
Όχι ο λόγος.
Το σώμα ήταν πρώτο.
Ούτε καν το φως.
Στην αρχή ήταν το τέρας. «Δε θέλω καν να φανταστώ// το πλήρες εκείνο ον.// Αρνούμαι να σκεφτώ αυτή τη φρίκη» [61], γράφει η Γιάννα Μπούκοβα στη νέα της ποιητική συλλογή, Μαύρο Χαϊκού. Κι έγινε ξαφνικά το μπαμ και ξεπήδησε το σώμα. Όχι ακριβώς με έκρηξη· μάλλον με το ανεπαίσθητο θρόισμα ενός κυπαρισσιού. Από εκείνη τη στιγμή το σώμα ταξιδεύει, «μια στρουθοκάμηλος με αναλυτικές ικανότητες» [60]. Η ιστορία αυτή είναι γραμμένη πάνω σε αρχαίο, μαύρο πάπυρο με μαύρα γράμματα. Μνήμη που δε διαβάζεται, που όμως ιχνηλατείται από την πίεση που άφησε η γραφίδα στο χαρτί. Κοιτώντας πίσω, τελικά, στην αρχή ήταν το τραύμα της ύπαρξης δίχως συναίνεση. Και κοιτώντας πάλι πίσω, ίσα για να σιγουρευτείς, «το σώμα κατανοεί// με τους ρυθμούς που μεγαλώνει ένα δέντρο» [59]. Ή διαδίδεται το θρόισμά του.
Α. Η Θ Ε Μ Α Τ Ι Κ Η
Η συλλογή αποτελείται από τρία μέρη διαφορετικής έκτασης. Πρωταγωνιστής, από την αρχή μέχρι το τέλος, παραμένει το σώμα. Λίγο πριν το τέλος, η Μπούκοβα γράφει: «Από την άποψη της τοπολογίας,// το ανθρώπινο σώμα είναι σωλήνας» [62]. Γιατί, όμως, τόσες σελίδες μέχρι να φτάσουμε στο ιδιότυπο αλλά και κοινότυπο αυτό συμπέρασμα; Ίσως λίγο να μας σώζει το ότι στην πορεία καταλαβαίνουμε ότι «από την άποψη της φυσικής,// δεν είμαι ρολόι, είμαι σμήνος» [59]. Ίσως και γιατί δεν έχουμε και από κάπου αλλού να κρατηθούμε: «μήπως αυτές είναι οι στιγμές// που η ψυχή παρακάμπτεται// και το ίδιο το σώμα έχει ανάγκη από Θεό» [11]; Βιάστηκα και είναι αρχή ακόμα.
Μέρος Πρώτο: Το σώμα ως τεκμήριο.
Στο πρώτο μέρος, με υπότιτλο τον ομώνυμο τίτλο της συλλογής, το σώμα λειτουργεί ως τραυματικό τεκμήριο ύπαρξης. Παραμένει και παρατηρεί τον εαυτό του μέσα σε πλαίσια ιστορικά, επιστημονικά, υπαρξιακά˙ μα πάντα με διάθεση ενδοσκόπησης. Ο κόσμος που ζει το σώμα είναι από αδιάφορος μέχρι και αφιλόξενος. Κι όμως, το σώμα επιμένει. Αντιλαμβάνεται στοχαστικά τον φόβο, ιδίως στην απουσία του στον θάνατο: «Υπάρχει μια παγωμένη ησυχία//που κάνει τον φόβο ωραία ανάμνηση» [9]. Διαπιστώνει την αδυναμία του Εγώ να ορισθεί δίχως το ίδιο του το σώμα: «Το μεγαλύτερο μέρος μου// πάντως είναι μέσα μου// και ποτέ δεν θα μπορέσω να το αγγίξω» [13]. Αυτός ο στίχος με άγγιξε περίεργα. Μου θύμισε μια παιδική μου απορία, γιατί οι άνθρωποι πλάθουνε θεούς στο μέγεθος του ουρανού, κι όχι στο μέγεθος ενός κυττάρου, αυτού που ─παρά την ελαχιστότητά του─ μας καθορίζει δυσανάλογα.
Το σώμα συνεχίζει. Επιχειρεί μια κατανόηση της ίδιας της έννοιας του χώρου γύρω του: «Μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ον// που εκκρίνει ευκλείδεια γεωμετρία» [14]. Και, αντιστρόφως, επιχειρεί να συλλάβει την ύπαρξή του μέσα στον χώρο: «Είναι επικίνδυνο να έχεις τον εαυτό σου// μονίμως στο οπτικό σου πεδίο» [14].
Πριν και μετά την εφεύρεση του καθρέφτη.
Το σώμα κάποτε υποκύπτει και άλλοτε συνειδητοποιεί την τραγικότητα της μεταφυσικής και της διόρασης. Ταυτόχρονα βυθίζεται σε μια δαρβινική διαδικασία ανταγωνισμού των σκέψεων με τελικό νικητή την ύπαρξη του ίδιου του σώματος. Στοχάζεται εναλλακτικά ενδεχόμενα: άλλα σώματα, άλλες φυσικές συνθήκες, άλλες κοσμοθεωρίες. Αν είχαμε ουρές, λέει, θα άλλαζε η κοινωνική δομή και η αισθητική μας· αν είχαμε δυο ήλιους και άρα δύο σκιές, ίσως να μη μιλάγαμε πια για δίπολα αλλά για τρίγωνα στους τρόπους μας (κι όμως ―προσθέτω εγώ― ακόμη και με χίλιους ήλιους, η αντίθεση θα παραμένει μεταξύ φωτός και σκοταδιού). Το σώμα, τέλος, προσπαθεί να αποφύγει αυτό που το δυσκολεύει˙ σε ένα σημείο γράφει: «Τουλάχιστον οι αδερφοί Γκριμ πρόλαβαν να αλλάξουν// τις τερατώδεις μητέρες στα παραμύθια σε μητριές» [33]. Και σε ένα άλλο: «Πολλοί σκοτώθηκαν στον εμφύλιο, οι στρατιώτες// έβαζαν στοιχήματα, έβλεπαν μια έγκυο γυναίκα για// παράδειγμα ─// εκεί ήταν που έκλεισα τον ήχο» [35].
Μέρος Δεύτερο: Το σώμα ως γεγονός.
Αν στο πρώτο μέρος το σώμα ήταν παρόν και πάλευε να αυτό-ορισθεί και να κατανοήσει, στο δεύτερο ─με χαρακτηριστικό υπότιτλο «Έγγραμμα»─ το σώμα καταγράφεται στους καταλόγους της ύπαρξης. Εδώ, η εμπειρία του σώματος γίνεται ένα αποτύπωμα πάνω στο μαύρο χαρτί του νου ή ένα απολίθωμα για να παράξει ενέργεια στο βαθύ μέλλον μίας μνήμης. Ο άνθρωπος θυμάται με το σώμα του. Το “Εγγράμμα” είναι το ίχνος αυτής της μνήμης. Ο κόσμος καταγράφεται πάνω μας ─ κι εμείς επανεγγράφουμε την ύπαρξή μας σε έναν κόσμο φτιαγμένο από τραύμα, επιμονή και ειρωνεία. Οι αναφορές της Μπούκοβα στην παιδική λογοτεχνία, στη νευροεπιστήμη, στην πολιτική βία, ακόμα και στις μυρωδιές και τα εσώρουχα, όλα δείχνουν ότι το σώμα είναι ο τόπος όπου ο κόσμος αφήνει τα σημάδια του:
Είναι οι κύκλοι του νερού
που με κάνουν πέτρα» [43-44].

Ο Άγγλος βασιλιάς Αλφρέδος έβαζε συστηματικά τον κλήρο του να καταγράφει σε χρονικά τις γενναίες πράξεις του στρατού του ήδη από τον 9ο αιώνα. Είχε συνειδητοποιήσει τη σημασία της γραπτής καταγραφής που όχι μόνο διηγείται αλλά και ορίζει τελικά την ιστορία. Αν αναλογιστώ έναν μοναχό της εποχής εκείνης, αδυνατώ να πιστέψω ότι κατανοούσε τη σημασία αυτού που έκανε. Κι όμως σε αυτήν την κατανόηση κρύβεται η δύναμη της καταγραφής: «Το ζήτημα είναι // να μη σε απορροφήσει το φόντο» [52]. Το φόντο, δηλαδή η άμορφη αρχή, το ‘τίποτα’ πριν την εγγραφή. Έτσι το Έγγραμμα είναι μια πράξη αντίστασης στην εξαφάνιση. Μια πράξη εγκαθίδρυσης ταυτότητας: όποιος μένει απλώς σώμα χωρίς την εγγραφή, χωρίς αφήγηση, ίσως να κινδυνεύει να έχει υπάρξει μόνο ως ένα φόντο.
Μέρος Τρίτο: Το σώμα ως υπόλοιπο διαίρεσης.
Στο πρώτο μέρος είχαμε τη σάρκα να παλεύει με το Εγώ της. Στο δεύτερο τη μνήμη που αναδύεται και παραμένει ως μνήμη μέσα από τη σάρκα. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, με υπότιτλο «Don’t panic. It’s a thought experiment», η σάρκα φαίνεται να απουσιάζει. Και στη θέση της μπαίνει το σώμα ως μηχανή. Ας κάνουμε ένα από τα αγαπημένα ‘gedanken’ πειράματα των Γερμανών φυσικών του 20ού αιώνα, πειράματα που περιγράφουν οριακές υποθετικές καταστάσεις, μη εφικτές στην πράξη, που όμως δοκιμάζουν τα όρια του νοητού κόσμου και ίσως να δώσουν απαντήσεις και για πιο εφικτές, ρεαλιστικές καταστάσεις. Τι θα συνέβαινε, λοιπόν, αν βλέπαμε το ανθρώπινο σώμα αποκλειστικά ως μηχανή, ως ένα αυτόματο; Ας του αφαιρέσουμε όλα τα στοιχεία που μπορεί να θεωρούμε υπαρξιακά: την ιερότητα, τη μνήμη, το Έγγραμμα:
«Όλες οι μεταφορές του σώματος// ακολουθούν τις εξελίξεις της τεχνολογίας:
το μηχανοκίνητο των άκρων,// η υδραυλική καρδιά,
ο υπολογιστής εγκέφαλος,// το διαδίκτυο νευρώνων» [60].
Όχι και τόσο μακριά από την πραγματικότητα, για αρχή. Κι όμως κάτι έχει χαθεί, κάτι έχει μικρύνει από το σύνολο:
«Παρ’όλα αυτά κάτι συμβαίνει, λέω,// κάτι συμβαίνει,
κάτι συρρικνώνεται// και περισσεύει δέρμα» [60].
Όσο περισσότερο προσπαθούμε να δούμε το σώμα αποκλειστικά ως μηχανή, τόσο περισσότερο αναδύεται το υπόλειμμα: το δέρμα που περισσεύει. Με το πείραμα αυτό εκθέσαμε το σώμα στην αμηχανία του να εξηγηθεί, και αντέδρασε. Πέταξε δέρμα και μας έκανε να δείχνουμε όπως ο κλόουν πάνω σε ξυλοπόδαρα ή όπως το σκιάχτρο εκτεθειμένο σε εννιά μποφόρ. Και να δούμε κατάματα την αδυναμία μας να το ελέγξουμε ή να το καταλάβουμε πλήρως.
Και λοιπόν; Τι με όλα αυτά; Η συλλογή κλείνει με την παραβολή των Δύο Δασκάλων: ο άνθρωπος οφείλει να λιγοστεύει. Να λιγοστεύεις εδώ σημαίνει να αφήνεις περισσότερο χώρο στο ανεξήγητο, να αφήσεις περισσότερο χώρο ανάμεσα σε εσένα και στο δέρμα, μια ιδιότυπη ελευθερία. Κι έτσι το λιγότερο γίνεται εδώ παραδόξως περισσότερο, μια μορφή οικονομίας ενέργειας.
Ναι, πρωταγωνιστής, από την αρχή μέχρι το τέλος, παραμένει το σώμα. Και η ειρωνεία που το σκεπάζει: η λιγόστευση. Δεν λειτουργεί τόσο ως συμβουλή, αλλά ως καταγραφή ενός τρόπου επιβίωσης συμβατού με τη φθορά που δε γλιτώνεται. Κι έτσι όμως, η ποιήτρια παίρνει θέση: οι δύο δάσκαλοι στο τέλος δεν ανήκουν στον κόσμο των μηχανών˙μιλάνε με μύθο, συνομιλούν με το παράδοξο.
Β. Μ Ο Ρ Φ Η Κ Α Ι Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ε Σ
Κατακερματισμός της ταυτότητας μέσα από μια πολυγλωσσική γραφή:
Η συλλογή κινείται στο όριο μεταξύ ποίησης και δοκιμιακής πρόζας. Σε πολλά σημεία, η παραδοσιακή στιχουργική δίνει τη θέση της σε στοχαστικές φράσεις, δημοσιογραφικές νύξεις ή σχεδόν δοκιμιακές περιγραφές. Στο πρώτο μέρος, το κάθε ποίημα συνοδεύεται από φράσεις μικροεπιγραμματικής ποίησης, αριθμημένες σαν μαθηματικά λήματα ή σαν προτάσεις σε έργο του Wittgenstein. Ίσως και ως ένα ιδιότυπο είδος χαϊκού δίχως την αυστηρή δομή που ζητά το τελευταίο. Είναι αυτά τα μαύρα χαϊκού της ποιήτριας; Το παράδοξο με αυτήν τη συλλογή, λοιπόν, είναι ότι δεν ένιωσα ούτε στιγμή πως έπαψε να είναι ποίηση αυτό που διαβάζω.
Ο κατακερματισμός αυτός της γραφής αντανακλά τη θεματική της συλλογής. Το βιβλίο δεν χτίζεται γύρω από κορυφώσεις, δεν έχει αρχή-μέση-τέλος. Το νόημα διαχέεται και διασπάται. Υπάρχουν ρήγματα συνέχειας, ακριβώς γιατί το έργο μιλά για την ασυνέχεια της εμπειρίας. Ο κατακερματισμός δεν είναι μόνο γλωσσικός, αλλά και πολιτισμικός με αναφορές σε σαμανικές τελετουργίες, στην ποίηση της Dickinson, στις επιστήμες της κοσμολογίας και της βιολογίας, σε τεχνητή νοημοσύνη, με χρήση φράσεων στην αγγλική αλλά και σε τεχνολογική διάλεκτο, και τόσα άλλα. Αυτό είναι το πρώτο παράδοξο που καθιστά το Μαύρο Χαϊκού σπουδαίο: φαίνεται άμορφο, αλλά είναι απόλυτα δομημένο.
Η επικράτηση του σώματος, νίκη της καρτεσιανής ποίησης:
Η ποίηση του Μαύρου Χαϊκού
είναι ποίηση που δεν προσφέρει παρηγοριά, αλλά μια σπάνια μορφή διαύγειας. Είμαι χαρούμενος που η ποίηση πλέον ξεφεύγει από τα δεσμά της ψυχής και βλέπει κατάματα το τέρας του σώματος. Μετά τον Γ. Στίγκα (Sonderkommando, Άγρα 2023), η Γ. Μπούκοβα συνεχίζει την έρευνα του σώματος, ως μοναχικό στοιχείο της ζωής. Θέλω να ξεχωρίσω το ποίημα της σελίδας 23, με τίτλο Νοηματική γλώσσα:
«Στο κεφάλι ή στην καρδιά; ρώτησε ο πατέρας μου// όταν του είπα ότι η συμμαθήτριά μου αυτοκτόνησε.
Στην καρδιά. Αχ, οι γυναίκες νοιάζονται τόσο πολύ// για την εμφάνισή τους! Όμως ο Μαγιακόφσκι επίσης
έριξε στην καρδιά. Και ο Φον Κλάιστ στον λαιμό του
[...]
Εμένα, πάλι, μου αρέσει να φυσάω// δυνατά πάνω από τον δείκτη μου με μια καουμπόικη
χειρονομία, που θα ήταν πρακτικά αδύνατη. Πριν// από αυτό ―μπουμ― έχω ακουμπήσει τον δείκτη
στον κρόταφό μου. Πάντα στον κρόταφο.// Τι να σημαίνουν όλα αυτά;»
Η επιλογή να πάει το χέρι στον κρόταφο ―και όχι στην καρδιά― νοηματοδοτεί συνειδητά μια επιλογή για το που βρίσκεται το κέντρο μας. Η σφαίρα ετοιμάζεται απευθείας στον εγκέφαλο, στο σώμα, μακριά από κάθε προοπτική ψυχής. Η επιλογή να πάει το χέρι στον κρόταφο ―και όχι στην καρδιά― ρίχνει τελικά ένα λιθαράκι προς την καρτεσιανή ποίηση του μέλλοντος.
Γ. Ι Δ Ε Ε Σ, Ε Ι Κ Ο Ν Ε Σ, Κ Υ Ρ Ι Ω Σ Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Ε Σ Π Ο Υ Ξ Ε Χ ΩΡ Ι Σ Α
Η συντροφιά των άστρων:
Πολλές φορές η μοναξιά είναι δημιουργική, ακόμα και λυτρωτική. Άλλοτε πάλι γίνεται ανυπόφορη και σε συνθλίβει· είναι η μοναξιά της ανυπαρξίας και του θανάτου του άλλου. Εκεί ακριβώς που ανοίγει ένα κενό και δε ξέρεις πια πώς να καλύψεις. Η Μπούκοβα γράφει: «Ο Τζορντάνο Μπρούνο πίστευε ότι τα αστέρια// είναι μακρινοί κατοικημένοι κόσμοι.// Και σε κάθε ένα υπάρχει μία δίκη// και σε κάθε ένα υπάρχει μία πυρά,// και το λες αυτό να μην είσαι μόνος στο σύμπαν» [19]. Η καύση μιας μάγισσας, λοιπόν, σε ένα παράλληλο σύμπαν, είναι η δική σου συντροφιά τις νύχτες. Και μαζί, είναι έργα όπως αυτό, είναι οι ποιήτριες όπως η Γ. Μπούκοβα. Όμορφο να μην είσαι μόνος μες στην ποίηση του άλλου: «Μετά έρχεται πάλι εκείνη η σύντομη στιγμή// το βράδυ,// όταν τα χελιδόνια και οι νυχτερίδες// μοιράζονται τον ίδιο ουρανό» [51].
Ο έλεγχος του βλέμματος:
Βγάζοντας βόλτα έναν σκύλο, συνειδητοποιείς σιγά-σιγά την έλλειψη ελέγχου που έχεις πάνω του. Θα σταματήσει για να ξεκινήσει πάλι όποτε θέλει αυτός. Θα φάει τα λουλούδια μιας αυλής που μόλις προσπεράσατε. Θα μυρίσει χόρτα, σκουπίδια κι άλλους σκύλους. Θα γαβγίσει στους γείτονες και τους περαστικούς. Διαβάζοντας τον στίχο «το βλέμμα που το βγάζω βόλτα» [60], σε μια στιγμή το αντιλήφθηκα: το βλέμμα είναι κι αυτό ένα κατοικίδιο που βγάζουμε μια βόλτα. Ένα κατοικίδιο, που παρά το τράβηγμα του λουριού (δίχως καν λύπηση εδώ), διατηρούμε μικρό έλεγχο πάνω του.
Άνθρωπος και φύση:
Ένα παράπλευρο θέμα που αναδύεται σε διάσπαρτα σημεία της συλλογής είναι η αμφίδρομη επιρροή ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Η Μπούκοβα το αποτυπώνει όμορφα: «Θα χρειάζονταν εκατομμύρια έτη τεκτονικών κινήσεων// για να μετατεθεί η πέτρα που βάζω στην τσέπη μου» [57]. Ο άνθρωπος επιδρά με βίαιη ταχύτητα πάνω σε διαδικασίες που η φύση ρυθμίζει σε γεωλογικούς χρόνους. Χωρίς αυτόν, ο κόσμος θα είχε άλλους ρυθμούς, ίσως πιο αργούς, πιο οργανικούς ─ θα άκουγες τα δέντρα να δίνουν τον ρυθμό. Κι όμως, την ίδια στιγμή που ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη σπουδαιότητα ή και την ευθύνη αυτής της επίδρασης ─«είναι γενικώς μεγάλη η ευθύνη// να είσαι πεπρωμένο κάποιας ύλης» [57]─ η φύση τον επαναφέρει στην εργοστασιακή ρύθμιση του φόβου: «Μόνο πριν από μήνες μια φράση όπως// ‘ανταλλάσσουμε αποστειρωμένα δώρα’// θα θεωρούνταν πομπώδες σχήμα λόγου» [45]. Ένα σχήμα λόγου γίνεται κυριολεξία με την πρόσφατη δυστοπία μιας πανδημίας, και η φύση διαλύει την ψευδαίσθηση ελέγχου.
Η φυσική στην ποίηση: Κενό και διακυμάνσεις.
Η σύγχρονη φυσική, έτσι όπως θεμελιώθηκε και συνεχίζει να μετασχηματίζεται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με τις θεωρίες της κβαντομηχανικής, της κοσμολογίας και της σχετικότητας, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αχανή χώρο έμπνευσης για την ποίηση. Η φιλοσοφία, εξάλλου, διαλέγεται συχνά με φυσικές έννοιες που αναδύθηκαν μέσα από αυτές τις θεωρίες: το πρόβλημα της μέτρησης στην κβαντομηχανική, τη διαστολή του σύμπαντος, την αρχή της απροσδιοριστίας, την σκοτεινή ύλη και ενέργεια. Η στροφή που φαίνεται να γίνεται τον τελευταίο καιρό προς μία καρτεσιανή ποίηση του σώματος προδιαγράφει πως τέτοια παντρέματα φυσικής και ποίησης θα επεκταθούν στον μέλλον, όχι ως απλές αναφορές, αλλά με μία οργανική σχέση αλληλεπίδρασης. Στο Μαύρο Χαϊκού, η φυσική δεν λειτουργεί ως διακοσμητικό στοιχείο, αλλά ως εσωτερικός ρυθμιστής του νοήματος. Χαρακτηριστικοί είναι οι δύο επόμενοι στίχοι «Ας εμπιστευτούμε τη στατιστική// 90% του εαυτού μου είναι σκοτεινή ύλη» [15], και «δεν είναι λογικό; Όσο περισσότερο// απομακρύνονται τα πράγματα// τόσο πιο γρήγορα απομακρύνονται» [36]. Στίχοι που στοχεύουν απευθείας στο εννοιολογικό κέντρο της σύγχρονης φυσικής και καταδεικνύουν μία βαθύτερη κατανόηση δίχως περιττά στολίδια που θολώνουν την ιδέα.
Θέλω ιδιαίτερα να σταθώ στον επόμενο στίχο: «Το κενό είναι αυτό που μένει// αφού όλα όσα μπορούν να αφαιρεθούν// έχουν αφαιρεθεί» [20]. Κι αν αφαιρεθούν όλα, και η ελιά και το αμπέλι και το καράβι, δίχως ελπίδα επαναφοράς, τι απομένει εντέλει; Σε αυτό το κενό πρέπει να προστρέξει η νέα ποίηση που αναδύεται. Το κενό που δεν είναι ποτέ άδειο. Το κενό και οι διακυμάνσεις του: η πρώτη και η τελευταία μορφή παρουσίας.
Δ. Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο
Το Μαύρο Χαϊκού της Γιάννας Μπούκοβα είναι ένα πραγματικό μωσαϊκό: υπαρξιακό, ειρωνικό, αποδομητικό, γεμάτο πύρινες φράσεις που σου καρφώνονται στη μνήμη. Δεν το διάβασα απλώς. Το άφησα να εγγραφεί πάνω μου· μαύρο χαϊκού, σε φόντο μαύρο.