Είδος μεικτό, νόμιμο και σαγηνευτικό

Είδος μεικτό, νόμιμο και σαγηνευτικό

Έλενα Χουζούρη, «Ψυχή ντυμένη αέρα. Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου. Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης», Επίκεντρο 2025



«Μα τώρα πάλι ρωτιέμαι: Ποιος θα μάθει τη ζωή της, ποιος θα διαβάσει τα έργα της, ποιος θα γνωρίσει την ψυχή της και δεν θα την αγαπήσει σαν κι εμάς;» Μ’ αυτή τη ρητορική ερώτηση του Γρηγόριου Ξενόπουλου ο οποίος προλόγισε τον τόμο όπου περιλήφθηκαν όλα τα έργα της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, ένα χρόνο μετά την πρόωρη εκδημία της, το 1936, ξεκινά τον πρόλογό της η Έλενα Χουζούρη επισημαίνοντας την άδοξη διαδρομή της αδικοχαμένης μούσας και πρώτης συντρόφου του Γενάρχη της Σχολής Θεσσαλονίκης Γ.Θ. Βαφόπουλου στο πρόσφατο βιβλίο της Ψυχή ντυμένη αέρα. Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου. Η μούσα της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης. Με την επιλογή του θέματος και κυρίως με τον τρόπο διαχείρισής του η συγγραφέας συγκατανεύει παραμυθητικά με τον λόγο του γοητευμένου από τη νεαρή ποιήτρια ζακυνθινού λογίου. Γιατί η Χουζούρη κατορθώνει μέσα σε ένα βιβλίο πολύ καλής οικονομίας να συνθέσει μια εργοβιογραφία της ποιήτριας ενταγμένη στο μεγάλο κάδρο της συλλογικής πνευματικής και κοινωνικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης των αρχών του 20ού αιώνα έως το 1935, τη χρονιά που η Ανθούλα εγκαταλείπει τα εγκόσμια.
Όποιος θελήσει να εντοπίσει το ειδολογικό πρόσημο του βιβλίου θα έρθει αντιμέτωπος με ερωτήματα ή και αντιφάσεις που δεν επιδέχονται απάντηση. Διότι η Έλενα Χουζούρη εργάστηκε με επιστημονική συνείδηση, διερευνώντας τη βιβλιογραφία και συνομιλώντας μαζί της, αλλά χωρίς τη συνήθη αποστασιοποίηση και την ουδετερότητα που προϋποθέτει μια φιλολογική μελέτη, δραματοποιώντας συγχρόνως το αντικείμενο της μελέτης της. Έτσι, αντλεί από ποικίλες πηγές, αλλά συχνά, όταν τα τεκμήρια λείπουν, τολμά να προβαίνει σε εικασίες και να θέτει ερωτήματα τα οποία δημιουργούν την κατάλληλη θερμοκρασία, συμβατή με το θέμα που κάθε φορά πραγματεύεται. Ο τρόπος με την οποίο αφήνει τον αναγνώστη να μαντέψει τη συγκίνηση πίσω από τη στοχαστική της ματιά ή τον κάνει κοινωνό των εκτιμήσεών της, καθώς και ο εύχυμος, προσωπικός της λόγος παραπέμπουν σε λειτουργίες του δοκιμίου, το οποίο όμως δεν χρειάζεται απαραίτητα τεκμηρίωση και χρήση βιβλιογραφίας. Από την άλλη μεριά, ο τρόπος με τον οποίο συνδέει την ατομική ιστορία της Ανθούλας με τη συλλογική ιστορία της Θεσσαλονίκης, ακολουθώντας την πιστά στα διάφορα τοπόσημά της, μαρτυρεί ερευνητικό μόχθο και μια διόλου αυτονόητη συνθετική ικανότητα έτσι ώστε χωρίς να χάνει από τον φακό της το κυρίως θέμα, να το εντάσσει κάθε φορά στο σωστό πλαίσιο. Μας δίνει έτσι ένα σύνθετο, υβριδικό βιβλίο για την σπαρακτική ιστορία μιας πολλά υποσχόμενης συγγραφέως που έμεινε στην ιστορία διαμεσολαβημένη από την αρσενική κυρίως οπτική, του Γ.Θ. Βαφόπουλου και του Γρηγορίου Ξενόπουλου και όχι χάρη στο διόλου ευκαταφρόνητο, ποσοτικά και ποιοτικά ποιητικό, πεζογραφικό και θεατρικό της έργο, ιδίως αν κανείς αναλογιστεί ότι το νήμα της ζωής της κόπηκε στα 27 της χρόνια. Ασφαλώς δεν πρόκειται για μυθιστορηματική βιογραφία της ποιήτριας, παρά το γεγονός ότι η σύντομη ζωή της έχει σφραγιστεί από την άλω της ποιητικής συλλογής Προσφορά του Γ.Θ. Βαφόπουλου με το εμβληματικό «Καλεντάρι», ένα από τα πιο σπαρακτικά θρηνητικά φανερώματα της νεοελληνικής ποίησης και από τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ανθούλας στον Α’ τόμο των Σελίδων Αυτοβιογραφίας, που επιγράφεται Το πάθος.

Η Χουζούρη επιλέγει καίρια στοιχεία από το έργο του Βαφόπουλου τα οποία εντάσσει στον δικό της λόγο και αξιοποιεί προς την κατεύθυνση του δικού της στόχου ο οποίος δεν υποτιμά τη μυθιστορηματική σχέση των δύο νέων έτσι όπως αποτυπώνεται στις Σελίδες αυτοβιογραφίας. Συχνά μέσα από τη χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου μεταφέρει αυτούσια τη θερμοκρασία του κειμένου του Βαφόπουλου μέσα από μια ηθελημένη μείξη φωνών. Παρόμοιο στόχο υπηρετεί και η διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου, καθώς η αφήγησή της καθυστερεί όταν πραγματεύεται ζητήματα που συμβάλλουν στη διαγραφή του ήθους των προσώπων, ενώ σημαντικά γεγονότα με αδιαμφισβήτητη δραστικότητα μπορεί να καταγράφονται με ελλειπτικό τρόπο ή γρήγορο ρυθμό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεθόδου αυτής είναι είναι η εκτενής και λεπτομερής αποτύπωση των πρώτων συναντήσεων της Ανθούλας Σταθοπούλου και του Γ.Θ. Βαφόπουλου. Η Χουζούρη αξιοποιεί την αφήγηση του Βαφόπουλου, αλλά συμπληρώνει τα κενά με τη δική της φαντασία, σχολιάζει συμπεριφορές, προβαίνει σε εικασίες για τα συναισθήματα, το ήθος, την εσωτερική ζωή των προσώπων. Ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της πρακτικής διαβάζουμε στις σελ. 19-20, στο κεφάλαιο «Ο Τολστόι και η σονάτα του Κρόυτσερ», από το οποίο παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα, που δείχνει πώς η συγγραφέας συμπληρώνει με τη φαντασία της το έλλειμμα των πληροφοριών και συγκροτεί μια ατμοσφαιρική αφήγηση ακολουθώντας σαν κάμερα τους πρωταγωνιστές της:

Μιλούν τώρα για κλασικούς συγγραφείς. Ρώσους συγκεκριμένα. Για τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι. Εκείνος προτιμά τον πρώτο, εκείνη τον δεύτερο. Βρίσκει τότε την ευκαιρία εκείνος να τη ρωτήσει αν έχει διαβάσει τη Σονάτα του Κρόιτσερ, του «αριστοκράτη προφήτη», όπως χαρακτηρίζει τον Τολστόι, και όταν εκείνη του απαντάει αρνητικά, τι κάνει ο ερωτοχτυπημένος ποιητής; Προθυμοποιείται να της τη δώσει. Πώς; Αφού δεν έχει το βιβλίο ούτε ο ίδιος; Παίρνει την επαύριο το τρένο για την Αθήνα ―ώρες 18 εκείνη την εποχή― για να επισκεφθεί, εικάζω το βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, και να αγοράσει το πολυπόθητο βιβλίο με την τολστοϊκή Σονάτα του Κρόιτσερ, να ξανακάνει το ίδιο πολύωρο ταξίδι, επιστροφής, ημέρες δύο συνολικά, μόνο και μόνο για να της το προσφέρει! […] Μπορεί, λοιπόν, κανείς να τον φανταστεί έναν αιώνα μετά, να την περιμένει κοντά στο σπίτι της, στην οδό Καμβουνίων, να την πλησιάζει με εκείνη την αυτοσυγκράτηση και την ευγένεια που πάντα τον χαρακτήριζαν, κρατώντας το καπέλο του στο ένα χέρι και στο άλλο το δεματάκι με το βιβλίο και το πορτραίτο, δώρα πολύτιμα για τη νεαρή αγαπημένη του, να την καλησπερίζει και να της τα προσφέρει. Πώς αντέδρασε εκείνη δεν μα το αποκαλύπτει ο ερωτευμένος ποιητής, μπορούμε, ωστόσο, να το φανταστούμε, αφού τα προσφερόμενα δώρα γίνονται αφορμή για να ξεκινήσει άλλη μία «τραγουδιστή» όπως την ονομάζει, συνομιλία μεταξύ τους.

Στο πρώτο από τα τρία μέρη του βιβλίου της, που αφορά τη ζωή της Ανθούλας, η συγγραφέας άλλοτε παρακολουθεί την πρωταγωνίστριά της και τα πρόσωπα που σχετίζονται μαζί της, δραματοποιώντας τα και άλλοτε αποστασιοποιείται και ασκεί κριτική, όπως π.χ. στην πρόσληψη της ποιήτριας και της ενασχόλησής της με το θέατρο από τον Γ.Θ. Βαφόπουλο. Η συγγραφέας στιγματίζει τη συντηρητική του στάση και τα κοινωνικά στερεότυπα περί ηθικής, που τον απομακρύνουν από την αγαπημένη τους, όταν εκείνη επιλέγει να ασχοληθεί με το θέατρο. Παράλληλα, όμως, με το δεύτερο μέρος του βιβλίου της, ο φακός της έρευνας εστιάζει στο έργο της Ανθούλας, αποκαθιστώντας μια προφανή έλλειψη. Η Χουζούρη μελετά συστηματικά το έργο της ποιήτριας, συμπληρώνοντας την στρεβλή εικόνα, καθώς η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, ως συγγραφέας ήταν άγνωστη, και έως πρόσφατα ζούσε υποφωτισμένη, στη σκιά της μούσας του Βαφόπουλου για τον οποίο υπήρξε ένα επώδυνο και δημιουργικό τραύμα που κουβαλούσε έως το τέλος της ζωής του.

Είναι φανερό ότι η Χουζούρη ενδίδει στη γοητεία της προσωπικότητας της Ανθούλας η οποία υπήρξε μια αντισυμβατική πνευματική παρουσία από πολύ νωρίς, μια σουφραζέτα του Μεσοπολέμου, που στάθηκε με γενναιότητα απέναντι στο μόνιμο πένθος που η απώλεια των αγαπημένων της προσώπων της προκάλεσε και με παρρησία στο λογοτεχνικό περιβάλλον των Μακεδονικών Ημερών, αλλά και στο αθηναϊκό λόγιο περιβάλλον στα σύντομα ταξίδια της στην Αθήνα. Είναι προφανές πως υπήρξε μια έφηβη με πνευματικές ανησυχίες, ασυνήθιστα εκλεπτυσμένα λογοτεχνικά γούστα, μια γυναίκα που αντιμετώπισε με τόλμη την πατριαρχική κοινωνία της εποχής της και ένα ταλέντο που ευτύχησε να το δει να αναγνωρίζεται από σημαντικούς κριτικούς και λογοτέχνες, αλλά όχι και να μεσουρανεί λόγω του άδικου θανάτου της στα 27 της χρόνια. Η Χουζούρη παρακολουθεί τη συμπεριφορά της Ανθούλας και την τύχη του έργου της, την ανέλιξή της, την πρόσληψη του έργου της από την κριτική και από το λογοτεχνικό κοινό της εποχής. Παράλληλα, εξετάζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την καλλιτεχνική και λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης αξιοποιώντας τον Τύπο της εποχής και τη σχετική βιβλιογραφία. Καταφέρνει έτσι όχι μόνο να ζωντανέψει την Ανθούλα ως πρωταγωνίστρια ενός δράματος, αλλά και να την αποκαταστήσει ως λογοτεχνική οντότητα, ως δημόσιο πρόσωπο με πλούσια διαδρομή, παρά το νεαρό της ηλικίας της, στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η συγγραφέας μελετά το έργο της με εκ του σύνεγγυς ανάγνωση προσπαθώντας να εντοπίσει την ιδιοπροσωπία της σε σχέση με τη γενιά των νεοσυμβολιστών, όπου ανήκει. Δεν είναι λίγες οι φορές που προβαίνει σε παρατηρήσεις οι οποίες συνιστούν υποθέσεις εργασίας, όπως, για παράδειγμα, το θέμα του ρυθμού του ποιητικού της λόγου ή την τόλμη που διαφαίνεται στη σύλληψη των θεμάτων της πεζογραφίας της ή των θεατρικών της έργων (π.χ. στο εκκεντρικό θεματικά διήγημα «Το φιλί του καμπούρη»).

Είδος μεικτό αλλά νόμιμο, το βιβλίο που μας χάρισε η Έλενα Χουζούρη, συνιστά ένα βιβλίο που συμπληρώνει ένα κενό της βιβλιογραφίας για τη νεοελληνική λογοτεχνία, το οποίο, παράλληλα, απηχεί τις αρετές του συγγραφικού της ύφους. Ένα βιβλίο που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και συγχρόνως, χωρίς να υπονομεύει τη θρυλική υπόσταση της Ανθούλας, αποκαθιστά την αφανή και αδίκως παραγνωρισμένη σημαίνουσα ποιήτρια του Μεσοπολέμου, τουλάχιστον εφάμιλλη (ή μήπως πιο ενδιαφέρουσα;) της Πολυδούρη που είχε καλύτερη μεταθανάτια τύχη.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: