Ροή

Ροή


Βί­ω­σα με από­λαυ­ση την πλά­νη μου, οδή­γη­σα τα χρό­νια μου πα­τώ­ντας γκά­ζι σε μια ευ­θεία που δεν θα εί­χε τέ­λος.

Μα ο κό­σμος, μια συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα, έκα­νε από­το­μα ανα­στρο­φή, ο δρό­μος με πέ­τα­ξε μα­κριά. Τώ­ρα πο­ρεύ­ο­μαι έξω απ' τον χάρ­τη. Πού εί­ναι ο Βορ­ράς, δεν βρί­σκω τον πο­λι­κό αστέ­ρα, δεν ξέ­ρω από αστε­ρι­σμούς, κοι­τού­σα πά­ντο­τε μπρο­στά, ψη­λά εί­ναι ο ου­ρα­νός. Πού βρί­σκο­μαι δεν κα­τα­λα­βαί­νω, έχω τη θά­λασ­σα στο πλάι.

"Τα πά­ντα ρει, μα­μά, το ξέ­χα­σες;"

"Τα πά­ντα ρει, μι­κρή μου", κι εγώ με­τε­ξε­τα­στέα, κόλ­λη­σα στις ευ­θεί­ες, κι η Ιστο­ρία γε­λά­ει ει­ρω­νι­κά για τη χα­μέ­νη γνώ­ση.

"Τα πά­ντα ρει", και μια συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα, ο κό­σμος από­το­μα πή­ρε στρο­φή και με έστει­λε στα βρά­χια.

Δύο τρύ­πες άνοι­ξαν στη βά­ση του λαι­μού μου, η μία στά­ζει θα­λασ­σι­νό νε­ρό, κι η άλ­λη μαύ­ρο αί­μα.

"Το αλά­τι ψή­νει τις πλη­γές" λέ­ει η για­γιά και μ' ένα σα­κί ελιές στον ώμο, τρα­βά­ει για το λιο­τρί­βι.

Ξε­πλέ­νω το αί­μα με το θα­λασ­σι­νό νε­ρό, μα εκεί­νο κυ­λά­ει ακό­μα μαύ­ρο.

"Άρ­ρω­στο εί­ναι, ας το να φύ­γει από μέ­σα σου. Πα­λιά, μας χά­ρα­ζαν την πλά­τη, να πέ­σει ο πυ­ρε­τός". Ο πα­τέ­ρας πί­νει σκέ­το ελ­λη­νι­κό και με ρα­ντί­ζει τα­μπα­κό­νε­ρο, "να σπά­σου­νε τα μά­για", να θυ­μη­θώ "πως εί­ν' η ζωή μια θά­λασ­σα, κι εμείς κα­πε­τα­ναί­οι. Πό­τε ση­κώ­νει κύ­μα­τα, και πό­τε γα­λη­νεύ­ει, και το κα­ρά­βι θέ­λει χέ­ρια δυ­να­τά, που να το κου­μα­ντά­ρουν κι ας στρί­βει ο άνε­μος σ' όποια με­ριά τυ­χαί­νει".

"Όλα ρέ­ουν, μα­μά.

Χθες, κρα­τού­σα ένα βι­βλίο και χό­ρευα στο γρα­σί­δι, σή­με­ρα κοι­τάω μια οθό­νη, αύ­ριο δεν ξέ­ρω αν θα υπάρ­χουν δέ­ντρα.

Μην ξε­χνιέ­σαι, μα­μά.

'Σκέ­ψου μια λύ­ση για την άσκη­ση, κι ας εί­ναι λά­θος. Μην την πα­ρα­τάς. Βά­λε την ψυ­χή σου να σκε­φτεί, πριν εγκα­τα­λεί­ψεις.'

Θυ­μά­σαι; Τό­τε που ήμου­να μι­κρή, με διά­βα­ζες και μ' οδη­γού­σες".

Το θα­λασ­σι­νό νε­ρό έχει χα­θεί, το ίδιο και το αί­μα.

Οι τρύ­πες, όμως, κά­τω απ' τον λαι­μό, χά­σκου­νε σαν πλη­γω­μέ­να στό­μα­τα.

Ένας φα­ντά­ρος με κου­ρε­λια­σμέ­νη χλαί­νη, φω­νά­ζει από μα­κριά "κα­λύ­τε­ρα να χυ­θεί το αί­μα σου στη μά­χη, πα­ρά να στο πιουν οι ψεί­ρες".

Ανέ­βη­κα πά­λι στο κα­ρά­βι.

Έχει αλ­λά­ξει ο και­ρός και πρέ­πει να το κου­μα­ντά­ρω, να έχω τον νου μου στον άνε­μο, στα σή­μα­τα του ου­ρα­νού, χρειά­ζο­νται έξυ­πνες μα­νού­βρες, να αρ­χί­σου­με να ρέ­ου­με, στη θά­λασ­σα, όπως κι εκεί­νη ρέ­ει, να ρέ­ου­με όπως όλα, "τα πά­ντα" ρέ­ουν , ρέ­ει η ζωή, η ανά­σα της, το αί­μα της, ρέ­ει η Ιστο­ρία, εί­μα­στε η Ιστο­ρία, φτιά­χνου­με Ιστο­ρία, κυ­λά­με μα­ζί της, μας πα­ρα­σύ­ρει, μας κα­τα­πί­νει , κι όλο γε­λά­ει μα­ζί μας, μέ­νο­ντας βου­βή, όταν τη ρω­τά­με "πού πά­με;"

"Τα πά­ντα ρει", μι­κρή μου.

Αχ, μι­κρή μου!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: