
Αρχίζω μ’ ένα παράθεμα:
«Στις περισσότερες ιστορίες υπάρχει ένα συνεκτικό στοιχείο: η μοίρα της γυναίκας στη σημερινή ελληνική κοινωνία: οικογενειακές, επαγγελματικές και μητρικές υποχρεώσεις, που κάποτε απαλύνονται και φωτίζονται από το τελικώς συντριπτικό (για την ψυχή και το σώμα) παιχνίδι του έρωτα […] Η ματιά της Κουντούρη συλλαμβάνει το παράδοξο ή το στρεβλό, το αναπτύσσει χωρίς υπερβολές και δικαιώνει την αφήγησή της με απροσδόκητες σατιρικές καταλήξεις».
Αυτά έγραφα, μεταξύ άλλων, για το πρώτο βιβλίο της Ζέτας Κουντούρη με τίτλο Η πρεμιέρα στις 22 Ιουνίου 1993 στην εφημερίδα Τα Νέα. Στα χρόνια που κύλησαν από τότε, έχει γράψει και δημοσιεύσει συνολικώς τέσσερα μυθιστορήματα και πέντε συλλογές διηγημάτων, στις οποίες καταλέγω και το πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο Πρέπει να βιαστώ, που περιλαμβάνει δεκατρία διηγήματα.
Δ
εν θα απομακρυνθώ πολύ από τις πρώτες εντυπώσεις μου του 1993, που έφεραν τον τίτλο «Ευοίωνες αφετηρίες»: ο πληθυντικός αριθμός περιλάμβανε και το πρώτο βιβλίο ενός άλλου πρωτοεμφανιζόμενου τότε πεζογράφου. Η Ζέτα Κουντούρη είναι συγγραφέας της πόλης. Παρατηρεί και καταγράφει συζυγικές και οικογενειακές σχέσεις, όπως διαμορφώνονται στις μάλλον περίπλοκες συνθήκες της σημερινής ελληνικής κοινωνίας στα αστικά κέντρα. Στις περισσότερες ιστορίες του βιβλίου ομιλούν και αφηγούνται πλευρές της ζωής τους γυναικείοι χαρακτήρες· μόνον σε τέσσερα διηγήματα ο αφηγητής είναι άνδρας. Θέλω να εξηγήσω τι εννοώ, γράφοντας περίπλοκες συνθήκες. Πρώτα απ’ όλα, είναι η εργαζόμενη γυναίκα-σύζυγος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για μια υγιή και διαρκή οικογενειακή σχέση· η ευκολία στη σύναψη ερωτικών δεσμών, το πρόβλημα των παιδιών οσάκις προκύπτει διαζύγιο, οι αντιλήψεις και οι αντιδράσεις των γονέων σε ανάλογες περιπτώσεις, οι φιλίες που διακυβεύονται κάθε τόσο, η στάση τής μάλλον συντηρητικής κοινωνίας. Θα πρέπει να επισημάνω πως όλες αυτές τις εμπλοκές περιγράφει η Κουντούρη, μια γυναίκα συγγραφέας που έχει αποκτήσει, χρόνια τώρα, σταθερή και αδιατάρακτη οικογένεια. Βλέπει τι συμβαίνει γύρω της και προσπαθεί να περιβάλει τις παρατηρήσεις και τις εμπειρίες της με το ένδυμα της λογοτεχνίας.
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από το ομώνυμο διήγημα «Πρέπει να βιαστώ», γεγονός που οδηγεί τον αναγνώστη στη σκέψη ότι η συγγραφέας ίσως το θεωρεί ως το πλέον αντιπροσωπευτικό όλης της συλλογής. Προσωπικά, θα προτιμούσα ένα άλλον τίτλο, πιθανώς γενικότερο, που θα συστέγαζε, ως συνεκτικός ιστός, όλες τις ιστορίες που εκτυλίσσονται στις σελίδες του βιβλίου. Τα περισσότερα περιστατικά είναι περιπτώσεις απιστίας, διαζυγίων και ακραίων καταστάσεων, όπως στο πολύ καλό, κατά την κρίση μου, διήγημα που επιγράφεται «Τανγκό», στο οποίο παρακολουθούμε την ιστορία μιας διαταραγμένης έφηβης που φαντασιώνεται πως χορεύει με την εικόνα ενός συγγενούς, εικόνα κρεμασμένη σε κάδρο στο δωμάτιό της.
Τραγικότερη είναι η ηρωίδα στο διήγημα «Το πάρτι», όταν οι γονείς τής ετοιμάζουν πάρτι-έκπληξη για τα δεκαεννιά της χρόνια, χωρίς να την προειδοποιήσουν. Η νεαρή δεν θα εμφανιστεί παρά στο τέλος της γιορτής, ανατρέποντας όλη την προετοιμασία και δίνοντας ανέλπιστη κατάληξη στο εορταστικό κλίμα, για να βρεθεί τελικώς έγκλειστη σε ψυχιατρική κλινική, και να την εντοπίσει αργότερα μια νοσοκόμα της κλινικής «στη μπανιέρα του λουτρού της με κομμένες τις φλέβες». Η μητέρα της θα στραφεί προς τη θρησκεία, ενώ ο πατέρας θα περνά τον περισσότερο καιρό του σε γκαρσονιέρα με συντροφιά τη γραμματέα του. «Η ζωή, βλέπετε, θέλουμε δεν θέλουμε», καταλήγει το διήγημα, «συνεχίζεται. Και εκτός από τον παράδεισο είναι και η κόλαση που μπορεί να περιμένει…».
Σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων είναι μέλη κάποιας οικογένειας στην οποία δευτερεύοντες ρόλους παίζουν συνήθως η μητέρα και ο πατέρας. Η συγγραφέας μας φαίνεται να ακολουθεί εν προκειμένω την παγιωμένη (τουλάχιστον μέχρι πρότινος) εικόνα για τους γονείς. Ο πατέρας είναι συνήθως αυστηρός προς τα παιδιά του, πολυάσχολος, και όχι πάντα πιστός προς τη σύζυγό του, ενώ η μητέρα είναι η νοικοκυρά, κατά κανόνα υποταγμένη και περίπου άβουλη, χωρίς δική της προσωπικότητα. Εξαίρεση αποτελεί η μητέρα όπως περιγράφεται σε δύο διηγήματα. Το πρώτο έχει τίτλο «Ζήτημα τύχης» που αρχίζει με την υπαινικτική για όσα θα συμβούν στη συνέχεια φράση: «Το βράδυ που πνίγηκε ο αδερφός μου είχε πανσέληνο». Αυτή η εναρκτήρια φράση μού θυμίζει την αρχή του Ξένου του Αλμπέρ Καμί: Σήμερα πέθανε η μητέρα. Εδώ η έως τότε τρυφερή κι υπάκουη μητέρα θα μεταμορφωθεί σε σκληρή και αδιάλλακτη απέναντι στον μικρό γιό της. Στο άλλο διήγημα που επιγράφεται «Δεύτερος γάμος» είναι εντελώς διαφορετική η εικόνα της μητέρας. Πρόκειται για μια όμορφη, κοκέτα χήρα που συνηθίζει να κυκλοφορεί πάντα με ψηλοτάκουνα παπούτσια και να σπαταλά τα χρήματά της στις μπουτίκ του Κολωνακίου. Ο γάμος, ο δεύτερος γάμος, δεν αφορά την κόρη, αλλά τη ζωηρή μητέρα. Στο «Ζήτημα τύχης» που προανέφερα, όπως και στο διήγημα που δίνει τον τίτλο του σε όλο το βιβλίο, η Κουντούρη ερωτοτροπεί με το νουάρ. Και στα δύο, αφήνεται στον αναγνώστη να υποθέσει ή να ανακαλύψει το πώς έγιναν τα πραγματικά περιστατικά που θα επηρεάσουν τη ζωή των πρωταγωνιστών. Μα και σε άλλες σελίδες του βιβλίου είναι διάχυτη μια ατμόσφαιρα που περισσότερα υπαινίσσεται παρά αποκαλύπτει και καταγράφει.
Ανάλογη ατμόσφαιρα επικρατεί και στο πρώτο διήγημα που φέρει τον τίτλο «Το σόι μου». Παρακολουθούμε τα μέλη παραπαίουσας οικογένειας, χωρίς ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των μελών της, στην οποία κυκλοφορεί και ένα ματωμένο μαχαίρι. Κλίμα επικείμενου κακού διατρέχει τις σελίδες. Και ο αναγνώστης αναρωτιέται αν ο αλλοδαπός εργάτης είναι υπεύθυνος για το δυστύχημα στο οποίο σκοτώθηκε ο πατέρας ή εάν ευθύνεται η αδερφή της πρωταγωνίστριας. Η τελευταία εκφέρει και την καταληκτική φράση του διηγήματος, εκφράζοντας και τη δική της στάση απέναντι σε όλα όσα έχουν συμβεί: «Κοιτάζω με μελαγχολία το άδειο καμαράκι και το τεράστιο σπίτι μας. Νιώθω μοναξιά. Μου λείπει η οικογένειά μου. Η μητέρα μου και ο πατέρας. Τα αδέλφια που δεν γνώρισα…».
Παρόμοιο απειλητικό κλίμα επικρατεί και στο διήγημα «Πρέπει να βιαστώ». Είναι μονόλογος μιας γυναίκας που έχει και την ιδιότητα του συγγραφέα, και σκέπτεται και προγραμματίζει τον τρόπο με τον οποίον θέλει να σκοτώσει τον άπιστο σύζυγό της. Παρά τις προετοιμασίες της (ψυχολογικού μάλλον χαρακτήρα) δεν γνωρίζουμε αν έκανε πραγματικότητα το σχέδιό της. Προβλέπει ακαριαίο θάνατο με πιστόλι, και στη συνέχεια θα πετάξει το πτώμα στη θάλασσα. Δεν γνωρίζουμε πάντως αν εκτέλεσε, κυριολεκτικά, τον σύζυγο. Η μόνιμη επωδός στις σκέψεις της είναι η φράση «πρέπει να βιαστώ». Να σημειώσω εδώ και ένα άλλο θέμα που θίγεται σε αρκετά διηγήματα. Πρόκειται για τις όχι πάντα αρμονικές σχέσεις ανάμεσα σε γυναίκες αδερφές, καθώς και μεταξύ ανδρών που είναι φίλοι, όπως στο διήγημα «Πολυπόθητη ελευθερία», το εκτενέστερο της συλλογής.
Δεν θα αναφερθώ σε όλα τα διηγήματα του βιβλίου, ένα προς ένα. Πιστεύω πως με όσα σχόλια διατύπωσα έως τώρα, ο αναγνώστης έχει εισπράξει το γενικό κλίμα της συλλογής. Σημειώνω απλώς πως υπάρχουν πολλές αξιοπρόσεκτες σελίδες, όπως στις ιστορίες που περιγράφονται στα διηγήματα «Ασχήμια», «Το δωμάτιο 39» και το καταληκτικό «Ροζ είναι το χρώμα».
Ξεφυλλίζοντας για ακόμη μια φορά το βιβλίο, προσπάθησα να επιλέξω και να αποφασίσω ποιο είναι το καλύτερο διήγημα. Κάτι τέτοιο στάθηκε αδύνατο, επειδή κάθε ιστορία είναι γραμμένη με στρωτή γλώσσα, χωρίς λεκτικές ακροβασίες και χωρίς να θέλει η Κουντούρη να μας εντυπωσιάσει με περίτεχνες και περίπλοκες φράσεις. Έχει την ικανότητα του καλού αφηγητή, και γνωρίζει πώς να παρασύρει τον αναγνώστη στο ξετύλιγμα των όσων γράφει. Στην εποχή μας, κατά την οποία πολλοί από τους ενεργούς πεζογράφους μας, κυρίως άνδρες, πασχίζουν και εφευρίσκουν εντυπωσιακά, κατά την άποψή τους, θέματα, η περίπτωση της Ζέτας Κουντούρη μάς δείχνει πως έχει τα δικαιώματά της και η συχνά παραμελημένη καθημερινότητα, τόσο οικεία σε όλους μας.