Ένας τρισδιάστατος χωροχρόνος που εκτείνεται κατά βάθος

Ένας τρισδιάστατος χωροχρόνος που εκτείνεται κατά βάθος

Ζαχαρίας Σώκος, «Ενθάδε», εκδ. Μελάνι 2025

Το νέο ποιητικό βιβλίο του Ζαχαρία Σώκου με τον χαρακτηριστικό τίτλο Ενθάδε που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2025 από τις εκδόσεις Μελάνι έρχεται να συνεχίσει και να εμβαθύνει την ήδη αναγνωρίσιμη και ιδιότυπη πορεία του ποιητή η οποία αρχίζει από τα Άλλα ρούχα (Γαβριηλίδης 2015) και τη Διπλή προσπέραση (Μελάνι 2017) και φτάνει έως το πρόσφατο, γραμμένο στην περίοδο της επιδημίας, Όταν ο Αμαντέους συνάντησε τον Άγιο Γεράσιμο στον θάλαμο 218 (Ενύπνιο 2022). Σε τούτη την πορεία Σώκος έχει δείξει ότι κινείται με άνεση ανάμεσα στην ποίηση και στον αφηγηματικό ποιητικό λόγο συχνά συνδυάζοντας το ιστορικό και το βιωματικό, το ατομικό και το συλλογικό. Ας δούμε, κατ’ αρχάς, αναλυτικά τη δομή του βιβλίου, καθώς είναι από μόνο του χωρισμένο σε τρεις ενότητες, φωτίζοντας μερικά χαρακτηριστικά ποιήματα της συλλογής.
Στην πρώτη ενότητα με τίτλο Πώς να σας το πω; με δωρικότητα και αυστηρότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στο μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα (Πώς να σας το πω;, Πέτρινη σκάλα) και τα σύντομα επιγράμματα (Η Σκιά ή Τα κάρβουνα), χρησιμοποιεί μεταφορές και μια ευδιάκριτη εικονοποιία που απογειώνει την καθημερινότητα, καθιστώντας την μνημειώδη. Το αποτέλεσμα είναι ένα μωσαϊκό όπου η προσωπική και συλλογική μνήμη αλληλοδιαπλέκονται. Εδώ ο Σώκος ακολουθεί/ παρακολουθεί το τραύμα στους τόπους και τους χρόνους εκκινώντας από τους διωγμούς των κατοίκων του Πόντου προς τη Σιβηρία, διασταυρώνοντας το ατομικό βίωμα με τη συλλογική ιστορία, επιτρέποντας να παρεισφρέουν στην αφήγηση ποιήματα που μετατρέπουν το τραύμα αυτό σε συλλογική μαρτυρία. Χαρακτηριστικά ποιήματα της σύζευξης Η Νόσος ή Πέτρινη σκάλα.
Το ομώνυμο με την ενότητα ποίημα Πώς να σας το πω, ένα ποίημα που φέρνει αναπόφευκτα στον νου τη βίβλο του Βαρλάμ Σαλάμοφ, τις Ιστορίες από την Κολυμά, αποτελεί κορυφαίο δείγμα της συλλογής καθώς ο ποιητής, χρησιμοποιώντας την ιστορία ως υπόβαθρο και μια ισχυρή εικονοποιία που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει την ποιητική του, καταφέρνει να αναδείξει με θεατρικό τρόπο την ευτέλεια της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι στον παραλογισμό της εξουσίας. Σχεδόν βλέπει κανείς τις αιωνόβιες σημύδες και τις κωνοφόρες λάρικες να λυγίζουν απ' το χιόνι καθώς ο άνθρωπος απογυμνώνεται από την ανθρωπιά του στα γκούλαγκ της Σιβηρίας. Εμβρόντητο απομένει το ποιητικό υποκείμενο (ο ήρωας της μικροϊστορίας θα μπορούσαμε να πούμε) απέναντι σε αυτήν την απογύμνωση, καθώς μαζί με τη λογική, χάνεται και η συγκρότηση του νου και οι λέξεις. Λέει:

Το χίλια εννιακόσια… τότε με τις εκτοπίσεις,
Χωρίς λόγο μ’ έπιασαν,
Πώς να σας το πω;
Με πήγαν μ’ άλλους στα κάτεργα,
Πώς να σας το πω;
Δεν ξέρω γιατί, δεν έκανα τίποτα,
Το αντίθετο, πώς να σας το πω;

Στο ποίημα «Πέτρινη σκάλα» έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε μια λιτανεία στο εσωτερικό μιας εκκλησίας (μια αναγωγή που συμβαίνει και σε άλλα ποιήματα ίσως και ασυναίσθητα από πλευράς του ποιητή). Η σκάλα γίνεται στασίδι ενώ ο ποιητής έκπληκτος και πάλι αδυνατεί να πιστέψει τα αποτελέσματα της διέλευσης του χρόνου μέσα από τη ζωή του. Η πρόσληψη αυτή, όπως υπογραμμίζει στην κατακλείδα του ποιήματος, καταντάει σωματική:

Πέτρινη σκάλα πατρικού
Σαν τους πόρους του σώματος
Όλα μπαίνουν κι όλα βγαίνουν από εκεί

Η διαδοχή των γενεών που παρουσιάζεται εδώ μοιάζει με ένα παιχνίδι των ψυχών ανάμεσα στο φως και στη σκιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σκιές είναι ομηρικές, δηλαδή ασθενείς και φασματικές, δίχως βούληση οντότητες, εικόνες περισσότερο παρά ουσία, ενώ η αναζήτηση ενός ιδανικού Ελπήνορα, σεφερική, δηλαδή διεκδικητική, σύμβολο της απλής ανθρώπινης μοίρας που απαιτεί δικαίωση απέναντι στη λήθη και στην ιστορία. Γράφει:

Τινάζουν οι μνήμες τα φτερά
Κρατάνε τα παπούτσια τους στα χέρια
Μικροί μεγάλοι έφηβοι ξεπορτισμένοι
Μπαίνουν παιδάκια, αδέξιοι γέροντες, γριές

Το δίπολο μοτίβο της αντίθεσης σκιάς - φωτός επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, για παράδειγμα στην επιγραμματική «Σκιά» λέει

Τη σκιά
Όσο να τη μαλώνεις
Δεν φεύγει
Στον ήλιο πάνε πες τα

ενώ στην επίσης επιγραμματική «Σκιά της θάλασσας»

Ποιος είδε τη θάλασσα ακέρια
Πού πέφτει η σκιά της
Ποιους ισκιώνει
Και πού να κάθονται
Πού ξαποσταίνουν
Τα μύρια πρόσωπά της
Να μην τα τρώει η αρμύρα
Και τ’ αγιάζι;

Τέλος, σε ότι αφορά στη σωματοποίηση της ποιητικής αίσθησης, και με αφορμή το ποίημα «Μισάνοιχτη κουρτίνα» της πρώτης ενότητας, θα ήθελα να σημειώσω τις καβαφικές επιρροές της ιδιολέκτου του Σώκου. Το ποίημα αυτό ελευθερώνει κατά την ανάγνωσή του, έναν ενσώματο ερωτισμό, που σχεδόν - μέσω τον παρηχήσεων και της υπόσκαφης ρυθμικότητας - περνάει στην ίδια τη γλώσσα., καταλήγοντας ως εξής:

Ω λίβα, λίβα αλήτη
Μονολόγησε
Και μέλωσε το στόμα του στο λάμδα.
Που πάει να πει, αχ να ’ξερες

Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Το φρέαρ των Οινουσσών» ο ποιητής αρχίζει να ξύνει βαθιά τις πληγές του δημιουργώντας αξιοζήλευτες ποιητικές κατασκευές που - ακολουθώντας το μονοπάτι της απώλειας - ανιχνεύουν τα σημάδια που απομένουν στη μνήμη. Το ομώνυμο με την ενότητα ποίημα που αναφέρεται στο γνωστό ναυάγιο του 2023 που είχε σαν αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο από πνιγμό εκατοντάδων προσφύγων, λειτουργεί ταυτόχρονα ως ενδεικτικό κατηγορώ της αθλιότητας μιας εποχής που δολοφονεί ανενδοίαστα τους κατατρεγμένους, αλλά και ως θησαυρός. Η τρυφερότητα του Σώκου απέναντι στους ―άγνωστούς του αυτούς― νεκρούς συγκινεί καθώς τους περιποιείται με ένα από τα πλέον λυρικά και ονειρικά περιβάλλοντα του βιβλίου:

Πλάσματα του βυθού ίσως να τους συντρέχουν
Μπορεί και πιο φιλόξενα στο τέλος να ’ναι
Πως γυροφέρνουν, λένε, εκεί, το γυάλινο χταπόδι
Η ματωμένη μέδουσα, το κίτρινο φαλαινόψαρο
Το ψάρι με το διάφανο κρανίο
Μπορεί στην αγκαλιά του ακόμα, με τα τόσα χέρια
Να τους πάρει το χταπόδι αυτοκράτορας
Ή να ’χει στ’ αλήθεια ιχθυοκένταυρους
Και στα παλάτια τους τη θαλπωρή να βρίσκουν

Κι έτσι, με φυσική απλότητα και πίκρα, τους παρηγορεί, υπενθυμίζοντας:

Ω μην κλαίτε άγνωστοι ναυαγοί μου
Έτσι νωρίς που φεύγετε
Δεν θα γνωρίσετε και τ’ άλλα

Ταυτόχρονα σε αυτή την ενότητα αποτίει φόρο τιμής στους αγαπημένους του απόντες, επώνυμους (από τον Γκανά και τον Κοντό ως τον Καρούζο και τον Λαπαθιώτη) και ανώνυμους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται οι γονείς και οι προσωπικοί φίλοι του ποιητή, μετατρέποντας το θυμικό σε μια τροχιά νοσταλγίας και αναστοχασμών. Σε αυτή την τροχιά η εμπειρία αναβαθμίζεται από τη μεταφυσική καθώς «σαβανώνονται οι αγαπημένοι» μέσα στη λαλιά, κι η μάνα από «σημαίνον» καταντάει «σημαινόμενο», όπως χαρακτηριστικά λέει στο ποίημα «Ακόμα προσπαθώ»,

Πώς σαβανώνονται οι αγαπημένοι
Μέσα στη λαλιά
Πώς ταριχεύονται τα λόγια
Μες στα κείμενα
Ω μάνα
Που ’γινες σημαινόμενο
Μα εγώ σε θέλω με ύλη και μορφή
Και το χαμόγελό σου
Στα σημαίνοντα
Που ακόμα προσπαθώ
Να καταλάβω

ενώ ακουμπάει στην αισθητική των μεσαιωνικών vanities στο εμβληματικό «Πλάι στην κλίνη του κελιού», το αφιερωμένο στη μοναχή Ανθούσα, όπου γράφει:

Κι εκεί στις καστανιές στο απόμερο
Μέσα στο δάσος μοναστήρι
Πλάι στην κλίνη του κελιού
Είχε ένα φέρετρο στα μέτρα της
Για κάθε περίσταση
Έτσι απέκρουε τους λογισμούς τους άβολους
Τους λύκους
Τα τσακάλια τους βοσκούς
Καλή της ώρα

Τα ποιήματα τα αφιερωμένα στη μνήμη γνωστών ποιητών είναι τόσο εύστοχα ώστε, διαβάζοντας, έχει κανείς την αίσθηση ότι τα απαγγέλουν οι ίδιοι. Έτσι στην «Τελευταία επιστροφή του ποιητή Νίκου Καρούζου στο Ναύπλιο» (ποίημα με μακροσκελή τίτλο που και πάλι παραπέμπει στον Καβάφη), στα λόγια του ποιητή, χαράζεται το τέλος ή μάλλον η συνείδηση του τέλους

«Βλέπεις αυτό το δέντρο στην αυλή
Ήμουν μικρός και θυμάμαι τη μάνα μου να το φυτεύει»
Πάλι μετά από μικρό διάστημα σιωπής
Σε τόνο αυστηρό και σταθερή φωνή του είπε
«Τώρα μπορούμε να πηγαίνουμε»

κι ως επίγευση της ανάγνωσης σχεδόν ακούγεται η ίδια η φωνή του να απαγγέλει το καταληκτικό, του βίου του τετράστιχο

Με θάνατο στοχάσου με στην ερημοσύνη
Ουρανισκόφωνη χαρά και πίκρα χειλεόφωνη
Άμα πεθαίνεις έως που πεθαίνεις;
Κεντρομόλος φεύγεις φυγόκεντρος έρχεσαι.

Όλα τα ποιήματα της ενότητας καταλήγουν σε μια πικρή κατακλείδα καθώς αποδέχεται ο ποιητής το μοιραίο, αλλά και το άγνωστό. Ρωτάει τον Κοντό αν

Στάζει αδιάκοπα κι εκεί η βρύση, Γιάννη;


λέει στον Γκανά

Σ’ όποια γωνιά κι αν πας
Τα πράγματα γυρίζουν να σε δουν
Απότιστα γελάδια
Ωρέ, Μιχάλη

προτρέπει τον Λαπαθιώτη

Γι’ αυτό μια ύστατη φορά
Παίξε στο πιάνο σου ένα ποίημα, ένα τραγούδι
Δικό σου, Ναπολέοντα,
Πριν έρθουν να σ’ το πάρουν
Και δεν το ξαναδείς

τέλος απευθύνεται στον πατριώτη του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο μέσω του ποιητή Τάκη Σκαρβέλη

Ε, πατριώτη
Να ξέρεις με συγκίνησες με τα γραφόμενά σου
Για τις «ματωμένες τριανταφυλλιές της Αιτωλίας»
Και την αλλιώτικη ανάσα της λιμνοθάλασσας
«Την αληθινή ανάσα του κόσμου»
Δεν ξέρω αν σ’ έφερα εγώ
Ή αξόδευτη εκκρεμότητα σε πιλατεύει και πονάς για εδώ
Πάντως «για πάντα χώνεψέ το: δεν είσαι εδώ
Ό,τι πράγματι υπάρχει κρύβεται, λανθάνει»
Όμως εσύ σε τούτα δω τα χώματα θα ’πρεπε να γαληνεύεις

Στην τελευταία ενότητα «Το γούπατο της μέρας», φαίνεται να εντρυφεί σε περισσότερο φιλοσοφικά και υπαρξιακά μονοπάτια με στοχασμό γύρω από τον χρόνο, τη φθορά, τη ματαιότητα, ενώ το ύφος του γίνεται περισσότερο σκωπτικό έως και κυνικό. Ποιήματα όπως «Το γούπατο της μέρας», «Δυσκολίες ορισμού» και «Αρχαίο τραύμα», αγγίζουν την έννοια της φθοράς και το ανεπανόρθωτου ενώ συνάμα επιχειρούν να αποτυπώσουν την αγωνία της γλώσσας να ορίσει, να σταθεροποιήσει το εφήμερο. Ο Σώκος δεν φοβάται την ειρωνεία όπως φαίνεται και στα μικρά ποιήματα «Μη μου κάνεις πολιτική» ή «Περί του κύρους» αλλά και την ισορροπεί με σπαρακτικά υπαρξιακά στιγμιότυπα, όπως στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής, «Το γούπατο της μέρας», όπου διατηρώντας την αξιοζήλευτη εικονοποιία, μας εξηγεί πως είναι να χαίρεσαι που διέφυγες από τον θάνατο για μια ακόμη μέρα:

Οι μόνιμοι,[…] του εωθινού αγώνα, υπνοβάτες
Σηκώνονται,[…] και στα ψαχουλευτά πασχίζουν να βεβαιωθούν […]
Πως πέρασαν γι’ ακόμα μια φορά
Στις τρεις με πέντε το πρωί
Τον κάβο αυτής της μέρας

ενώ στις «Ξόβεργες», όπου ο χάρος στήνει καραούλι στις διψασμένες ψυχές ―με τρόπο που θυμίζει τον πίνακα του Πέτερ Πάουλ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου («Χειμωνιάτικο τοπίο με παγοδρόμους και παγίδα για πουλιά»)― η προτροπή προς αποφυγή της νεροπαγίδας δε φαίνεται να λειτουργεί καθώς

[…] είναι η τράπουλα αυτή
Μ’ αόρατες νυχιές σημαδεμένη
Και εκεί που λες πως θα νικήσεις
Χάνεις

Στο επιγραμματικό «Περί του κύρους» επιστρέφει σε ένα αγαπημένο θέμα -συνολικότερα της ποιητικής του - τον εαυτό που ενδύεται κανείς ως μάσκα για να υποκριθεί, για τον οποίο όμως είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας αυθεντίας, ενός σημείου αναφοράς. Λέει:

Φορούσε ένα πρησμένο εγώ
Ίδρωνε να φανεί
Και νόμιζε
Και κορδωνόταν
Ούτε κατά διάνοια γνώριζε
Πως κάθε υπερηφάνεια
Αναζητεί αλλότριες εγκυρότητες
Μια ξένη ισχύ
Να υποταχθεί

ενώ στην «Παντομίμα» επιστρέφει στη «Συνάντηση» με τον καθρέφτη της πρώτης ενότητας καταλήγοντας σκωπτικά

Και τι να ξέρει αυτός ο υποκριτής
Από τις μέσα λύπες, τις χαρές,
Απ’ τους καημούς του;
Ο ξένος τούτος
Στο γυαλί
Μετέχει απλώς αναίμακτα
Σε αυτήν την παντομίμα

τέλος παραδέχεται τη δυσκολία να ορίσει τον χρόνο στις «Δυσκολίες ορισμού» όπου με ένα λογοπαίγνιο πτώσης, ανατρέπει την όποια σιγουριά ή τον έλεγχο επ’ αυτού, καταλήγοντας σε μιαν ευχή:

Κι εντέλει νικητής. Κυρίαρχος.
Χάνει για λίγο μόνον απ’ τον έρωτα
Ενώ τον λένε και γιατρό
Ο χρόνος
Του χρόνου
Να ’μαστε καλά

Εν συνόλω το Ενθάδε συνιστά ένα ώριμο, ποιητικό βιβλίο και αξίζει να σταθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, όχι μόνο ως τεκμηριωτική καταγραφή της μνήμης αλλά και ως μια πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο η ποίηση θα μπορούσε να συνομιλεί με το τραύμα μέσα στον χρόνο. Είναι βιβλίο διάσπαρτο με στοιχεία μεταφυσικής και στιβαρής οντολογικής υπόστασης που διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται, αφήνοντας κάθε φορά το αποτύπωμα μιας σιωπηλής συγκίνησης, ενός εσωτερικού «ενθάδε». Στα ποιήματά του οι μνήμες χτίζουν την εμπειρία και ταυτοχρόνως χτίζονται από αυτήν, καθιστώντας την μια εργαλειοκρατική φαρέτρα εικόνων και μεταφορών που συνομιλεί με τη ζωή, με τον θάνατο, με την ιστορία αλλά και με το ίδιο το ποιητικό ήθος. Αυτό το τελευταίο προκύπτει από παντού καθώς είναι πρόδηλη η επεξεργασία των στίχων ώστε να μην περιέχουν τίποτα περιττό, μερικές φορές ίσως και υπερβολικά, υπό την έννοια ότι – ενδεχομένως – θυσιάζεται η φρεσκάδα μιας ποιητικής ιδέας στο βωμό της ακριβολογίας και της απλότητας που επιδιώκει ο ποιητής. Αλλά είναι και ένα βιβλίο βαθιά συναισθηματικό, καθώς αγκαλιάζει τις μνήμες, τους τόπους και τα πρόσωπα με περισσή τρυφερότητα.

Ο ίδιος ο τίτλος Ενθάδε λειτουργεί ταυτοχρόνως και χωρικά αλλά και χρονικά υπό την έννοια ότι η χωρική σύμπτωση περιέχει και το νήμα της βιωτής του ποιητή, αυτό που η Φυσική ορίζει ως το βέλος του χρόνου. Δεν πρόκειται επομένως για μία μόνο χωρική συνάντηση στον τρισδιάστατο χώρο (δηλαδή σε ένα καρτεσιανό επίπεδο εμπλουτισμένο με έναν κατακόρυφο άξονα z, με μόνη διαφορά την κατεύθυνση· ο z άξονας του Ενθάδε εκτείνεται ―όχι καθ' ύψος αλλά― κατά βάθος) αλλά κι ένα χρονικό αντάμωμα καθώς κάθε εικόνα που προσπορίζεται ως ποιητικό αίτιο ο ποιητής αποτελεί ένα στιγμιότυπο, ένα snapshot, μια μοναδική στιγμή στον ωκεανό του χρόνου όπου πλέουν η ερημιά, η ήρεμη θλίψη και το φαρμάκι της απώλειας προτού κατευθυνθούν στην ποίηση που εντός του καταγράφεται. Είχα, διαβάζοντας, διαρκώς μια τέτοιαν επίγευση, για κάθε ποίημα της συλλογής· πως μόλις επισκέφτηκα μια χρονοφυσαλίδα της οποίας τον χρόνο και την ποιητική ουσία κοινώνησα διατηρώντας πλήρη συναίσθηση του Εαυτού (μου). Ίσως η μεγαλύτερη αρετή του βιβλίου είναι αυτή: να επιτρέπει στον αναγνώστη να προσλαμβάνει την ποιητική στιγμή ως οικεία του (να επιστρέφει δηλαδή ― και με τόκο τον χρόνο που διαθέτει ο αναγνώστης για αυτό. Έτσι, διαψεύδοντας το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου που ανήκει στην Βισουάβα Σιμπόρσκα

Ζητώ συγγνώμη απ’ τα μεγάλα ερωτήματα
για τις μικρές μου απαντήσεις

η ποιητική του Σώκου, δίχως να ιδρώνει να αποδείξει ότι αναζητεί αυτές τις μεγάλες απαντήσεις, φωτίζει με ειλικρίνεια και ευαισθησία κάθε μεγάλο ερώτημα.


«Ιανός» 24/9/2025

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: