Πόλη που ράγισε

Εικονογράφηση από «Τα χαμένα παραμύθια» του Ρόχτεν.
Εικονογράφηση από «Τα χαμένα παραμύθια» του Ρόχτεν.

Παναγιώτης Νικολαΐδης, «Πόλη που ράγισε», εκδ. Σμίλη 2024

Bλ. και σχετικό κείμενο του Κώστα Γουλιάμου (Χάρτης#83)

___________

Τα παρακάτω συνιστούν τη συνέχεια όσων έγραψα για τον Ριμαχό, την προηγούμενη συλλογή του Παναγιώτη Νικολαΐδη («Κατάσταση εξαίρεσης», Αναγνώσεις, Αυγή της Κυριακής, 17/9/23). Εκεί, λοιπόν, προσπάθησα να δείξω ότι ένα εργαλείο το οποίο μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση της τέχνης του κύπριου ποιητή είναι το μοντέλο της κατάστασης εξαίρεσης του Giorgio Agamben. Γιατί διαπίστωσα πως για την ποίηση του Νικολαΐδη προϋποτίθεται μια κατάσταση εξαίρεσης, η οποία συμβολίζεται με την Πράσινη Γραμμή και τη Νεκρή Ζώνη που διαχωρίζουν την κατεχόμενη από την ελεύθερη Κύπρο. Έτσι, και στην Πόλη που ράγισε εντοπίζεται μια χρονική καθήλωση. Αυτή η συλλογή, δηλαδή, έλκει επίσης την καταγωγή της από μονίμως έκτακτες και παράδοξες συνθήκες, από έναν βρόχο της Ιστορίας, όπου η έναρξη της τουρκικής εισβολής τον Ιούλιο του 1974 επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

Εκτός, όμως, από το παραπάνω μοντέλο, νομίζω πως λειτουργική, για την εξέταση αυτής της ποίησης, μπορεί να αποδειχθεί η οπτική που αποκτούμε από τις μετανθρωπιστικές θεωρίες, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας ηπειρωτικής φιλοσοφίας. Θεωρίες των οποίων η γενεαλογία περιλαμβάνει τη θέση του Michel Foucault, στις Λέξεις και τα πράγματα, ότι ο άνθρωπος είναι μια πρόσφατη εφεύρεση που ίσως πλησιάζει στο τέλος της. Το ενδιαφέρον στον μετανθρωπισμό (posthumanism) έγκειται στο ότι αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως μια ενεργή οντότητα. Έτσι, θα έλεγα πως η κυπριακή διάλεκτος, στη συλλογή Πόλη που ράγισε, μπορεί να προσεγγισθεί ως μια μετανθρωπιστικού τύπου υποστασιοποίηση, μια μετανθρώπινη οντότητα. Γιατί έχει μια άλλοτε προφανή και άλλοτε λανθάνουσα δυναμική. Αποτελεί ένα σώμα το οποίο παρεισφρέει στη γλώσσα των ποιημάτων, την αποικίζει ή και την καταλύει, την απεδαφικοποιεί. Η Κυπριακή, σημείωνα και σχετικά με τον Ριμαχό, αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν κοινόλεκτο της Πράσινης Γραμμής και της Νεκρής Ζώνης. Ισοδυναμεί με μια ομιλία μέσα στο κενό, μια υπόσταση παγιδευμένη στον χρονικό βρόχο της διαρκούς επανάληψης της τουρκικής εισβολής. Συνιστά, συνεπώς, μια μετανθρώπινη οντότητα, την πλέον ικανή να υφίσταται μέσα σε μια κατάσταση εξαίρεσης.

Ήμουν εκεί και δεν ήμουν / στο τσιμεντένιο τέρμα της γραμμής / μετά την Πύλη Πάφου. / Στην άλλη όχθη / με αγριοκοιτάζει Τούρκος έποικος / σαν να ’μαι αδέσποτο σκυλί / που χέζει στην αυλή του. / Όμως / πατούσα χώμα μες στον τόπο μου / πατούσα μέτρο / μες στη γλώσσα μου / βαθύς / σαν ατσαλένιος δεκαπεντασύλλαβος / απ’ την «9η Ιουλίου». / Μιχαηλίδη μου, Λιπέρτη, Μόντη, / Μηχανικέ, Πασιαρδή, Θεοδόση, / Χαραλαμπίδη, Παστελλά, Βασιλείου, / Δώρο, Μολέσκη, Πολύβιε, / βηματοδότες του ρυθμού / η Λευκωσία μας / έγινεν δκυο κομμάθκια / κολλημένα σ’ ένα ποίημα. («Πατούσα μες στη γλώσσα μου»)

Στο τέλος του παρατιθέμενου ποιήματος αναφέρεται η διχοτόμηση της Λευκωσίας, της οποίας, εδώ, τα δύο μέρη επιχειρείται μάταια να ενωθούν. Αυτό επιχειρείται μέσα στη ζώνη εξαίρεσης, η οποία συνιστά τη συνθήκη γένεσης του ποιήματος. Έτσι, το κλείσιμο αποικίζεται από την κυπριακή διάλεκτο, την κατεξοχήν, όπως σημειώθηκε, οντότητα της ζώνης. Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου) είναι ο τίτλος του εκτενούς και γραμμένου στην κυπριακή διάλεκτο επικολυρικού ποιήματος του Βασίλη Μιχαηλίδη, για τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού από τους Τούρκους, αυτή την ημερομηνία.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης καταδύεται στο καθολικό: την Ιστορία της Κύπρου και το συνεχές της γλώσσας της. Η ραγισμένη στη μέση Λευκωσία γίνεται η κύριά του προσωποποίηση, αυτή μιας ωραίας γυναίκας και του παρέχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, μέσω του καθολικού, το προσωπικό στιγμιότυπο, ώστε να επεκτείνει τον λυρισμό του μέχρι τη δημόσια ελεγεία αλλά και να πριμοδοτεί την τελευταία, συσπειρώνοντας την έντασή της σε ένα μοναδικό γυναικείο πρόσωπο. Ένα αντικείμενο του έρωτα. Η εμπειρία της κατάστασης εξαίρεσης μετατρέπει την τέχνη του Νικολαΐδη σε μια «ποιητική του ενδιάμεσου»: Η γλώσσα, μέσα σε μια περιοχή αντινομιών, όπου συναντώνται ζεύγη όπως η απουσία και η παρουσία, η ζωή και ο θάνατος, ο τόπος και ο εκτοπισμός, αποτελεί τον ενδιάμεσο που μεσολαβεί ανάμεσα στα ασύμβατα μέλη των ζευγών. Πρόκειται για ποιητική για την οποία διακρίνονται, στην εποχή μας, σημαντικοί δημιουργοί. Φέρνω το παράδειγμα του πολυβραβευμένου ποιητή από τη Γάζα Mosab Abu Toha.
Στο κείμενό μου για τον Ριμαχό παρατηρούσα, ωστόσο, πως η κατάδυση στο καθολικό παρελθόν και παρόν αποβαίνει, ως έναν βαθμό, προσκομματική, εφόσον δεν συνοδεύεται από την αναμονή του νέου, μιας, δηλαδή, προσεχούς ποίησης. Και για την προετοιμασία του προσεχούς, νομίζω πως ο Παναγιώτης Νικολαΐδης πρέπει να αναγάγει την κυπριακή διάλεκτο, συνειδητά και ακόμη πιο συστηματικά, σε μετανθρωπιστικό παράγοντα της τέχνης του, ενισχύοντας περαιτέρω τους τροπισμούς της, προκειμένου να εκμεταλλευθεί, στο έπακρο, τη δυνατότητα της υποστασιοποίησής της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: