Η ποιητική τού Τζον Άσμπερι

Η αναζήτηση του ίδιου του ποιήματος ή πώς γράφεις για τα «Τρία ποιήματα» μέσα από αυτά

Τζον Άσμπερι, «Τρία ποιήματα», μτφρ. Βασίλης Παπαγεωργίου. Σαιξπηρικόν 2025

«Σκέφτηκα ότι αν μπορούσα να τα καταγράψω όλα θα ήταν μια καλή λύση. Και μετά έκανα τη σκέψη ότι αν τα παρέλειπα όλα θα ήταν μια άλλη, και πιο αληθινή, λύση».― John Ashbery, «Το νέο πνεύμα», Τρία ποιήματα.


Υπάρχουν ποιητικά έργα που δεν διαβάζονται αλλά βιώνονται ως μια σειρά έντονων συνειρμικών και ψυχεδελικών καταστάσεων που οδηγούν στη βαθύτερη υφή της πραγματικότητας. Τα Τρία ποιήματα του Τζον Άσμπερι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία: τρία εκτενή πεζά ποιήματα (130 σελίδες στην ελληνική έκδοση), όπου το νόημα δεν κατοικεί πουθενά σταθερά, αλλά μετακινείται με την αβρότητα ενός φωτός πάνω σε νερό. Η ελληνική μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου – στην καλαίσθητη έκδοση από τον οίκο Σαιξπηρικόν – καταφέρνει κάτι σχεδόν αδύνατο: να αποδώσει αυτήν ακριβώς τη ρευστότητα, χωρίς να την παραμορφώσει μέσα στη σκληρή δομή μιας άλλης γλώσσας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Τρία ποιήματα είναι το τρίτο ολόκληρο βιβλίο του Τζον Άσμπερι στα ελληνικά (τα άλλα δύο είναι το Συρμός σκιά, Εστία 1995, και τα Κορίτσια σε φυγή, Σαιξπηρικόν 2021. Όλα σε μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου).
Πιο συγκεκριμένα, τα Τρία ποιήματα είναι ένα έργο που συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό. Κάθε ποίημα – «Το νέο πνεύμα», «Το σύστημα», «Το ρεσιτάλ» – λειτουργεί σαν δωμάτιο μέσα σε έναν ηχητικό λαβύρινθο. Οι φωνές αντηχούν η μία μέσα στην άλλη, ώσπου τα ποιήματα γίνονται ένας συνεχής παλμός, μια μουσική σκέψεων:

«Υπάρχουν προβλέψεις καθώς αρχίζουμε να αναλογιζόμαστε τους εαυτούς μας, αλλά καμία χυδαία και βίαιη πρόσβαση ή βίαιη απομάκρυνση: παραμένουμε χωρισμένοι για πάντα, κι αυτό προσδίδει μια ομολογουμένως μελαγχολική κάπως ομορφιά στην πολικότητα που είναι η ακλόνητη επαφή με το άνισο στάδιο ανάπτυξής μας που τη στιγμή αυτή απειλεί να είναι το τελευταίο, εκτός αν το μπουκάλι με το τζίνι να τσιρίζει μέσα του μπερδευτεί ως εκ θαύματος και πάλι στα πόδια μας, ή εμφανιστεί ένα τεράστιο μυθικό Ροκ[….]».1

Η γραφή του Άσμπερι, τόσο απρόσμενη όσο και αβίαστη, δουλεύει πάνω στην οριακή γραμμή ανάμεσα στη συνοχή και στη διάλυση. Οι προτάσεις του δεν οδηγούν κάπου· αλλάζουν κατεύθυνση, σαν να θέλουν να ξεφύγουν από τον ίδιο τους τον προορισμό. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η τεχνική του δύναμη: στη διαρκή κίνηση της σκέψης, στη γοητεία του να μη φτάνεις ποτέ, μια απέραντη ζωή μέσα στη ζωή για τη ζωή.

Και ύστερα έρχεται το εσύ. Το αινιγματικό, μετακινούμενο εσύ των Τριών ποιημάτων είναι κάτι περισσότερο από έναν αποδέκτη. Είναι η σκηνή πάνω στην οποία η γλώσσα παίζει και συνομιλεί με τον εαυτό της. Μερικές φορές το εσύ είναι ο εσωτερικός διάλογος του ποιητή, κι άλλες φορές ―πιο συχνά― εσύ, ο αναγνώστης, ο οποίος χωρίς να το καταλάβεις έχει ήδη γίνει μέρος της φωνής:

«Ό,τι υπήρξε, υπάρχει και πρέπει να υπάρχει» ― αυτές οι λέξεις σε ξαναβρίσκουν τώρα, αν και σε βρίσκουν σε διαφορετική κλίμακα, μετατοπισμένες από ένα μείζον σ’ ένα ελάσσον κλειδί».2

Κάθε φορά που εμφανίζεται το εσύ το ποίημα φωτίζεται διαφορετικά ― σαν μια προβολή που αλλάζει πηγή φωτός. Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην οικειότητα και τη θεατρικότητα είναι ίσως η πιο τρυφερή ειρωνεία του Άσμπερι: η αναγνώριση ότι η ποίηση δεν απευθύνεται ποτέ σε κανέναν συγκεκριμένα, και ωστόσο μιλά πάντα σε εμάς.

Τα Τρία ποιήματα είναι μια ποιητική της απόλαυσης, διατηρώντας έναν παιγνιώδη σκεπτικισμό, χωρίς να κυνηγούν κάποια βεβαιότητα πέραν της ίδιας της γραφής:

«Δεν είχε πια μεγάλη σημασία αν οι προσευχές εκπληρώνονταν με συγκεκριμένα γεγονότα ή αν το μαντείο έδινε πειστική απάντηση, γιατί δεν υπήρχε κάποιος που νοιάζεται με την παλιά έννοια του νοιαξίματος».3

Η μετάφραση των Τριών ποιημάτων από τον Βασίλη Παπαγεωργίου ―ο οποίος χρόνια μελετά και μεταφράζει το έργο του Άσμπερι επισταμένως στα ελληνικά και στα σουηδικά―  κατορθώνει να αναδείξει, με λεπτότητα και ακρίβεια, όλες εκείνες τις ποιότητες που κάνουν τα Τρία ποιήματα από τα πιο απρόβλεπτα και γοητευτικά έργα του Τζον Άσμπερι ― το πιο σημαντικό για τον ίδιο τον Άσμπερι σύμφωνα με το επίμετρο. Το βιβλίο από τις εκδ. Σαιξπηρικόν, κομψό και προσεγμένο, συνοδεύεται από ένα κατατοπιστικό επίμετρο του μεταφραστή, το οποίο επιπλέον φωτίζει τη διαδρομή από το πρωτότυπο κείμενο στη νέα του ελληνική μορφή.

Τα Τρία ποιήματα αξίζει να διαβαστούν ξανά και ξανά ― και κάθε ανάγνωση θα είναι μια διαφορετική εμπειρία. Στην ελληνική τους ενσάρκωση τα Τρία ποιήματα λάμπουν ως ένα σπάνιο διαμάντι της ποιητικής γλώσσας μέσα σε μια εποχή που μας απειλεί η αντιποίηση. Κατά τη γνώμη μου οπωσδήποτε πρόκειται για μεταφραστικό άθλο.




[1] John Ashbery, «Το νέο πνεύμα», Τρία ποιήματα, μτφρ. Βασίλης Παπαγεωργίου, Σαιξπηρικόν 2025, σ. 28.
[2] Ashbery, «Το σύστημα», Τρία ποιήματα, σ. 100.
[3] Ashbery, «Το ρεσιτάλ», Τρία ποιήματα, σ. 128.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: