
Τι είναι η σιωπή για την ποιήτρια Κούλα Αδαλόγλου;
Η σιωπή, γράφει,
είναι σαλιγκάρι κλεισμένο ερμητικά στο κέλυφος,
κεραίες ποδαράκια μέσα (από το ποίημα «Ανάγνωση» σελ. 32)
η μοναξιά πάλι;
Η μοναξιά είναι ένα νησί με μαύρα πόδια
που πατούν σε σαθρό βυθό.
Κάθε χρόνο τα πόδια τρίβονται
και το νησί χάνει ορισμένους πόντους.
Δεν είναι γνωστό πότε θα βυθιστεί. (Από το ποίημα «Ιστορία μιας βραδιάς με ομίχλη«, σελ. 23)
Και η εμμονή; Αυτή, γράφει η ποιήτρια είναι μία βούρτσα με αιχμηρά δόντια (από το ποίημα «Εμμονή», σελ.38)
Και μόνο οι τρεις αυτοί ορισμοί να αποτελούσαν αυτή την ποιητική συλλογή, θα είχε ολοκληρώσει τον σκοπό της. Σπάνια συναντά κανείς τόσο καίριες και πρωτότυπες μεταφορές, τόσο δραστική εικονοποίηση, τόσο συμπυκνωμένους ορισμούς που να περιλαμβάνουν τα πάντα σε μερικούς στίχους.
Δέκατη ποιητική συλλογή για την Κούλα Αδαλόγλου, ίσως η πιο μεστή της, με ένα απόσταγμα αποκρυσταλλωμένης σοφής πίκρας και ήρεμου, ψύχραιμου στοχασμού.
Γιατί πραγματικά ενώ υπάρχει ο ζόφος, η αρρώστια, ο θάλαμος εντατικής, ο φλεβόκομβος, ιατρικές λεπτομέρειες και υπονοούμενα περιστατικά υγείας, ενώ υπάρχει η αίσθηση ενός χρόνου σπαταλημένου ή πάντως αμείλικτα περασμένου και πεπερασμένου, ενώ ο αναγνώστης νιώθει την επίγευση του τέλους μίας εποχής, η ποιήτρια καταφέρνει μία πολύ διαυγή και ψύχραιμη, αποστασιοποιημένη, ματιά που στερεί κάθε υπόνοια μελοδραματισμού από τη γραφή της και ταυτόχρονα προσδίδει ένα υπαρξιακό βάθος και μία καθολική χροιά στο προσωπικό βίωμα.
Όμως η ουσία της συλλογής βρίσκεται βέβαια στον πολύ πετυχημένο της τίτλο. Tempo Perso, χαμένος χρόνος.
Να αναρωτηθούμε λοιπόν ποιος είναι ο χαμένος χρόνος; Στη συλλογή αυτή υπάρχει διάχυτη η θλίψη, η νοσταλγία, η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να αιχμαλωτίσει στις χούφτες του αυτό που συνέχεια του διαφεύγει, είτε αυτό είναι ένα ρευστό παρόν που δεν μπορεί να βιωθεί, είτε ένα διάτρητο παρελθόν από το οποίο στάζουν συνέχεια αναμνήσεις μίας περασμένης πια Άνοιξης. Είναι σαν να προσπαθεί να αιχμαλωτίσει το περίφημο Μπορχικό πουλί Σιμόργκ από το βιβλίο των φανταστικών όντων, ή ένα ζώο αόρατο και διαφανές που ζει πριν από τον χρόνο ή έξω από τον χρόνο ή σ’ έναν τόπο που δεν ανήκει στον χώρο όπως γράφει πάλι ο Μπόρχες. Ο χαμένος χρόνος είναι ο φασιανός της ποίησης που πάντα θα κρύβεται μέσα στους θάμνους και πάντα πάντα θα διαφεύγει.
Στη συλλογή αυτή το καλοκαίρι απλώς υποτίθεται.
Και τότε κατάλαβε εκείνη
πως την είχε πιάσει μια άνοιξη
ενώ ήταν βαθύ φθινόπωρο, σχεδόν χειμώνας. (Από το ποίημα «Την είχε πιάσει μια άνοιξη», σελ. 17)
Μήπως όμως αυτό που είναι χαμένος χρόνος για το ποιητικό υποκείμενο είναι κερδισμένος χρόνος για τον αναγνώστη, αφού η απώλεια είναι η ίδια η υφή της ποιητικής τέχνης;
«Σφάξε τη μία ομορφιά να πιει το αίμα η άλλη» γράφει ο Νίκος Καρούζος.
Έτσι λοιπόν σ’ αυτή τη συλλογή έχουμε μία μετουσίωση, μία μεταμόρφωση, μία μυσταγωγία. Η τρυφερή μεταξωτή κάμπια μελαγχολία, η μετέωρη μη επικοινωνία, η προδοτική και προδομένη λέξη που σέρνεται αργόσχολα πάνω στο χαρτί, αδυνατώντας να αποδώσει την πολυπλοκότητα του συναισθήματος, μεταμορφώνονται σε διάφανες πεταλούδες μέσα στο κουκούλι της γραφής και πεταρίζουν μέσα στους στίχους.
Αναμφίβολα σκοτεινιάζει μέσα στη συλλογή.
Η ίδια η νύχτα φοράει γάντια νιτριλίου
που δεν αφήνουν σημάδια ούτε μώλωπες
παρά μία κίτρινη τεθλασμένη γραμμή στο προσκέφαλο, γράφει η ποιήτρια.
Αναμφίβολα υπάρχει μία εγκατάλειψη, μία βάναυση σιωπή, ένα ή πολλά χάσματα στην επικοινωνία, ένα ή πολλά φράγματα εμπόδια, μία απομόνωση, μία αποκοπή, μία παραίτηση, ένας βαρύς άγριος χειμώνας, μία κάψουλα στην οποία είναι φυλακισμένο το ποιητικό υποκείμενο.
Ακόμα και το φεγγάρι βγαίνει μισό
χωρίς ίχνος καμπυλότητας.
Οξυγώνιο φεγγάρι, γράφει η ποιήτρια
Όμως κατά κάποιο τρόπο αυτή η διάχυτη απελπισία λαμπυρίζει και αστράφτει, είναι το πολύτιμο κάτι που αντί να χαθεί, αντίθετα βρίσκεται, μαργαριτάρι μέσα στο μαύρο στρείδι.
Παρόλο τον πόνο, επιμένω να βουρτσίζω. Ένα καλοχτενισμένο κεφάλι έχει το τίμημά του γράφει η Κούλα Αδαλόγλου, έμπειρη πια και αναγνωρισμένη ποιήτρια στον χώρο της γραφής. Γνωρίζει καλά η Αδαλόγλου λοιπόν το τίμημα ενός καλοχτενισμένου ποιήματος. Γνωρίζει πως χωρίς τον πόνο και τον σπαραγμό του κύκνου δεν υπάρχει γραφή. Και χώνει τη χτένα βαθιά ως τις ρίζες των λέξεων, τη ρίζα της οδύνης.
Μία εξαιρετική λαμπερή ανατομία του πόνου και της απελπισίας για το φευγαλέο και πρόσκαιρο της ανθρώπινης ζωής και της τρεμοπαίζουσας ευτυχίας στα ματόκλαδα της δυστυχίας.