Τα κάτοπτρα της Νόρας

Όταν το ημερολόγιο που έφτιαξα με τα χέρια μου έκανε μυστηριωδώς φτερά, η μια μέρα άρχισε να διαδέχεται την άλλη χωρίς την υπενθύμιση παλαιότερων και μελλοντικών ενεργειών, χωρίς την ηχώ καινούργιων λέξεων στο κεφάλι μου. Προσπάθησα να αποδεχτώ την επίπεδη υπόσταση του χρόνου και απλώς να γλιστρώ χωρίς ερωτήματα και αυθαίρετες υποδιαιρέσεις δίπλα και μέσα του. Η έλλειψη ενεργητικότητας δεν με ξαφνιάζει πια. Υπάρχουν φορές που απορώ με τον δυναμισμό που χαρακτήριζε παλιότερα τις αποφάσεις μου, την ακούραστη επανάληψη προσπαθειών που είχαν αποτύχει με την ελπίδα να επιτευχθεί το αντίθετο αποτέλεσμα. Έχω ξεφορτωθεί το βάρος της προσδοκίας και, παράλληλα, έχω επωμισθεί την ευθύνη να αποβάλλω από την καθημερινότητά μου την αναμονή, να καθαρίσω το σώμα μου από προδοτικά σημάδια που θα μπορούσαν να ανακαλέσουν εικόνες, πράξεις και ανατριχίλες παλαιών αγγιγμάτων.
Στο σπίτι υπάρχουν καθρέφτες σε κάθε δωμάτιο. Στην αρχή με ενοχλούσαν, αλλά σταδιακά κατάφερα να ξεπεράσω αυτή την απέχθεια. Πάντως, αποφεύγω να κοιτάζομαι σε καθρέφτες. Δεν με ενοχλεί να αντικρίζω το πρόσωπό μου, αλλά μου προκαλεί δυσφορία η αντανάκλαση των φθαρμένων επίπλων, τα παιχνίδια του φωτός που σχηματίζουν μορφές και σιλουέτες, η επαναφορά στιγμών οδύνης ή ηδονής. Όλα όσα έχουν διαδραματιστεί στο παρελθόν· τώρα πια μου φαίνονται χωρίς ψυχή, είναι ακίνητα, απολιθωμένα. Στον καθρέφτη δεν βλέπω τον δολοφόνο των στιγμών και των συμβάντων, βλέπω όμως επαναλαμβανόμενους θανάτους χωρίς να γνωρίζω τον δράστη. Και η υποψία ότι μέσα στους ενόχους ή στα θύματα μπορεί να συμπεριλαμβάνομαι και εγώ, δεν μου αρέσει και τόσο.
Βλέπω συχνά την αντανάκλαση της φλόγας ενός κεριού που τρεμοπαίζει μέχρι να σβήσει. Μέσα σ’ αυτό το φως που διαρκώς λιγοστεύει παρελαύνουν συχνά μορφές και αποσπάσματα μιας ιστορίας στα οποία πρωταγωνίστριες είμαστε η Νόρα κι εγώ. Οι εικόνες, τα γεγονότα και κάθε σημάδι του χρόνου σταματούν απότομα σ’ εκείνη τη μέρα που μπήκαν στην αυλή του σπιτιού μας οι Κυνηγοί.
Την εποχή που το ημερολόγιο κρεμόταν ακόμα στον τοίχο, Δευτέρες και Τετάρτες διάβαζα στον Μουγκό αποσπάσματα από τα βιβλία που βρίσκονταν στο σπίτι πολύ πριν εγκατασταθώ εδώ και λίγα που κατάφερα να φέρω από το πατρικό μου όταν έφυγα από εκεί. Κοντεύω να τα τελειώσω, αλλά ανακάλυψα στο σπίτι ένα μικρό λεξικό. Έχω καταστρώσει ήδη ένα περίπλοκο παιχνίδι με τις λέξεις, που επιτρέπει πολλές παράλληλες και αντίθετες εκδοχές ώστε η μελέτη του λεξικού να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Όταν εξαντλήσω όλους τους συνδυασμούς, αναγκαστικά θα αρχίσω να διαβάζω τα βιβλία από την αρχή.

*

Ο Μουγκός με βοηθούσε από την αρχή στις δουλειές του σπιτιού, είναι ο άνθρωπος που ζούσε πριν από μένα στο μικροσκοπικό νησί μας. Το κυριότερο προσόν του εκτός από την εργατικότητα και την αφοσίωση στο πρόσωπό μου, είναι η γνωριμία του με τον Βαρκάρη. Έτσι, δεν χρειάστηκε να προσεταιριστώ αυτόν τον σιωπηλό κωπηλάτη που έχει την κουκούλα του κατεβασμένη μέχρι τη μύτη. Δεν έχω δει το πρόσωπό του ποτέ και οι συνομιλίες μας περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Ο Μουγκός συνήθως κάθεται ήσυχα μπροστά στη φωτιά και πίνει ρακί από φραγκοστάφυλα. Μασουλάει ηλιόσπορους. Όλα αυτά τα ωραία πράγματα τα προμηθεύεται από τον Βαρκάρη έναντι πενιχρού ανταλλάγματος: ένα μπρούτζινο γουδί, μια πυξίδα που βρήκα σ’ ένα ντουλάπι.

*

Μπαίνω γρήγορα στο σπίτι, σήμερα φυσάει από το πρωί βοριάς. Ο Μουγκός έχει ανάψει τη λάμπα πετρελαίου πάνω στον κομό και στην αδύναμη φλόγα της μπορώ να ξεχωρίσω τα πρόσωπα των κιτρινισμένων φωτογραφιών που είναι κολλημένες στον καθρέφτη, ακριβώς από πίσω της. Βλέπω τους γονείς μου την ημέρα του γάμου τους και μια κοπέλα με μακριά μαύρα μαλλιά, άσπρο φουστάνι και ένα τσιγάρο στο χέρι: Αυτή είναι η ξαδέρφη μου, η Νόρα. Η Νόρα, αφού σκότωσε τον πατέρα της ένα πρωινό κάποιου πολύ μακρινού καλοκαιριού, εξαφανίστηκε για λίγο καιρό και τέλος τη βρήκαμε κρεμασμένη στην ιτιά του κήπου μας. Άλλοι λένε πως αυτοκτόνησε, άλλοι ότι την κρέμασαν οι Κυνηγοί για παραδειγματισμό. Ό,τι και να συνέβη, ο θάνατός της χρονολογεί και τη δική μου απόδραση: Πήρα λιγοστά πράγματα σε έναν σάκο και εξαφανίστηκα κυριολεκτικά εν μια νυκτί. Συχνά πιστεύω ότι το σπιτάκι που βρήκα σ’ αυτό στο νησί, ανήκε στην Νόρα. Δεν έχω καμιάν απόδειξη γι’ αυτό, απλώς το πιστεύω. Όλα εδώ μέσα της ταιριάζουν: Το χαμηλό φως, τα αραδιασμένα με τάξη βιβλία στα ράφια –άλλωστε μερικά απ’ αυτά είναι δικά της– τα ραγισμένα βάζα με τα αγριολούλουδα, η μόνιμα εγκατεστημένη μυρωδιά ροδόνερου και καλέντουλας που ήταν η δική της χαρακτηριστική ευωδία που ανέδιδε η παραμικρή της κίνηση. Αυτό το σπίτι είναι το τελευταίο δώρο της Νόρας, αναπνέω την προστατευτική της αύρα στα υγρά δωμάτια.

*

Ήμουν έφηβη όταν έμεινα ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο σπίτι του πατέρα της. Έμπαινα πάντα με κάποιο φόβο σ’ εκείνα τα δωμάτια με τις κλειστές πόρτες, πίστευα πως αν τις άνοιγα θα ξεπηδούσε από μέσα σαν αποτρόπαιος γελωτοποιός το Κακό. Ο θείος μου είχε προσχωρήσει στους Κυνηγούς και κάνα δυο φορές τον είδαμε να συνοδεύει το ανθρώπινο κοπάδι με τα γκρίζα ρούχα και τα ριγέ σκουφιά επάνω στα σκυφτά τους κεφάλια, ενώ γύρω τους χοροπηδούσαν γαβγίζοντας τα σκυλιά. Όταν τα ζώα το παρακάνανε, κάποιος από τους Κυνηγούς σήκωνε την καραμπίνα του και πυροβολούσε το πιο ζωηρό. Κάθε νύχτα έβλεπα τη σκιά τού θείου να σαλεύει στους τοίχους του διαδρόμου, κουλουριαζόμουνα και στριμωχνόμουνα στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι μου θέλοντας να εξαφανιστώ, να γίνω τοσοδούλα και να μη με δει. Και πριν μπει στο δωμάτιό μου και με αρπάξει, τότε επενέβαινε η Νόρα, η σκιά του εκδικητή αγγέλλου με τη ρομφαία. Το πρωί εκείνου του τελευταίου καλοκαιριού τον σκότωσε με ένα τσεκούρι μπροστά στο παλιό συνεργείο όπου στοιβάζονταν παλιατζούρες και εργατικά εργαλεία. Του άνοιξε το κεφάλι στα δύο.

*

Σήμερα το πρωί, ο άνεμος που έπνεε όλες τις προηγούμενες μέρες, έπεσε. Όλη την νύχτα έβλεπα αστραπές μακριά στον ορίζοντα και λίγο αργότερα έρχονταν οι βροντές, έξω από τον κήπο μας θρόιζαν τα στάχυα. Έβλεπα τις ιτιές να γέρνουν στις ασύμμετρες φωτεινές γραμμές του ουρανού και παρατηρώντας την κάμψη των ευαίσθητων κλαριών, ανακάλεσα πρόσωπα και πράγματα από τους περασμένους καιρούς.
Άφησα τις δυο γάτες που φιλοξενούσαμε στον κήπο να μπουν στο σπίτι, ήταν μια παρηγοριά τα ματάκια τους όπως φωσφόριζαν στο σκοτάδι της κουζίνας. Η καταιγίδα σταμάτησε όταν είχε πια ξημερώσει για τα καλά, αλλά ο ουρανός δεν καθάρισε, ούτε η ατμόσφαιρα. Όλο το τοπίο μπροστά μου ήταν καλυμμένο από ομίχλη, βαρύ και απόκοσμο. Επάνω στα υγρά φυλλώματα, η διάθλαση του ελαχίστου φωτός δημιουργούσε παραμορφωτικές εικόνες και με τάραζε η στιγμιαία διαύγειά τους. Οι μορφές των ανθρώπων χωρίς όνομα, της γυναίκας που βοηθούσε τη μάνα μου στις δουλειές του σπιτιού, του νεαρού που δούλευε στα χωράφια με τα ηλιοτρόπια του θείου, του λιγνού μπακάλη με τη στραβή μύτη της γειτονιάς μας, μπερδεύονταν με αυτές άλλων ζώντων και νεκρών, περνούσαν από μπροστά μου και με επέπλητταν. Ο άνεμος έφερνε στη μύτη μου τη μυρωδιά από τη λάμπα πετρελαίου που άναβε η μητέρα μου τα βράδια, τον καπνό από τα στριφτά τσιγάρα που κάπνιζε ο πατέρας καθώς με μάθαινε να παίζω ξερή με μια ξεθωριασμένη τράπουλα. Είδα την Νόρα μικρούλα, να μου δείχνει τις χάρτινες κούκλες που είχε σχεδιάσει και μου ζητούσε να διαλέξω αυτή που μου άρεσε περισσότερο. Είδα τον εαυτό μου να φοράει με ευγνωμοσύνη το πουκάμισό της, εκείνο το γαλάζιο που είχε στεγνώσει στον ήλιο, όταν έτρεμα ξεπαγιασμένη από τις βουτιές στη θάλασσα του χωριού μας. Και μετά πάλι αυτές οι εικόνες θόλωναν και περπατούσα με την Νόρα προς το συνεργείο εκείνο το ζεστό πρωινό και έβλεπα το χώμα μαύρο από το αίμα, ενώ το σώμα της κρεμόταν από το κλαδί.
Ο Μουγκός με βρήκε αποσβολωμένη μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Μου εξήγησε με νοήματα ότι θα πήγαινε να βρει τον Βαρκάρη και θέλησε να μάθει αν χρειαζόμουν κάτι. Και τότε τους είδα. Ήταν πάλι ένα κοπάδι ανθρώπων με γκρίζα ρούχα και ριγέ σκουφιά που περπατούσαν σκυφτοί. Οι Κυνηγοί τους χτυπούσαν με ραβδιά, οι φωνές τους και τα αλυχτίσματα των σκυλιών έφταναν καθαρά στα αυτιά μου. Η γκρίζα σιωπηλή πομπή είχε μπει στο νησί και κατευθυνόταν προς τις σχεδίες που περίμεναν στην ακτή. Ο Μουγκός μου έκανε νοήματα να ησυχάσω. Πήρε ένα χαρτί και έγραψε. «Δεν μπορούν να σε δουν. Ούτε κι εμένα». Κοιτούσα μια το χαρτί και μια αυτόν με δυσπιστία. Τότε αυτός ανασήκωσε τους ώμους και βγήκε έξω. Τον παρακολουθούσα να πλησιάζει το κοπάδι, να στέκει σε απόσταση αναπνοής από τις σχεδίες. Μετά να φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση και να χαιρετάει τον Βαρκάρη που τον περίμενε υπομονετικά. Ενστικτωδώς κοίταξα τον κομό: η φωτογραφία της Νόρας έλειπε. Ήταν σαν να την έχανα για δεύτερη φορά. Χωρίς τη φωτογραφία της, σιγά σιγά τα χαρακτηριστικά της θα σβηστούν από τη μνήμη μου. Πολύ σύντομα θα έρθει η στιγμή που καθώς αγγίζω το στιλπνό τρίχωμα ενός κουνελιού θα υποφέρω έχοντας την ίδια αίσθηση από τα μαλλιά της στα χέρια μου. Μπορεί και να μην μείνει τίποτε απ’ όλα αυτά – ίσως να με εγκαταλείψει κάθε αιφνίδια σαρωτική έκρηξη της μνήμης που με παγώνει, με παραλύει .

*

Ακούω το ακανόνιστο βήμα του Μουγκού έξω από την πόρτα και σηκώνομαι να ανοίξω. Μπροστά μου βρίσκονται ακόμα δυο άνθρωποι εκτός απ’ αυτόν. Ο Βαρκάρης – πάντα με την κουκούλα κατεβασμένη μέχρι χαμηλά τη μύτη και η Νόρα. Ο Μουγκός την οδηγεί στην καλύτερη θέση μπροστά στη φωτιά. Μου χαμογελούν κι οι δυο. Ο Βαρκάρης ανοίγει τον σάκο του και βγάζει δυο μπουκάλια κρασί. Όσο η Νόρα ανάβει το μυρωδάτο τσιγάρο της, εγώ τρέχω στον μπουφέ για να φέρω τα καλύτερα ποτήρια που διαθέτει το σπίτι μας στο νησί.
Τα απογεύματα κάθομαι και χαζεύω τα αντικείμενα που αντικατοπρίζονται στον καθρέφτη. Ανάλογα με το φως και τη θέση των κατόπτρων, τα αντικείμενα δείχνουν άλλοτε στιλπνά και συμμετρικά, άλλοτε θαμπά και στραπατσαρισμένα. Τότε καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί να υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα, μονάχα μία αλήθεια. Όλα μπορούν να αλλάξουν ανά πάσα στιγμή από ένα τυχαίο γύρισμα, από μιαν ανεπαίσθητη στροφή. Μια ελάχιστη ρωγμή στον καθρέφτη αρκεί για να θαμπώσει όλη η εικόνα του κόσμου, ή να ραγίσει μια καρδιά για πάντα. Παράλληλες εικόνες των ίδιων πραγμάτων με περιτριγυρίζουν και μου υπενθυμίζουν την ρευστότητα του χρόνου: ίσως τώρα θα καταφέρω να αντιληφθώ πώς η Νόρα κι εγώ υπάρχουμε μονάχα στην παρούσα στιγμή και πουθενά αλλού. Ελπίζω να μας αφήσουν ήσυχες στο νησί οι Κυνηγοί. Μάλλον ο Μουγκός έχει δίκιο – τους έχουμε δει να περνούν δυο-τρεις φορές και ουδέποτε μας έριξαν ούτε μια ματιά. Σήμερα μέτρησα εξήντα δύο μέρες και αποφάσισα να σταματήσω εδώ αυτήν την ψυχαναγκαστική ενασχόληση. Αφήνω τον χρόνο να γίνεται ένα με τη σκόνη επάνω στους παλιούς καθρέφτες, να λειαίνει όλο και περισσότερο τις εικόνες των αντικειμένων και των ειδώλων μας.
Κατόπιν, σηκώνομαι, νεύω στον Μουγκό και βγαίνουμε στον κήπο για να ποτίσουμε τις τριανταφυλλιές. Εκεί, στο παγκάκι, κάθεται η Νόρα με το βιβλίο της και στρέφει το κεφάλι όταν ακούει τα βήματά μας.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: