Η γοητεία της χαμένης εξορίας

Η Annemarie Schwarzenbach κάθεται στο Ford της. Αφγανιστάν 1939-1940. Άγνωστου φωτογράφου/ Ίδρυμα Annemarie Schwarzenbach, Ελβετία
Η Annemarie Schwarzenbach κάθεται στο Ford της. Αφγανιστάν 1939-1940. Άγνωστου φωτογράφου/ Ίδρυμα Annemarie Schwarzenbach, Ελβετία

Annemarie Schwarzenbach, «Η Ευτυχισμένη Κοιλάδα», μτφρ. Γιάννης Κοιλής, εκδ. Νήσος 2024




Μερικά βιβλία δεν τα διαβάζεις ― τα διατρέχεις με ένα ρίγος, σαν να αγγίζεις κατά λάθος έναν παγωμένο καθρέφτη. Η Ευτυχισμένη Κοιλάδα της Annemarie Schwarzenbach είναι ένα τέτοιο έργο. Γραμμένο το 1935, σε μια σκηνή στη μέση του πουθενά ― μιας ιρανικής κοιλάδας που δεν οδηγεί πουθενά–, είναι αφενός αφήγημα φυγής και αφετέρου ένας ύμνος στην ακινησία της ψυχής, όταν έχει εξαντλήσει όλες τις διαδρομές.
Το βιβλίο ξεκινά με μια σκηνή σχεδόν καρτποσταλική: μια παρέα Ευρωπαίων, ανάμεσά τους και η συγγραφέας, στήνει σκηνές στη σκιά του Νταμαβάντ για να γλιτώσει την αποπνικτική ζέστη της Τεχεράνης. Θα μπορούσε να είναι το σκηνικό μιας αποικιοκρατικής ελαφρότητας, αλλά πολύ σύντομα η ατμόσφαιρα βουλιάζει σε μια υπαρξιακή ομίχλη. Η φύση δεν προσφέρει καταφύγιο – είναι το ίδιο το τραύμα, με πέτρα και σκόνη.
Η Schwarzenbach γράφει με βλέμμα θολό από μορφίνη, με στόμα γεμάτο σιωπή. Το ύφος της είναι ποιητικό, σχεδόν τελετουργικό: δεν κυλά, αλλά παλλεται, όπως το χτύπημα μιας φλέβας στον ύπνο. Το τοπίο ―ξερό, φλεγόμενο, απογυμνωμένο― γίνεται προέκταση του εσωτερικού της χάους. Η μορφή της Jalé, της νεαρής Τουρκάλας με την οποία η αφηγήτρια έχει ζήσει μια ερωτική περιπέτεια, περιφέρεται φασματικά στο κείμενο, περισσότερο ως επιθυμία παρά ως μνήμη. Δεν υπάρχουν σκηνές αγάπης, μόνον απουσία της.
Και όμως, μέσα σε αυτή την απογύμνωση, το έργο ακτινοβολεί. Δεν ακτινοβολεί χαρά, ούτε λύση. Ακτινοβολεί αυθεντικότητα. Η Schwarzenbach δεν προσπαθεί να γράψει «ένα μεγάλο βιβλίο» ― προσπαθεί να επιβιώσει. Και γι’ αυτό, η γραφή της είναι τόσο τίμια, τόσο σχεδόν αμήχανη. Δεν ζητά κατανόηση· απλώς καταγράφει την αδυναμία της να υπάρξει εντός κοινωνίας, εντός σχέσης, εντός τόπου.

Στο Η Ευτυχισμένη Κοιλάδα, κάθε φράση είναι ένα είδος εξομολόγησης χωρίς θεό. Οι φίλοι της, όπως ο Claude Clarac ή ο Fred, είναι περισσότερο συμπτώματα παρά πρόσωπα. Ο έρωτας δεν θεραπεύει· απλώς δείχνει πόσο ανεπίστρεπτα έχει χαθεί η δυνατότητα του δεσίματος. Η επιστροφή στην Ευρώπη δεν φαντάζει ως λύση – ούτε η παραμονή στην Ανατολή ως έξοδος. Το πρόσωπο της Annemarie, όπως περιγράφεται συχνά –ένα μείγμα αγγελικής απροσδιοριστίας και εύθραυστης ομορφιάς– βρίσκεται και εδώ: η ίδια η γλώσσα της είναι ανδρόγυνη. Όχι γιατί διαλέγει ένα «ουδέτερο» ύφος, αλλά γιατί διασχίζει με επιμονή όλα τα όρια: φύλου, τόπου, πένθους, ακόμα και λογοτεχνικού είδους.
Το πιο σπαρακτικό σημείο έρχεται εκεί όπου η συγγραφέας θυμάται τις ελβετικές Άλπεις. Όχι με νοσταλγία, αλλά με μια σχεδόν σωματική έλξη. Η αίσθηση του χόρτου, το άρωμα των βατόμουρων, οι παιδικές αναμνήσεις γίνονται ψευδαίσθηση επιστροφής. Το παρελθόν δεν είναι χώρος στον οποίο μπορεί να επιστρέψει· είναι η μόνη φαντασίωση σταθερότητας που της απέμεινε.

Το έργο, όταν πρωτοεκδόθηκε το 1940, πέρασε απαρατήρητο ― ίσως γιατί δεν ταίριαζε πουθενά. Ήταν πολύ ειλικρινές για τη λογοτεχνία της εποχής, πολύ θηλυκό για τους άντρες εκδότες, πολύ προσωπικό για να θεωρηθεί πολιτικό, πολύ πονεμένο για να γίνει «μοντέρνο». Κι όμως, σήμερα, σε έναν κόσμο όπου η έννοια της ταυτότητας έχει γίνει παγίδα και το ταξίδι έχει εξιδανικευτεί ως εμπειρία αυτοβελτίωσης, η μαρτυρία της Schwarzenbach φαντάζει εκκωφαντικά επίκαιρη. Μας δείχνει ότι το να είσαι ελεύθερος δεν σημαίνει απαραίτητα να είσαι λυτρωμένος. Και πως, καμιά φορά, η μεγαλύτερη πράξη επανάστασης είναι να παραδεχτείς πως δεν υπάρχει καμία έξοδος από το «ευτυχισμένο» σου αδιέξοδο.
Η νέα μετάφραση της Ευτυχισμένης Κοιλάδας από τον Γιάννη Κοιλή αποτελεί μια ουσιαστική συμβολή στη γνωριμία του ελληνόφωνου κοινού με το στοχαστικό και ποιητικό σύμπαν της Annemarie Schwarzenbach. Ο μεταφραστής επιδεικνύει λεπτή ευαισθησία απέναντι στον εύθραυστο τόνο του πρωτοτύπου, ισορροπώντας ανάμεσα στην εσωτερικότητα της αφήγησης και την νηφάλια μουσικότητα της γλώσσας. Το ύφος της Schwarzenbach ―αργό, στοχαστικό, διαποτισμένο από υπαρξιακή ένταση και λυρισμό― μεταφέρεται με ακρίβεια, χωρίς υπερβολές ή εξωραϊσμούς, αφήνοντας τη μελαγχολική παλμικότητα του κειμένου να αναπνεύσει στην ελληνική.
Ο Κοιλής αποδίδει εξαιρετικά τις αφαιρετικές εκφράσεις, τα παραληρηματικά τοπία, τις ποιητικές ενδοσκοπήσεις, χωρίς να τις λειαίνει ή να τις εξηγεί. Έτσι, η μετάφραση διατηρεί τη ρηγματωμένη υφή του πρωτοτύπου, την οποία η Schwarzenbach χρησιμοποιεί συνειδητά – σαν να έγραφε από το χείλος μιας άγνωστης αβύσσου.
Πρόκειται για μια μετάφραση λιτή, στοχαστική και με βαθύ σεβασμό στον ψυχισμό της συγγραφέως, που λειτουργεί τόσο ως εισαγωγή στο έργο της όσο και ως αυτόνομο λογοτεχνικό επίτευγμα. Ένα μεγάλο ευτύχημα για τα ελληνικά γράμματα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: