Ένα ρέκβιεμ για τον Νότο

Ένα ρέκβιεμ για τον Νότο

Ουίλιαμ Φώκνερ, «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!», εκδ. Gutenberg 2021

Σύμφωνα με την βιβλική ιστορία, ο ωραίος και με πλούσια μακριά μαλλιά, Αβεσσαλώμ, τριτότοκος γιος του βασιλιά Δαυίδ, όταν σκοτώνει τον αδελφό του Αμνών, για να αποφύγει την πατρική οργή, αυτοεξορίζεται για τρία χρόνια και όταν επιστρέφει εγείρει επανάσταση εναντίον του πατέρα του. Στη μάχη που επακολουθεί τα μακριά μαλλιά του πιάνονται από ένα δένδρο και κάποιος τον προλαβαίνει και τον σκοτώνει. Στην βιβλική ιστορία έχει περάσει η γεμάτη οδύνη φράση του Δαυίδ «Υιέ μου, υιέ μου, Αβεσσαλώμ». Ωστόσο τι σχέση μπορεί να έχει η εκδικητική και αιματηρή ιστορία αυτή της Βίβλου με τον εμφανώς αλληγορικό τίτλο του μυθιστορήματος Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! που παραπέμπει στην μυθική πλέον φράση του Δαυίδ όταν σκοτώνεται ο γιος του, πολύ περισσότερο το ίδιο το μυθιστόρημα του Φώκνερ; Και επί πλέον τι σχέση έχει το ίδιο μυθιστόρημα με μία άλλη μυθική και εμβληματική ιστορία, εκείνη του Κύκλου των Ατρειδών, και ακόμη πιο πέρα, με τα ομηρικά έπη; Μπορεί όλα αυτά τα ερωτήματα να φαντάζουν υπερβολικά στον σύγχρονο αναγνώστη, καθώς αναφέρονται σε ένα μυθιστόρημα που γράφεται από έναν Αμερικανό συγγραφέα και κυκλοφορεί το 1936, ωστόσο όχι μόνον δεν είναι, αλλά, αντίθετα, οι απαντήσεις τους βρίσκονται βαθιά χωνεμένες μέσα στις σελίδες του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Διότι καθώς η ανάγνωση του μυθιστορήματος προχωρεί και ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια κυριολεκτικά βυθίζονται στον διαρκή στροβιλισμό των σελίδων, γίνεται σταδιακά αντιληπτό το πόσο ο συγγραφέας τους πάτησε σεβαστικά τόσο στην βιβλική παράδοση όσο και στην αρχαιοελληνική για να αναδείξει την υπέρτατη τραγικότητα στην οποία οδηγεί η υπεροψία και η ύβρις των ανθρώπων.

Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να σταθούμε στο ότι ο Φώκνερ, ήταν γέννημα θρέμμα του αμερικάνικου Νότου, μια περιοχής, γνωστής και ως Dixie, με ισχυρή παράδοση ρατσισμού και φυλετικών διακρίσεων, βαθιάς θρησκοληψίας και πουριτανικού ηθικισμού. Γεννήθηκε [1897] στο Νιού Όλμπανι του Μισσισίπι, μιας Πολιτείας η οποία μαζί με άλλες 10 τον αριθμό, αποσχίσθηκε το 1860 από τις τότε Ηνωμένες Πολιτείες, εντάχθηκε στην Συνομοσπονδία των Νότιων Πολιτειών και πήρε ενεργό μέρος στον Αμερικανικό Εμφύλιο [1861-1865]. Μιας Πολιτείας, με γερά εδραιωμένη δουλοκτητική παράδοση, η οποία μεταφράζεται σε εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό μαύρων σκλάβων και εξίσου εντυπωσιακά μικρό αριθμό γαιοκτημόνων-ιδιοκτητών τους. Όπως συμβαίνει μάλιστα μετά από κάθε εμφύλια και αιματηρή σύγκρουση, το βαθύ τραύμα που δημιουργείται αντί να εξαλείφεται μέσα στο χρόνο, φαίνεται πώς αυγαταίνει, αποκτά ρίζες και κάποια στιγμή εμφανίζεται και πάλι, έστω και αν, στην προκειμένη περίπτωση, έχει περάσει πάνω από ενάμισι αιώνας. Σε ποια προγονικά άραγε σεντούκια του Νότου ήταν κρυμμένη η σημαία της Συνομοσπονδίας που ανέμιζαν μπροστά στο Καπιτώλιο οι νότιοι οπαδοί του Τραμπ;

Αν λοιπόν, το εμφύλιο τραύμα εξακολουθεί να σιγοβράζει στον αμερικάνικο Νότο, ενάμισι αιώνα μετά, πώς άραγε είχε κατακαθίσει μέσα στη συνείδηση του Φώκνερ, εβδομήντα χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ώστε να αποτελέσει, ένα από τα βασικά κίνητρα για να γράψει τρία σπουδαιότατα μυθιστορήματα του, το Βουή και μανία, το Σαρτόρις και το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, που θα του χαρίσουν και το Βραβείο Νομπέλ; Διαβάζοντας τα πολύ προσεκτικά -όσο το επιτρέπει η πυκνή, στριφογυριστή και στροβιλιστική γραφή του Φώκνερ-, μπορεί να διακρίνει κανείς, πίσω από τις γραμμές, ένα βαθύ πένθος για την άνοδο και πτώση του Νότου. Άνοδος και πτώση που χαρακτηρίζονται από μια υπεροψία, μια ύβρη που οδηγεί στην τιμωρητική κάθαρση. Βεβαίως τι καλύτερο μυθιστορηματικά από το να μετουσιώνονται όλα τα παραπάνω, να προσωποποιούνται σε μια οικογένεια νοτίων, μια οικογένεια που η ιστορία της, η αρχή και το τέλος της συμβαδίζουν με την μεγάλη ιστορία του Νότου. Αν λοιπόν στο «Βουή και μανία» γινόμαστε κοινωνοί της οικογενειακής ιστορίας των Κόμσον, στο «Σαρτόρις» παρακολουθούμε τα πολεμικά ανδραγαθήματα του ομώνυμου συνταγματάρχη στον εμφύλιο πόλεμο, από την πλευρά των Νοτίων βέβαια, στο «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!» βυθιζόμαστε κυριολεκτικά στην τραγικότητα και το έρεβος που σκεπάζει σταδιακά την οικογένεια Σάπτεν, έως τον πλήρη αφανισμό της. Ωστόσο ο Φώκνερ δεν ξεχνά ούτε σ’ αυτό το μυθιστόρημα την οικογένεια Κόμσον και αφήνει περιθώριο να εμφανιστούν ως αφηγητές πλέον, οι απόγονοί της. Όπως επίσης ως μια σκια πλέον περνά στο μυθιστόρημα και ο συνταγματάρχης Σαρτόρις.

Η ιστορία των Σάτπεν περιληπτικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Στις αρχές της δεκαετίας του 1830 ένας νέος άνδρας, αγνώστων στοιχείων και αμφιλεγόμενου παρελθόντος κάνει την εμφάνισή του στο χωριό Τζέφερσον, της κομητείας Γιοκναπατόφα και αφού αγοράσει από τους Τσίκασου, τους Ινδιάνους της περιοχής, με ελάχιστα χρήματα, πολλά στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, εξαφανίζεται, όπως ήρθε. Εμφανίζεται τρία χρόνια μετά μαζί με ένα τσούρμο μαύρους [«άγριους νέγρους» στο μυθιστόρημα] και έναν αρχιτέκτονα, για να αρχίσει, προς κατάπληξη των κατοίκων του χωριού, να κτίζει μια μεγαλοπρεπή έπαυλη, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια φυτεία. Αν και τα σχόλια για το ποιόν του ουρανοκατέβατου και αποφασισμένου να δημιουργήσει περιουσία, φήμη και εξουσία Τόμας Σάτπεν, δίνουν και παίρνουν στον συντηρητικό και θρησκόληπτο κόσμο του Τζέφερσον, αυτός προχωράει απτόητος. Η επόμενη κίνηση του είναι να παντρευτεί την εικοσάχρονη Έλεν Κόλντφιλντ, θυγατέρα ενός άκρως ηθικού και πουριτανού πάστορα των Μεθοδιστών. Από τον γάμο αυτό έρχονται δύο παιδιά, ο Χένρυ και η Τζούντιθ. Έτσι ο Σάτπεν μέσα σε λίγα χρόνια αποκτά μια ανεπίληπτη οικογένεια, μεγάλη περιουσία, εξουσία και φήμη και η πολυτελής έπαυλή του η οποία υπερέχει στην περιοχή, είναι πλέον γνωστή ως «Το κατοστάρι του Σάτπεν». Ωστόσο η καχυποψία για το ποιόν του, την καταγωγή του και τις επιλήψιμες μεθόδους που έχει ακολουθήσει για να αναδειχθεί και να επικρατήσει, ουδέποτε εξαφανίζεται από τον μικρόκοσμο του συντηρητικού Τζέφερσον. Κάποιοι μάλιστα τον παρομοιάζουν με Δαίμονα και περισσότερο από όλους η, κατά πολύ νεότερη της, αδελφή της Έλεν Κόλντφιλντ, Ρόζα Κόλντφιλντ που εξακολουθεί να ζει με τον πουριτανό και ηθικολόγο πατέρα της. Ώσπου το «χρυσαφένιο» αυτό οικοδόμημα αρχίζει να τρίζει όταν ξαφνικά, λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος, ο νεαρός Χένρυ Σάτπεν, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης [Πολιτεία Μισσισίπι] έρχεται στην περίφημη έπαυλη συνοδευόμενος από έναν, αρκετά μεγαλύτερο αλλά εξαιρετικά γοητευτικό συμφοιτητή του, τον Τσαρλς Μπον. Η εμφάνιση του Μπον, ο οποίος σκοπεύει να ζητήσει σε γάμο την αγαπημένη αδελφή του Χένρυ, πυροδοτεί μια σειρά αλυσιδωτών εκρηκτικών γεγονότων, καθώς καλά κρυμμένα μυστικά αποκαλύπτονται, με αποτέλεσμα ο Χένρυ να έρθει σε ρήξη με τον πατέρα του, να εγκαταλείψει την πατρική εστία, να αποποιηθεί την πατρική κληρονομιά και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, να σκοτώσει τον Μπον, λίγο πριν την τελετή του γάμου του με την Τζούντιθ. Το τέλος της οικογένειας Σάτπεν θα επισφραγιστεί πολλά χρόνια αργότερα, όταν η ηλικιωμένη μαύρη υπηρέτρια Κλάιτυ [υποκοριστικό του Κλημαιμνήστρα], νόθα κόρη του πατρός Σάτπεν, βάζει φωτιά και καίει την άλλοτε μεγαλεπήβολη έπαυλη.

ΠΟΙΟΣ ΛΕΕΙ ΤΙ ΚΑΙ ΠΩΣ

Ποιος όμως μιλάει για όλα αυτά; Ποιόν «ακούνε» οι αναγνώστες/στριες να αφηγείται τις σκοτεινές περιπέτειες και τα πάθη των Σάτπεν; Πώς αποκαλύπτονται σταδιακά τα αμαρτωλά μυστικά, μέσα από έναν δαιδαλώδη λόγο, εμπλουτισμένο με λεπτοδουλεμένες λεπτομέρειες ώστε να μην διαφεύγει η παραμικρή πτυχή γεγονότων, πράξεων, συναισθημάτων; Ποιος και πώς σκιαγραφεί τον αμερικάνικο Νότο και σχολιάζει τον διχαστικό και καταστροφικό γι’ αυτόν, εμφύλιο πόλεμο;

Όταν ο Φώκνερ εμφανίζεται στην λογοτεχνία και αρχίζει να δίνει τα μεγάλα του μυθιστορήματα, το ρεύμα του μοντερνισμού βρίσκεται στο απόγειο του και ο κορυφαίος εκπρόσωπος του, ο Ιρλανδός Τζέιμς Τζόις έχει ήδη καταθέσει τον εμβληματικό Οδυσσέα του. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αυτό το καθοριστικό για τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, λογοτεχνικό ρεύμα έχει αρχίσει ήδη να αποκτά τους εκπροσώπους του. Ο Φώκνερ θεωρείται, αν όχι ο σημαντικότερος, σίγουρα από τους σημαντικότερους. Όπως, λοιπόν, στο «Βουή και μανία», έτσι και στο Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! ο νότιος Αμερικανός συγγραφέας – δεν έφυγε ποτέ από την Πολιτεία του Μισσισίπι- υιοθετεί όλες τις αφηγηματικές συνθήκες του μοντερνισμού για να στήσει ένα πολυσέλιδο μεγαλοπρεπές μυθιστορηματικό σύμπαν. Το μυθιστορηματικό αυτό σύμπαν «χωράει» σε εννέα κεφάλαια και απλώνεται σε έναν χρόνο που διαρκεί επτά δεκαετίες, ο οποίος διαρκώς ανακυκλώνεται και στριφογυρίζει, εν είδει θραυσμάτων, σε όλα τα κεφάλαια. Πίσω από τις γραμμές του, αναδύεται τόσο η βιβλική παράδοση όσο και εκείνη της ομηρικής και αρχαιοελληνικής τραγικής γραμματείας. Η ύβρις και η τίσις. Όπως στα Ομηρικά έπη και στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, την ιστορία των αρχόντων και των βασιλιάδων, την αφηγούνται εξωτερικοί αφηγητές, έτσι και στο Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! ό,τι συμβαίνει στην οικογένεια Σάτπεν και στον ευρύτερο χώρο τους, την διηγούνται διαφορετικοί αφηγητές, οι οποίοι αλλάζουν σχεδόν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο ή και συναντιούνται για να εμπλουτίσουν την αφήγησή τους με άλλες αφηγήσεις που έχουν ακούσει. Ένα εύγλωτο παράδειγμα από το πρώτο κεφάλαιο, λίγο πριν ο νεαρός Κουέντιν Κόμσον, απόγονος των Κόμσον, αρχίσει να ακούει την αφήγησή της γηραιάς Ρόζας Κόλντφιλντ, είναι το εξής: «Και μετά η ακοή συμβιβάζεται, και τότε είναι σαν ν’ ακούει δύο διαφορετικούς Κουέντιν-τον Κουέντιν Κόμσον που προετοιμάζεται για το Χάρβαρντ εκεί στον Νότο, τον βαθύ Νότο, τον νεκρό από το 1865 με τα φλύαρα αγανακτισμένα έκπληκτα φαντάσματα που τον κατοικούν, κι ακούει, ακούει αναγκαστικά ένα από αυτά τα φαντάσματα, ένα που έχει αρνηθεί πιο πολύ από τα άλλα να κάτσει ήσυχο, να του μιλάει για τον παλιό πραγματικό καιρό και τον Κουέντιν Κόμσον που ακόμα είναι πολύ μικρός για να γίνει φάντασμα αλλά αναγκάζεται να γίνει γιατί έχει γεννηθεί κι έχει μεγαλώσει στα βάθη του Νότου όπως κι εκείνη- οι δύο αυτοί ξεχωριστοί Κουέντιν μιλάνε τώρα ο ένας στον άλλο κατά τις μεγάλες παύσεις των μη-ανθρώπων με τη μη-γλώσσα, και λένε κάτι τέτοια: … ». Οι αφηγήσεις των εκάστοτε αφηγητών/τριών εμπεριέχουν θραύσματα εσωτερικών μονολόγων ή επιστολών ή διαλόγων ή σχολίων ενώ έντονο είναι το στοιχείο της προφορικότητας τους έτσι ώστε η ιστορία των Σάτπεν να μοιάζει με ένα παραμύθι που ο κάθε αφηγητής ή αφηγήτρια [Ρόζα Κόλντφιλντ] το διηγείται από την προσωπική του/ της οπτική προσθέτοντας και κάποια νεότερα στοιχεία ή φωτίζοντας το και από άλλες πλευρές. Λόγου χάριν σχετικά με την καταγωγή και το νεανικό παρελθόν του Τόμας Σάτπεν, πριν να εμφανιστεί από το πουθενά στο Τζέφερσον, πληροφορούμαστε μόλις στο 8ο κεφάλαιο. Και καθώς έχουμε φτάσει στο 9ο και τελευταίο κεφάλαιο ο Φώκνερ επιχειρεί μια τούμπα επιστρέφοντας στο…πρώτο κεφάλαιο καθώς ο Κουέντιν Κόμσον αρχίζει να διηγείται στον Βόρειο συμφοιτητή του Σριβ πώς η Ρόζα Κόλντιφιλντ τον είχε καλέσει στην άλλοτε χλιδάτη έπαυλη για να του διηγηθεί την ιστορία των Σάτπεν. Όπως δηλαδή αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο.

Στην αμερικανική κριτικογραφία έχει καταχωρηθεί η άποψη ότι οι χαρακτήρες των τριών μυθιστορημάτων του Φώκνερ, Βουή και μανία, Σαρτόρις και Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ!, δεν είναι παρά χαρακτηριστικοί τύποι των ανθρώπων του Νότου. Θα μπορούσε όμως να είναι διαφορετικά όταν ο συγγραφέας τους δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Νότο; Όταν τα βιώματα του, οι παραδόσεις με τις οποίες είχε γαλουχηθεί ήταν αυτές του Νότου; Ωστόσο, σε αντίθεση με την Μάργκαρετ Μίτσελ στο Όσα παίρνει ο άνεμος, ο Φώκνερ δεν χαρίζεται στον Νότο, δεν ωραιοποιεί την αψάδα και την υπεροψία των ανθρώπων της, δεν κρύβει την απέχθεια τους απέναντι σε οποιονδήποτε μπορεί να είχε έστω και ελάχιστα γραμμάρια νέγρικου αίματος, όπως η μητέρα του Τσαρλς Μποντ και πρώτη σύζυγος του Τόμας Σάτπεν, την οποία εγκαταλείπει ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Δεν προτάσσει ηρωισμούς στις περιγραφές του από τον εμφύλιο αντίθετα δεν διστάζει να δείξει την καταστροφή, την εξαθλίωση, τον πόνο που προξένησε αυτός ο πόλεμος στους κατοίκους των νότιων πολιτειών. Όμως η πατρίδα είναι πατρίδα και ο Φώκνερ δεν το ξεχνάει. Μια αίσθηση πένθους αναδύεται τελικά από τις σελίδες του μεγάλου αυτού μυθιστορήματος. Ένα ρέκβιεμ για τον Νότο που θέλησε να σηκώσει υπεροπτικά το κεφάλι του και καταστράφηκε. Ένα Νότο που τελειώνει όταν η γηραιά μαύρη υπηρέτρια, νόθα κόρη του Σάτπεν, βάζει φωτιά και καίει το σύμβολο της αυτοδημιούργητης, με κάθε μέσον, αριστοκρατίας του Νότου, της υπεροψίας και της ύβρεως, το «Κατοστάρι του Σάτπεν».

Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! στο διάστημα 1936 (πρώτη έκδοση) έως το 2017 είχε κάνει 460 διαφορετικές εκδόσεις σε 24 γλώσσες. Επίσης καταγράφεται ανάμεσα στα 100 καλύτερα βιβλία στον κόσμο και βρίσκεται πρώτο στη λίστα με τα καλύτερα μυθιστορήματα του αμερικάνικου Νότου. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1980 και επανακυκλοφόρησε το 1997 σε μετάφραση Έλλης Μαρμαρά. Την μετάφραση της τρίτης έκδοσής του από τις εκδόσεις Gutenberg [σειρά ORBIS LITERAE] υπογράφει η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, η οποία αξίζει ένα μεγάλο έπαινο διότι αναμετρήθηκε επάξια με αυτό το κορυφαίο μυθιστόρημα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: