Καρέλια κασετίνα

Του έφερνα τσιγάρα Καρέλια κασετίνα, μόνο άφιλτρα. Τα άφηνα πάνω στο μπουφέ και τα εξαφάνιζε αμέσως, ήταν μεγάλος θεριακλής. Ένα πακέτο την ημέρα το ήθελε όπως και να είχε. Τα φύλαγε μέσα από το πουκάμισό του, το ξεκούμπωνε, τα ακουμπούσε στο ύψος της ζώνης ανάμεσα στο πουκάμισο και την άσπρη φανέλα με την τιράντα και μετά το ξανακούμπωνε.

Θυμάμαι τα δάχτυλά του, ήταν μακριά και λεπτά, οι κόμποι των αρθρώσεων προεξείχαν, στο ημίφως έμοιαζαν οστά ακτινογραφίας, κινούνταν ανάλαφρα. Ήμουνα σίγουρος ότι ενώνονταν με την παλάμη μόνο με το δέρμα, χωρίς καθόλου σάρκα, ενώ ανάμεσα στα κόκαλα, εκεί που κλείδωναν, πρέπει να υπήρχε κενό, αέρας μόνο, αφού τόσο αναρχικά δάκτυλα δεν είχα ξαναδεί. Κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν να μην ήταν δεμένα πουθενά ενώ ήταν ώρες που έπαιζε σκοπούς μουσικούς, χτυπώντας τα ρυθμικά μεταξύ τους, το δείκτη με το μεσαίο, το μεσαίο με τον παράμεσο, τον παράμεσο με το μικρό κι έτσι έφτιανε νότες, συνήθως εκεί κατά το σούρουπο που δεν είχε τι να κάνει. Όταν κρατούσε το τσιγάρο σταύρωνε το δείκτη πάνω από το μεσαίο σαν να ήταν φτιαγμένα από καουτσούκ και έτσι με πλεγμένα τα δάχτυλα και το κεφάλι να κοιτάει ψηλά, έφερνε το άφιλτρο στο στόμα για να τραβήξει βαθιά ρουφηξιά, να φτάσει ο καπνός ως στο βύθισμα της ψυχής του και να χαμογελάσει από ευχαρίστηση.

Οι ρώγες των δύο δαχτύλων του ήταν κατακίτρινες από τη νικοτίνη, με τα χρόνια το κίτρινο είχε προχωρήσει και πιο κάτω, είχε απλωθεί στη μεσαία άρθρωση αλλά και έξω, στα νύχια που το χρώμα τους πρόδιδε το πάθος του. Το άλλο που το πρόδιδε ήταν ο τσιγαρόβηχας, σε ανύποπτο χρόνο άκουγες τα πνευμόνια του να βράζουν, φυσαλίδες ανέβαιναν προς το λαιμό ώσπου ένα ύπουλο φλέμα τον γαργαλούσε και τον έκανε να βήχει χωρίς όμως ποτέ να βγάζει τίποτα, απλά η ελαστική μάζα υποχωρούσε και κατέβαινε εκεί που ζούσε από καιρό και ο βήχας του περνούσε.

Η αγαπημένη του θέση ήταν στο τζάμι του σκρίνιου, εκεί εμφανιζόταν συνήθως ή στους τοίχους των υπνοδωματίων, κάποιες φορές στον καθρέφτη του μπάνιου, γενικά μπορεί να τον έβλεπες οπουδήποτε μέσα στο σπίτι, εκτός από την κουζίνα. Εκεί δεν είχε πατήσει ποτέ, ήταν μια αντιπάθεια που μου έκανε εντύπωση και η μόνη εξήγηση που έβρισκα ήταν ότι η παρασκευή της τροφής, αλλά και η τροφή η ίδια, ιδιαίτερα αν περιελάμβανε κρέας, τον απωθούσαν αφού εκείνος ως πνεύμα δεν έτρωγε ποτέ, όχι μόνο γιατί δεν το χρειαζόταν αλλά και γιατί ήταν μια ευτελής, ίσως και αποκρουστική λειτουργία που δεν ταίριαζε σε έναν Άγιο που είχε την ευλογία του Θεού.

Η μάνα μου τον θυμόταν να ζει μαζί τους από το πατρικό της, τον είχε φέρει μαζί του ο πατέρας της από το σπίτι του που πιο πριν τον είχε φέρει η μάνα του και πάει λέγοντας προς τα πίσω πολλές γενιές. Κανείς δεν θυμάται πώς και γιατί εμφανίστηκε για πρώτη φορά, είχαμε όμως όλοι συνηθίσει να ζούμε με τον «Άγιο», ήταν μέλος της οικογένειας και από πολλά χρόνια είχαμε σταματήσει να ρωτάμε πώς βρέθηκε μαζί μας. Η οικογενειακή προφορική μας παράδοση έλεγε ότι δεν γερνούσε αλλά πάντα είχε τη μορφή αυτή που τον γνώρισα κι εγώ, ψηλός, λιγνός με μακριά μαλλιά και μούσια, ντυμένος με γκρι παντελόνι υφασμάτινο με πιέτα, μαύρη ζώνη, μαύρα παπούτσια και λευκό πουκάμισο, για τα ρούχα δεν είμαι σίγουρος, μπορεί και να ήταν διαφορετικά παλιότερα. Δεν είχε τίποτα από τη θλίψη και την κατανυκτική επιβλητική ματιά των αγίων στις αγιογραφίες. Αντίθετα, το βλέμμα του ήταν έξυπνο και χαρούμενο, πολλές φορές έμοιαζε με μικρού παιδιού, είχε μια λάμψη σκανδαλιάς και έδειχνε έτοιμος να γελάσει στο πρώτο αστείο που θα ακουγόταν ή να κοροϊδέψει τα αλλοπρόσαλλα που συμβαίνουν την κάθε μέρα σε μια οικογένεια.

Από όλα τα αδέλφια, διάλεξε τη μάνα μου και ήρθε μαζί της στο καινούριο σπίτι που εκείνη έστησε όταν παντρεύτηκε. Το γιατί δεν το απάντησε ποτέ, αλλά κι εκείνη δεν ασχολήθηκε πολύ. Το μόνο που μας έλεγε συχνά ήταν ότι μάλλον κι άλλες οικογένειες έχουν τον «Άγιό» τους αλλά δεν το εκμυστηρεύονται σε ξένους, όπως άλλωστε κάναμε κι εμείς γιατί θα μας περνούσαν για τρελούς, αλλά και γιατί είχαμε κι έναν βαθύτερο φόβο ότι κάποιος θα προσπαθούσε να μας τον κλέψει κι ας μην ήταν ορατός σε κανέναν άλλον πέρα από εμάς και από τα ζώα που αντάριαζαν όταν τον αισθάνονταν μέχρι που τον συνήθιζαν και δεν του έδιναν σημασία.

Όταν ο πατέρας πήγε να πολεμήσει στην Αλβανία, πριν να γεννηθώ εγώ, η μάνα τον κυνήγαγε όλη μέρα για να του πει να τον προστατεύει και να τον φέρει πίσω γερό. Του άφηνε τα Καρέλια και παραφυλούσε να τον δει να τα παίρνει για να του αρχίσει τα παρακάλια. Εκείνος δεν μιλούσε, μόνο την κοιτούσε και της χαμογελούσε και μετά εξαφανιζόταν, αλλά η μάνα τον έπαιρνε συχνά χαμπάρι από τον τσιγαρόβηχα ή από τις μουσικές με τα δάκτυλα και μόλις τον άκουγε, έτρεχε και τον προλάβαινε την ώρα που εμφανιζόταν στο τζάμι της εξώπορτας και σκυφτός έκανε να μυρίσει το βασιλικό που ήταν δίπλα, έτρεχε και τον άρχιζε το παρακαλετό και δεν τον άφηνε σε ησυχία.

Τελικά, ο πατέρας ήρθε σώος από το μέτωπο με μόνο μία σφαίρα στο στήθος που είχε σφηνωθεί και οι γιατροί δεν μπορούσαν να βγάλουν, αλλά εκεί που ήτανε δεν τον ενοχλούσε και ο πατέρας ένιωθε δυνατός σαν άλογο. Εκείνες τις μέρες, η μάνα όλη μέρα ευχαριστούσε τον Άγιό μας με τα μακριά μαλλιά και τα μούσια και του πήγαινε δυο-δυο τις κασετίνες Καρέλια κι ας ήταν δύσκολες εποχές για τσιγάρα και για όλα, αυτή τα κατάφερνε γιατί το είχε χρέος.

Μετά, η μάνα γέννησε, τον αδελφό μου μέσα στην Κατοχή κι εμένα αργότερα, πέντε χρόνια μετά. Περνάγαμε μάλλον στενάχωρα γιατί ο πατέρας με τη δουλειά στα νταμάρια δεν έβγαζε και πολλά, κι ήτανε ανάποδα χρόνια για όλους. Εμείς σαν παιδιά, απασχολιόμασταν όλη μέρα με το ένα και με τ’ άλλο, δηλαδή με παιχνίδι από το πρωί ως το βράδυ και δεν πολυκαταλαβαίναμε τι γινόταν. Πολλές φορές, τον είχαμε πιάσει να κάθεται να μας κοιτά κι όταν τσακωνόμασταν για την παραγεμισμένη κάλτσα με κουρέλια που έπαιζε το ρόλο της μπάλας, εκείνος έσκαγε στα γέλια κι εμείς τσαντιζόμασταν και του πετούσαμε την μπάλα, κι εκείνος χανόνταν γελώντας τόσο δυνατά που τρανταζόταν ολάκερος.

Ήταν όταν ο αδελφός μου είχε κλείσει τα δέκα που αρρώστησε βαριά. Πνευμονία, φράξαν οι δρόμοι που μπαινόβγαινε ο αέρας μέσα του, τον έτρωγε ψηλός πυρετός κι όλο έχανε βάρος. Ο Άγιος είχε εξαφανιστεί, θυμάμαι πολύ καλά ότι εκείνες τις μέρες δεν ακουγόταν καθόλου, ούτε έπαιρνε τα τσιγάρα από το μπουφέ, έμεναν εκεί πάνω, ακουμπισμένα στο κέντημα με τη μεταξωτή κλωστή από την προίκα της μάνας, ανάμεσα στις δυο φωτογραφίες που είχαμε όλες κι όλες, μία από το γάμο των γονιών μου και μία οικογενειακή που ήμασταν και τα παιδιά, εγώ πολύ μικρός με κρατούσαν αγκαλιά. Η μάνα κάθε τόσο τον φώναζε, παραμόνευε να τον δει, του μιλούσε πότε γλυκά, του έταζε ό,τι φανταζόταν πως θα του άρεσε, ή πότε με βρισιές και κατάρες τον διέταζε να κάνει αυτό που του έπρεπε, να σώσει τον αδελφό μου.

Όταν το παιδί μελάνιασε και του κόπηκε η ανάσα για πάντα, η μάνα έβγαλε φωνή στριγκή να φέρει τον αδελφό μου πίσω, αλλά εκείνος μόνο πάγωνε μέχρι που την τράβηξαν από πάνω του όταν πια είχε αρχίσει να κοκκαλώνει και λίγο ακόμα και δεν θα μπορούσαν να τον ετοιμάσουν για το φέρετρο. Κάποια ώρα, προς τα ξημερώματα, εκεί που τον ξενυχτούσαν, εμφανίστηκε ο Άγιος στον τοίχο απέναντι από το λείψανο, με μάτια γλαρωμένα, ανακατωμένα μαλλιά και γένια λευκότερα απ’ ό,τι τον ξέραμε. Έμενε ακίνητος, με τα χέρια σταυρωμένα χωρίς να κοιτά τη μάνα, μόνο κοιτούσε κάτω, μα εκείνη όταν τον είδε έβγαλε πάλι δυνατή φωνή και άρχισε να τον βρίζει και να τον καταριέται. Πήρε ό,τι βρήκε μπροστά της και του πετούσε, τασάκια, πιάτα, τα φλιτζανάκια με τον καφέ και τα ποτήρια με το κονιάκ, κάποια στιγμή βρήκε και κάτι πέτρες δίπλα στο τζάκι και τις πετούσε κι αυτές στον τοίχο. Ο κόσμος που ήταν μαζεμένος για το ξενύχτι νόμιζε πως τρελάθηκε και έπεσαν πάνω της να την ησυχάσουν, την πήγαν στο δίπλα δωμάτιο να ξαπλώσει μα εκείνη συνέχισε να βρίζει και να καταριέται μέχρι που δεν είχε άλλο φαρμάκι, στέγνωσε το στόμα της και έμεινε ανοιχτό και με μια υποψία αφρού στην άκρη των χειλιών της, να κοιτάει το εικονοστάσι και να βλαστημάει από μέσα της όλα τα θεϊκά, γιατί τι «Θεός υπάρχεις» άμα δεν έχεις τρόπο να σωθεί ένα αγγελούδι δέκα χρονών που αμαρτία δεν είχε προλάβει να έχει καμιά, «στην Κόλαση να καούν όλοι», δεν πίστευε τίποτα κι ούτε τους ήθελε στο σπίτι της.

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν πήρε ποτέ τέτοιο θάρρος να βγάλει το εικονοστάσι από το σπίτι, αλλά κι ο Άγιος δεν ξανατόλμησε να εμφανιστεί μπροστά της, γιατί μόλις τον έβλεπε τον έπαιρνε με τις πέτρες και μόνο περνώντας τα χρόνια και αφού κάπως καταλάγιασε ο καημός για το πεθαμένο της παιδί, τον άφηνε να κάθεται στον τοίχο μόνο με την πλάτη γυρισμένη για να μην βλέπει το πρόσωπό του και της θυμίζει το κακό που την είχε βρει.

Όταν πέρασα στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, εκείνος έμεινε πίσω στο πατρικό, και μόνο ερχόταν επίσκεψη συχνά-πυκνά στην γκαρσονιέρα που νοίκιαζα στα Εξάρχεια, εμφανιζόταν ξαφνικά όταν είχα εξεταστική και καθόταν στον καθρέφτη απέναντι από το γραφείο μου να μου κάνει παρέα. Την ημέρα που με χώρισε η Λένα για να τα φτιάξει με το Σωτήρη, το γιο του αρχηγού της αστυνομίας, ήρθε κι έκατσε άκρη στο κρεβάτι που ήμουν ξαπλωμένος, με κέρασε τσιγάρα Καρέλια και έμεινε όλο το βράδυ να ακούει αυτά που λένε όλοι οι χωρισμένοι του κόσμου. Το πρωί που ξύπνησα είχε φύγει, εμένα το στόμα μου ήταν σαν τσαρούχι από τον καπνό που με είχε κεράσει και η πίκρα, όχι απ’ τον καπνό, από την προδοσία της Λένας, έκανε να φύγει μήνες,.

Ο πατέρας πέθανε πριν πάρω το δίπλωμα, εκείνη σφαίρα στο στήθος κουνήθηκε από τη θέση της, πήγε στην καρδιά και τον άφησε στον τόπο, τριάντα χρόνια αργότερα απ’ όταν έπρεπε να τον είχε στείλει στον άλλον κόσμο.

Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου ήμουνα μέσα, με πιάσανε και πέρασα μια νύχτα με πολύ ξύλο στο κρατητήριο, αυτή ήταν όλη κι όλη η δική μου η προσφορά στην αντίσταση γιατί το έμαθε η Λένα, δεν ξέρω πώς και παρακάλεσε τον άντρα της, το γιο του αρχηγού της αστυνομίας, και με άφησαν. Εκείνη τη βραδιά στο κρατητήριο, άκουγα διαρκώς τα δάκτυλά του να παίζουν σκοπούς επικούς που με κάποιον τρόπο μου έδιναν κουράγιο, ενώ όλο το βράδυ, οι δεσμοφύλακές μου έψαχναν να βρουν από πού έρχεται η μουσική κι αυτό μου γλίτωσε κάμποσες μπουνιές.

Έχουνε περάσει τριάντα χρόνια από τότε. Όταν πέθανε η μάνα, εκείνος μετακόμισε στο σπίτι μου, είχα εν τω μεταξύ παντρευτεί και είχα αποκτήσει τον γιο μου. Κάτι έγινε –έγιναν πολλά– και τα πράγματα άλλαξαν. Ήταν πριν πέντε ή έξι καλοκαίρια που τα Καρέλια έμεναν ανέγγιχτα για καιρό πάνω στο τραπεζάκι που του τα άφηνα στο νέο μου σπίτι. Περίμενα να τον δω, μέρα με τη μέρα, μα απλώς έναν Ιούνη εξαφανίστηκε χωρίς καν να καταδεχτεί να με χαιρετίσει, ούτε να μου δώσει την ευκαιρία να του εξηγήσω. Η μάνα τον πετροβολούσε αλλά δεν την άφησε ποτέ, ενώ εμένα με εγκατέλειψε, να μην τον αδικώ, όχι χωρίς να μου δώσει σημάδια πριν.

Ήταν τότε με εκείνη τη δουλειά με τον χάλυβα, το ήξερα δεν ήταν πολύ καθαρή, μα ήταν ευκαιρία για πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά, τόσα που δεν είχα ξαναδεί ούτε θα ξανάβλεπα ποτέ στη ζωή μου. Τον πετύχαινα συχνά να με κοιτάει με αυστηρό ύφος τα βράδια που καθόμουν προβληματισμένος στο γραφείο. Στο τέλος, είχε φτάσει να μου έχει μόνιμα την πλάτη γυρισμένη, απ’ όταν έβαλα τις υπογραφές να κλείσει η αγοραπωλησία. Δεν ξαναφάνηκε από την ημέρα που μπήκαν τα λεφτά στο λογαριασμό στην Ελβετία, τα Καρέλια έμειναν να σκονίζονται πάνω στο τραπεζάκι, δίπλα στο ασύρματο τηλέφωνο. Κάθε τόσο τα ανανεώνω γιατί ο καπνός παλιώνει και αν αποφασίσει να τα καπνίσει θα του πειράξουν το λαιμό. Τα παλιά, τα καπνίζω εγώ, μέχρι το τελευταίο, το στόμα μου ξεραίνεται αλλά νιώθω ευφροσύνη σαν να γυρνάω στα χρόνια που εκείνος μας έκλεβε την μπάλα από τα κουρέλια.

Του άφησα και σήμερα την κασετίνα. Έχω μπροστά μου την παλιά και ετοιμάζομαι να ανάψω τσιγάρο. Η συσκευασία έχει αλλάξει εδώ και χρόνια. Το μπροστινό μέρος καλύπτει κατά το ήμισυ μια ετικέτα «ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΚΑΡΚΙΝΟ». Κάθε μέρα τον περιμένω. Θέλω πολύ να τον ξαναδώ στο τζάμι της πόρτας, θα έχει σίγουρα το ειρωνικό βλέμμα εκείνου που καπνίζει μιαν αιωνιότητα σαν μανιακός και δεν φοβάται αρρώστια, ούτε γνωρίζει χρόνο, γιατί γι’ αυτόν δεν υπάρχει αρχή ή τέλος, μόνο φτύνει το φλέμα του τσιγαρόβηχα στα μούτρα του θανάτου και μετά σκάει στα γέλια. Θα είναι μια ανακούφιση να τον δω έστω και μια φορά, να του μιλήσω, να του εξηγήσω και να μου παίξει μουσική χτυπώντας τα δάχτυλα.

Χθες, μου διέγνωσαν προχωρημένο καρκίνο στον πνεύμονα, μου μένουν λιγότεροι από δύο μήνες ζωής. Δεν ήμουν ποτέ καπνιστής. Τα μόνα τσιγάρα που έχω καπνίσει στη ζωή μου είναι τα Καρέλια κασετίνα του Αγίου μας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: