Γιάννης Βαρβέρης. Κι αν ο αποδέκτης είναι γνώστης και της προηγούμενης πορείας του ποιητή, δεν θα πρέπει να εκπλαγεί, δεδομένου ότι ο Γ. Βαρβέρης έχει δείξει από πολύ νωρίς την τόλμη του να εντρυφεί σε κάθε άλλο παρά ειδυλλιακά τοπία, φωτίζοντας ακόμη και τις πλέον ζοφερές και σκοτεινές πλευρές τους με ένα φως βέβηλο και ανατρεπτικό….».
Σήμερα με αφορμή το αφιέρωμα του «Χάρτη», αναστοχαζόμενη τόσο την ποίηση του πρόωρα χαμένου ποιητή και σπάνιου φίλου, όσο και την ίδια την πολυσχιδή και πολυσύνθετη προσωπικότητα του, μπορώ να προσδώσω στην ποιητική –και όχι μόνον– ματιά του τα χαρακτηριστικά μιας λοξής, αιρετικής και ανατρεπτικής θέασης του κόσμου. Η οποία, στους σημερινούς καιρούς, κατά τους οποίους ιδεολογίες και ιδεολογήματα γνωρίζουν τόση ταπείνωση και απαξίωση, εμφανίζεται ακόμη πιο ανατρεπτική και θα τολμούσα να πω έως και ιδιαζόντως αναρχική. Διότι ο Βαρβέρης εμφανίζεται είρων και άπιστος απέναντι σε όλες τις βεβαιότητες της ζωής, δεν τροφοδοτείται από ψευδαισθήσεις, ούτε καλλιεργεί αυταπάτες. Είναι έτοιμος να συμμετάσχει ακόμα και στο πιο ακραίο παιχνίδι της ζωής που δεν είναι παρά ο θάνατος. Καλογυαλίζει τα ζάρια του και μας προκαλεί / προσκαλεί να συμμετέχουμε –αν αντέχουμε– στο παιχνίδι του. Ο Βαρβέρης διαρκώς μας υπονομεύει με ερωτήματα του τύπου: Και τι νομίζετε πως είναι η ζωή; Τι ο έρωτας; Τι η οικογένεια; Τι ο χρόνος; Τι το παρόν σας; Τι το παρελθόν σας; Πώς αναλογίζεστε την ευτυχία; Πώς την μοναξιά και την απελπισία; Πώς συνδιαλέγεστε με τον θάνατο;
Ιδού ένα αιρετικό ποίημα: «Τι σκέφτηκε ο Καρλ Μαρξ βγαίνοντας από αθηναϊκό κινηματογράφο»:

:Μην τους κουράζετε τους τυχερούς αφήστε  / το φρύδι τους να γίνεται ένα σύννεφο / να ταξιδεύουν στις πρωτεύουσες και στα καζίνο / κι εντός δευτερολέπτων στη ρουλέτα εκατομμύρια / ν’ αλλάζουν χέρια και διαμάντια να κυλούν / από τα χέρια τους στα ντεκολτέ των γυναικών / που αλλάζουνε και αλλάζουν τα φορέματα. / Σε πτήση Τόκιο-Μπουένος Άιρες για τρεις ώρες / τράνζιτ στη Ρώμη αφήστε να καλπάζουν / στον όμιλο ιππασίας και πάλι πτήση / ή χαλαρούς στην κουπαστή να βρέχονται / θηριώδη τραστ ελέγχοντας από ένα γιοτ / στις Καναρίους. /
Τους τυχερούς αφήστε να μας σκέπουν –  /στο σχόλασμα με τις ψιχάλες και ψιθυριστά:
Ελάτε / βάλτε τώρα το παλτό σας / κάνει ψύχρα.

Έχω, εκ των υστέρων πια, την αίσθηση ότι, γράφοντας ποιήματα σαν το παραπάνω, ο αγαπητότατος φίλος μας, είχε ένα σαρδόνιο μειδίαμα στα χείλη, καθώς, από νεαρότατη ακόμη ηλικία, είχε συνειδητοποιήσει τις ποικίλες ματαιότητες του κόσμου τούτου. Μήπως όμως αυτή ακριβώς η επίγνωση των ματαιοτήτων τον προκαλούσε; Διακινούσε την ποιητική του διάθεση; Έθετε τα θεμέλια για να δημιουργήσει το ποιητικό του σύμπαν; Δεν μπορούμε δυστυχώς να προσμένουμε σε μιαν απάντηση του. Μόνον να την υποθέσουμε καθώς διαβάζουμε και πάλι τα ποιήματα του. Ή αν κρυφοκοιτάξουμε πίσω από τους στίχους των αγαπημένων του παλιών γαλλικών τραγουδιών του Γάλλου τραγουδοποιού Léo Ferré, τους οποίους συνήθιζε να χρησιμοποιεί ως προμετωπίδες των ποιητικών του συλλογών, σαν ένα κλείσιμο του ματιού προς εμάς, τους/τις αναγνώστες/στριες του.

Le desespoire est une forme superiere de la critique.    [Léo Ferré]
Η απαισιοδοξία είναι μια ανώτερη μορφή της κριτικής.

Le vrai drame des solitaires c’est qu’ils s’ arrangent toujours pour ne pas etre seules.    [Léo Ferré]
Το αληθινό δράμα των μοναχικών είναι ότι βρίσκουν πάντα τον τρόπο να μην μένουν μόνοι.

Η απελπισία; Η μοναχικότητα (αδόκιμη λέξη προφανώς αλλά αρμόζουσα για την περίπτωση); Μια κατάσταση που έρχεται ως απόρροια της επίγνωσης της φθαρτότητας, του νομοτελειακού τέλους, του συνεχούς, με πείσμα, παιχνιδιού της ζωής με το θάνατο, που βέβαια κερδίζει ο δεύτερος. Η ζωή για τον Βαρβέρη είναι μια ρουλέτα. Είναι σίγουρος ότι θα χάσει την τελική παρτίδα αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μπαίνει θριαμβευτικά και με αφοπλιστική αθωότητα στο παιχνίδι, και το παίζει έως εσχάτων απολαμβάνοντας ταυτόχρονα με όλες τις αισθήσεις του, πνευματικές και σωματικές, την έξαψη της απελπισίας του τέλους που αυτό αναπόφευκτα οδηγεί.

Ιδού άλλο ένα ποίημα:

Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα / σαν άμαξα δαιμονισμένη. / Μαστίγωσε τους μαύρους σου αμαξά / ρίξε στην Πανεπιστημίου τ’ άλογα σου / με μια ελαφριά μου κλίση χαιρετώντας / τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων / καθώς μεθάω μέσα στη νύστα τόσων φώτων / που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων. / Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια / ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα / εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει / μια βουή που κάθεται στα κόκκαλα μου ομίχλη· / χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο / κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα. / Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου / με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει / να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι / κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα. / Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι εγώ αμαξά / εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει / τις πιθανές γωνίες των καθρεπτών σου / για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου / και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει / να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω / που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου / για να μου πουν / χωρίς να νιώσεις / Καληνύχτα. [Με το ταξί καλπάζοντας].

Κάτω από τις συνθήκες, λοιπόν, μιας συνεχούς και απρόβλεπτης ήττας, ο κόσμος του Βαρβέρη μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή από τη σύμπτωση και το τυχαίο. Ούτε ο έρωτας, ούτε η νοσταλγία μιας παιδικής ηλικίας που προιωνίζεται το μέλλον της και βιώνεται πλέον ως παρελθόν, δεν αποκλείονται από την λοξή, αιρετική ματιά του ποιητή, η οποία ποιητικά εκφράζεται με μαύρο χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμό και βεβαίως πλήρως αποδραματοποιημένη. Θα πρόσθετα και μια σοφία που συσσωρεύει σταδιακά μέσα του η αυτογνωσία και η βιωμένη επίγνωση της φθαρτότητας και της τελικής μοναξιάς του ανθρώπου. Στην συλλογή του μάλιστα Ο άνθρωπος μόνος επιχειρεί μια συνομιλία με τον Θεό αιρετική μεν, με βαθύ στοχασμό δε, που γεννά πλήθος ερωτηματικών στον αναγνώστη. Ωστόσο, όσο περνούν τα χρόνια και η απειλή ενός τέλους, λόγω και της βεβαρημένης υγείας του ποιητή, εμφανίζεται ολοένα και πιο πιθανή, η ανατρεπτική, αιρετική αυτή ματιά του αρχίζει να γλυκαίνει, να αποκτά την τραγικότητα μιας βαθιάς τρυφερότητας, που εντείνεται από την πραγματική και όχι φανταστική ή ποιητική αδεία, απώλεια ενός πολυαγαπημένου προσώπου. Αυτής που διαποτίζει την ύστατη ποιητική του συλλογή Βαθέος γήρατος που ο ποιητής γράφει μετά τον θάνατο της μητέρας του.

Ιδού ένα τελευταίο ποίημα:

Τι βολικό δωμάτιο! // Έχει στο κομοδίνο της /σε απόσταση χεριού / όλα της τα απαραίτητα: / φάρμακα / πορτατίφ / ραδιοφωνάκι. // Όπως κοιμάται / μού θυμίζουν κτερίσματα  [À la portée].

Κλείνω αυτό το ελάχιστο σημείωμα μπροστά στη σπουδαιότητα της ποίησης του Γιάννη Βαρβέρη, επανερχόμενη σ’ αυτό που είχα γράψει πριν τριάντα τρία χρόνια: Η ποίηση δεν φοβάται την ζωή γιατί λοιπόν να φοβηθεί τον θάνατο; Η απάντηση πιστεύω του Βαρβέρη είναι: Η ζωή είναι μια φάρσα, ένα παιχνίδι. Έχει άραγε ο άνθρωπος τις δυνατότητες να το παίζει; Ή μήπως μόνον η ποίηση μπορεί, αφού στέκεται πάνω από τα μεγέθη, ζωή-θάνατος, άρα είναι σε θέση να τα γελοιοποιήσει και τα δύο, λατρεύοντας τα ταυτόχρονα;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: