Τρεις οικογενειακές ιστορίες τρόμου

Τρεις οικογενειακές ιστορίες τρόμου

1. ΞΑΦ­ΝΙ­ΚΑ ΑΓΑ­ΠΗ­ΣΑ ΤΗ ΜΗ­ΤΕ­ΡΑ

Όταν το φεγ­γά­ρι ασπι­ρί­νη
δια­λύ­θη­κε
όταν τα κόκ­κα­λα του πα­τέ­ρα
στην υδρία έτρι­ξαν,
όταν τα επτά αδέλ­φια εί­χαν φυ­τευ­τεί
σε επτά λάκ­κους στον λα­χα­νό­κη­πο
και ξε­πρό­βα­λαν μό­νο τα κε­φά­λια τους,
στο πα­τρι­κό έμει­να μό­νη εγώ με την μη­τέ­ρα.
Έτρε­χα γύ­ρω απ’ το ίδιο δέ­ντρο
ώσπου να λιώ­σουν
τα κί­τρι­να από βού­τυ­ρο πα­πού­τσια μου
ενώ η μη­τέ­ρα δια­τη­ρού­σε πα­ρά­νο­μη σχέ­ση
με έναν νά­νο που τον φώ­να­ζε χρό­νο
για­τί χά­ρα­ζε με ρυ­τί­δες τις πα­τού­σες της.
Την όγδοη μέ­ρα του όγδο­ου μή­να
νο­στάλ­γη­σα ξαφ­νι­κά το στή­θος της
θέ­λη­σα να ρου­φή­ξω γά­λα και αί­μα,
ν’ απο­μυ­ζή­σω τη γύ­ρη της.
Ο νά­νος όμως έξω απ΄την κρε­βα­το­κά­μα­ρα
κρα­τού­σε μια γυά­λι­νη σφαί­ρα κι ένα σφυ­ρί στο χέ­ρι.
Πρώ­τον, μου εί­πε σο­φά, πρέ­πει να σπά­σεις τον κύ­κλο.
Δεύ­τε­ρον, η μη­τέ­ρα έφα­γε μέ­σα απ’ το βά­ζο
την παι­δι­κή σου ηλι­κία.
Τρί­τον και σπου­δαιό­τε­ρο,
οι τρύ­πες που άνοι­ξαν τό­σα χρό­νια οι αρου­ραί­οι στο χώ­μα
δεν κα­λύ­πτο­νται με μαρ­με­λά­δα σ’ ένα ποί­η­μα.


2. Ο ΠΑΠ­ΠΟΥΣ

Εί­χα­με κά­πο­τε έναν παπ­πού.
Όταν γέ­ρα­σε πο­λύ
μας ήταν άχρη­στος.
Δεν μας έκα­νε όμως καρ­διά
να τον πε­τά­ξου­με.
Άλ­λω­στε του χρω­στού­σα­με.
Αυ­τός μας με­γά­λω­σε
όταν μας εγκα­τέ­λει­ψαν
ο πα­τέ­ρας κι η μη­τέ­ρα
κι από τό­τε ζού­σα­με μα­ζί του
μες στον βάλ­το.
Τε­λι­κά απο­φα­σί­σα­με
να τον σκορ­πί­σου­με στο δά­σος.
Ο παπ­πούς το απο­δέ­χτη­κε.
Το τε­λευ­ταίο βρά­δυ,
φά­τε με να χορ­τά­σε­τε, μας εί­πε,
αυ­τό εί­ναι το σώ­μα μου,
αυ­τό εί­ναι το αί­μα μου,
και ό, τι και να κά­νε­τε
θα κυ­κλο­φο­ρώ πά­ντα στις φλέ­βες σας
μι­κρά χω­μά­τι­να εγ­γό­νια.


3. ΟΙ­ΚΙΑ­ΚΑ

Η μα­μά
ήταν μα­νια­κή με την κα­θα­ριό­τη­τα
έπλε­νε σε σκά­φη συ­νέ­χεια τον μπα­μπά
και τον κρέ­μα­γε ανά­πο­δα στο σκοι­νί με μα­ντα­λά­κια
ώσπου αυ­τός στέ­νε­ψε αφό­ρη­τα
και τον έδω­σε σε άλ­λη
που προ­τι­μού­σε μι­κρό­τε­ρο νού­με­ρο στους άντρες.
Η για­γιά
πά­λι με μία ηλε­κτρι­κή σκού­πα
ρού­φη­ξε μέ­σα τον παπ­πού
και έμει­νε μό­νον η πί­πα του
στην ολο­κά­θα­ρη από τρί­χες πο­λυ­θρό­να.
Εγώ
σι­δέ­ρω­να κα­θη­με­ρι­νά τον σύ­ζυ­γό μου
τον δί­πλω­να τα­κτι­κά μέ­σα στη ντου­λά­πα
μα μια μέ­ρα φού­σκω­σε σκώ­ρος τε­ρά­στιος
έφα­γε όλα τα φο­ρέ­μα­τα και τα που­λό­βερ
και ανα­γκά­στη­κα να τον σκου­πί­σω από το σπί­τι.
Τε­λι­κά απο­μεί­να­με οι τρεις
αστα­φτε­ρές γυα­λι­στε­ρές λα­μπο­κο­πά­με
Δεν
ρί­χνου­με αλεύ­ρι η μία στα μαλ­λιά της άλ­λης
δεν
βου­τά­με τα πό­δια στη μαρ­με­λά­δα
μό­νον αμί­λη­τες
γυα­λί­ζου­με τα πα­πού­τσια των αντρών
που δεν ζουν πια μα­ζί μας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: