Στο κέντρο της ύπαρξης και της καθημερινής σήψης

Egon Schiele,  «Όρθια γυναίκα με μπλε ρούχο» (Από το εξώφυλλο του βιβλίου)
Egon Schiele, «Όρθια γυναίκα με μπλε ρούχο» (Από το εξώφυλλο του βιβλίου)

Ελένη Αθανασίου, «Στην έκτη ώρα της κοιλιάς μου», Ενύπνιο 2025




Η ποίηση που πιστεύω πως ταιριάζει με τον προφορικό κανόνα της εποχής και με την συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητά της, είναι αυτή που γράφεται με άμεσους κι ευθύβολους στίχους, που ξέρει τον στόχο και τον βρίσκει αφοπλιστικά απλά κι εντυπωσιακά, χωρίς φιοριτούρες, δύσκολες λέξεις ή άλλους περισπασμούς: μόνο με ειλικρίνεια, ζεστό αίμα και μνήμη. Είναι κατά την γνώμη μου ένας ευτυχής συγκερασμός όταν τα τρία αυτά στοιχεία συναντούν μια καλή και δουλεμένη γραφή, έναν πραγματικό εραστή της τέχνης, της ομορφιάς ακόμα κι αν εκείνη κρύβεται σε λευκά νοσοκομειακά φώτα. Ο καθένας από εμάς ψάχνει την ομορφιά εκεί όπου δημιουργείται ο εαυτός, στα βιώματα, στις περιπτύξεις και στις δύσκολες αναπνοές.
Με σταθερή πλέον παραγωγή, με επιμέλεια και διάθεση εξερεύνησης των ποιητικών δυνατοτήτων που διαθέτει κι εξελίσσει, η Ελένη Αθανασίου στην τρίτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Στην έκτη ώρα της κοιλιάς μου, ολοκληρώνει θα λέγαμε έναν πρώτο κύκλο στην τέχνη της γραφής κι ανοίγει έναν καινούριο. Με μια γοητευτική ευαισθησία στο προσωπικό στοιχείο, στον φιλοσοφικό προβληματισμό και στην ποιητική του υφή, με υποδόριο μαύρο χιούμορ και γερά σφυρηλατημένους στίχους, η Αθανασίου συνθέτει μια αφήγηση που στοχεύει στο κέντρο της ύπαρξης, της καθημερινής σήψης, του ερωτισμού που διαφεύγει, της πάντα παρούσας παιδικής ηλικίας, του εαυτού που χάνεται στην δαιδαλώδη ορμή του χρόνου.
Εξ αρχής μπαίνουμε σε ένα «αβαείο λουσμένοι στη φορμόλη», σε μια μη προσπελάσιμη αυλή όπου ο ήλιος είναι λευκός και δεν δύει ποτέ. Ο οικείος τόπος ενός γιατρού, η μάχη της ζωής κόντρα στον θάνατο, του σφυγμού κόντρα στο νυστέρι, γίνεται το θεμέλιο για την ποιητική συνθήκη που ακολουθεί. Δεν κάνω παιδιά/ υπάρχω έναν κήπο/ πειθαρχημένο, με αμυγδαλίτιδες (σ. 20), γράφει σε ένα από τους πιο καθοριστικούς στίχους της συλλογής, σχηματίζοντας τον τόπο της έκφρασης, τους καρπούς που θερίζει το μολύβι πάνω στο χαρτί. Και σε ένα τέτοιο τοπίο, το υπαρξιακό έχει πολύ πιο έντονη την γεύση της θνητότητας, της γης, της φθοράς, του αναπάντεχου και της ματαιότητας. Κάποιος είπε/ η γέννα είναι λαθρανασκαφή/ γι' αυτό το πρώτο χρώμα/ είναι χώμα (σ. 22).
Η ποίηση εκτός των άλλων λειτουργεί τις περισσότερες φορές ως μέσο επαναπροσδιορισμού και ανοικοδόμησης του παρελθόντος. Η ποιήτρια διαπραγματεύεται εκ νέου την ενηλικίωση, την έννοιά της, την πληγή μιας επαφής που χάνεται οριστικά και της αθωότητας που παλεύει να κρατηθεί, να μην κατρακυλήσει στην άβυσσο. Πρέπει να ξεπεράσω την εικόνα μου/ όπως ξεπέρασα το γάλα (σ. 31), γράφει στον πιο αγαπημένο μου στίχο, στις δύο πιο σκληρές αράδες του βιβλίου, που ταυτόχρονα λειτουργούν καθησυχαστικά, σαν μια πηγή επίγνωσης, συνειδητότητας, εγκαρτέρησης. Ολόκληρο το ποίημα φανερώνει την αλήθεια της ποιητικής υπόστασης μέσα από τον απόηχό του, την μητρική του αίσθηση, του οικείου και του γυμνού.
Η συλλογή της Αθανασίου είναι αφιερωμένη στις γυναίκες του επαγγέλματος που θέλουν να απολογηθούν χωρίς να ξέρουν για τι ακριβώς. Η ποιήτρια ξεχύνεται σε έναν ασταθή χορό, με παλμό όμως ζωντανό και δυνατό, προσπαθώντας να βρει τα βήματα που θα την οδηγήσουν στην επόμενη έξοδο. Γίνεται οι γυναίκες που σηκώνουν όλο το βάρος πάνω στους ώμους τους, οι γυναίκες που συμπονούν και φροντίζουν ακόμα κι όταν όλες οι ελπίδες είναι χαμένες, οι γυναίκες που είναι παρούσες προτού το ζητήσουν οι άλλοι. Ολόκληρη η συλλογή είναι οι γυναίκες που λένε: Όταν σου λέω έλα να με πάρεις από τη δουλειά/ αυτό που πραγματικά ζητάω/ είναι μαλλί της γριάς/ αντί για μαλλί ανκορά (σ. 13). Και επίσης: Να πάω εγώ ως εγώ/ νόμιμη/ ενήλικη/ γυναίκα/ που δεν πατάει πια τα πόδια της/ πάνω στα πόδια του μπαμπά για να χορέψει/ ούτε στα πεντάλ του οχήματός του/ ούτε στη μέση του σε μια προσπάθεια μασάζ/ ούτε στο στήθος του για να τον συνεφέρει (σ. 32).

Οι εικόνες της Ελένης Αθανασίου είναι καθαρές σαν κρύσταλλο, γι' αυτό και μοιάζουν με σουβλιές που έχουν δράση ιαματική. Είναι αληθινές και καίριες, ζωντανές κινήσεις με χειρουργικά εργαλεία, γονεϊκές συγκινήσεις, ερωτικές παρεμβολές, κραυγαλέα ερωτηματικά. Με εμφανείς επιρροές από την ποιητική των Anne Sexton, Anne Carson, Γιάννη Κοντού και Γιώργου Βέλτσου, αλλά και με μια υπέροχη μείξη Κατερίνας Γώγου με την ανυπέρβλητη Μάτση Χατζηλαζάρου, η Αθανασίου μας παρουσιάζει την πιο ώριμη και μεστή ποιητική της σύνθεση με τον δικό της χαρακτηριστικό τρόπο γραφής που γνωρίσαμε το 2021 και συνεχίζει αμείωτα να καλλιεργεί μέχρι σήμερα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: