Κόσερ

Κόσερ

Στον Harry Lesser, φίλο και δάσκαλο

Άκου τώρα πώς χωρίσαμε, ο Άγγλος κι εγώ. Σε μια από τις τάξεις που παρακολουθούσα γνώρισα τον Αλέξη, έναν Έλληνα λίγο μεγαλύτερό μου. Ο Αλέξης προσκολλήθηκε σε μένα από την πρώτη στιγμή. Σπάνια πήγαινε στη Φοιτητική Λέσχη, απέφευγε τη συντροφιά των υπόλοιπων Ελλήνων. έμενε μόνος σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Μόσαιντ, την πιο επικίνδυνη συνοικία του Μάντσεστερ. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν πώς και δεν φοβόταν να ζει ανάμεσα στις αντίπαλες συμμορίες των μαύρων, στα χείλη του διαγραφόταν ένα στραβό χαμόγελο ανωτερότητας. «Δεν είναι τόσο άσχημα όσο λένε τα πράγματα», τους απαντούσε, ή –αυτό κυρίως όταν απευθυνόταν σε Άγγλους– «Δεν τα βάζουν με Έλληνες φοιτητές, μόνο με ασπρουλιάρηδες ντόπιους».
Γενικά ο Αλέξης είχε την τάση να γίνεται προσβλητικός και του άρεσε να προκαλεί. Ήταν τύπος με πολλές άμυνες, έτοιμος πάντα να επιτεθεί σε οποιονδήποτε θεωρούσε ότι τον αμφισβητούσε. Υποθέτω ότι η συμπεριφορά του ήταν αποτέλεσμα της πεντάχρονης παραμονής του στο Λονδίνο και του ρατσισμού που είχε υποστεί όσο δούλευε εκεί, όχι τόσο από τους Βρετανούς όσο από άλλες ομάδες μεταναστών, κυρίως δεύτερης γενιάς, που τον έβλεπαν ανταγωνιστικά, από τους Ινδούς, τους Κύπριους, τους Ιρλανδούς.

Ο Αλέξης ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος σε σχόλια που αφορούσαν την προφορά και την καταγωγή του. Είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να φαίνεται ντόπιος, να μιλά, να κινείται, να ντύνεται σαν Άγγλος, και κάθε φορά που κάποιος τον ρωτούσε από πού κατάγεται, ένιωθε ότι είχε αποτύχει και τον καταλάμβανε μια αίσθηση απογοήτευσης κι έντονος εκνευρισμός που κάπου έπρεπε να ξεσπάσει.
Ο Αλέξης με συμπαθούσε όχι μόνο επειδή, από ό,τι είχα καταλάβει, με έβρισκε ελκυστική, αλλά και λόγω της σχέσης μου με τον Νόρμαν. Το γεγονός ότι ζούσα με μια εύπορη ντόπια οικογένεια, ότι είχα καταφέρει, δηλαδή, να ενταχτώ στην αγγλική κοινωνία, τον έκανε να νιώθει για μένα σεβασμό. Με την πάροδο των μηνών περνάγαμε όλο και περισσότερο χρόνο μαζί στη Σχολή, στη Βιβλιοθήκη, στην πόλη. Ήταν κτητικός, προσπαθούσε να με κρατάει μακριά από άλλες συντροφιές, μονοπωλώντας τον χρόνο και το ενδιαφέρον μου.
Δεν έκανα τίποτα για να σταματήσω την προσκόλλησή του σ’ εμένα. Μου άρεσε η αίσθηση ότι κάποιος με είχε ανάγκη, πως με θεωρούσε τόσο σημαντική ώστε δεν άντεχε να με μοιράζεται με άλλους. Ο Αλέξης έγινε το αποκούμπι μου, ο μεγαλύτερος αδερφός, ο άνθρωπος εμπιστοσύνης. Μιλούσαμε ελεύθερα για τα πάντα, με έμφαση στα ερωτικά. Ήξερα λεπτομέρειες για την σεξουαλική του ζωή, τις σχέσεις τής μίας βραδιάς, τις οποίες συνήθιζε να δημιουργεί σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο, τις προτιμήσεις του στις γυναίκες, έναν μεγάλο έρωτα που έζησε στο Λονδίνο με μια Κύπρια συμφοιτήτριά του που τελικά τον εγκατέλειψε για κάποιον Άγγλο.
Του μιλούσα κι εγώ για τη ζωή μου στο Πρέστγουιτς, στο αρχοντικό των Στάινερ, ένα θέμα που πάντα είχε για τον Αλέξη ενδιαφέρον. Το έβρισκε παράξενο ότι πλήρωνα νοίκι για το δωμάτιο που μου είχε παραχωρήσει το ζεύγος των Στάινερ αν και ήμουν η κοπέλα του γιου τους. Συχνά με προέτρεπε να επαναστατήσω κατά των κανόνων που μου είχαν επιβληθεί, ή ακόμα και να μετακομίσω στο κέντρο της πόλης ώστε να βλεπόμαστε συχνότερα.
Με τον Νόρμαν είχαμε βγει όλοι μαζί κάποιες φορές κι οι δυο άνδρες έδειχναν να συμπαθούν ο ένας τον άλλο. Ο Αλέξης δεν μιλούσε ποτέ αρνητικά για τον Νόρμαν. Αντίθετα, το στόμα του έσταζε περιφρόνηση όποτε αναφερόταν στους γονείς του, στους καθηγητές Ντέμπορα και Χιλέλ Στάινερ. «Μετακόμισε στην πόλη και άφησέ τους στα κρύα του λουτρού. Είμαι βέβαιος ότι ο Νόρμαν θα σε ακολουθήσει. Σου επιβάλλουν τους κανόνες τους, αλλά τα λεφτά σου τα θέλουν! Είναι απαράδεκτο να σου φέρονται με αυτό τον τρόπο και να προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση ότι σου κάνουν χάρη».
Το κοσμοπολίτικο πνεύμα, η ευγένεια του χαρακτήρα, η βαθιά αγάπη των Στάινερ για την Ελλάδα, αλλά και η καλή σχέση που είχαν μαζί μου, καθόλου δεν επηρέαζαν την προκατάληψη του Αλέξη εναντίον τους. Τους είχε πάρει από κακό μάτι και αυτό δεν άλλαζε.
Συνήθως ήξερα ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για ν’ αλλάξω θέμα, αν δεν ήθελα να γίνω μάρτυρας της έκρηξης θυμού που πλησίαζε. Τουλάχιστον μία φορά την ημέρα ο Αλέξης ξεσπούσε αρκετή ώρα, φωνάζοντας και βρίζοντας κάποιους, την συμπεριφορά των οποίων θεωρούσε απαράδεκτη. Κουβαλούσε μεγάλο θυμό που είχε ανάγκη να εκτονώνει σε κάθε ευκαιρία. Η οργή του όμως έμενε μόνο στα λόγια κι αυτό με είχε κάνει να συνηθίσω την κατάσταση και να περιμένω υπομονετικά όση ώρα χρειαζόταν ο φίλος μου για να ανακτήσει την ψυχραιμία του.

Δεν ήταν περίεργο που αποφάσισα να περάσω μαζί του το τριήμερο που ο Νόρμαν και οι γονείς του έλειπαν στην Ιρλανδία για έναν γάμο. Την πρώτη μέρα, μετά το τέλος των μαθημάτων, κάναμε βόλτα στα εμπορικά της πόλης κι ύστερα δειπνήσαμε σ’ ένα ιταλικό εστιατόριο απέναντι από την Κεντρική Βιβλιοθήκη. Τα ήπιαμε σε μια κοντινή παμπ και αργά το βράδυ πήραμε ταξί για το Μόσαιντ. Πέρασα τη νύχτα στον καναπέ του Αλέξη, το πρωί μου έφερε κολατσιό από ένα γειτονικό καφέ κι ύστερα πήραμε το λεωφορείο για το Πανεπιστήμιο. Τη δεύτερη μέρα ο Αλέξης με συνόδευσε από την Σχολή στα καταστήματα της Μάρκετ Στριτ και με βοήθησε να κουβαλήσω τα ψώνια ως την στάση του λεωφορείου που θα με οδηγούσε στη γειτονιά μου. Επέμενε να με ακολουθήσει στο σπίτι για ένα τσάι -- όπως έλεγε, το θεωρούσε μοναδική ευκαιρία να δει το αρχοντικό, κανείς δεν θα το μάθαινε άλλωστε, μόνο μια ωρίτσα θα έμενε κι ύστερα θα επέστρεφε στη μελέτη του. Την τελευταία στιγμή, βλέποντας το λεωφορείο να πλησιάζει, είπα το ναι, κι ο Αλέξης πήδησε στο όχημα γεμάτος ενθουσιασμό. Η ιδέα να επιστρέψω μόνη σε εκείνο το τεράστιο σπίτι με τρόμαζε. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η επιμονή του φίλου μου σε συνδυασμό με τον φόβο μου με βοήθησαν να πάρω την απόφασή μου. Οι Στάινερ με παρότρυναν κατά καιρούς να φέρω φίλους στο σπίτι μα, για κάποιο λόγο, η παρουσία του Αλέξη με γέμιζε άγχος.
Αφού τον ξενάγησα σε κάθε δωμάτιο της έπαυλης, ακόμα και στην κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού --όχι χωρίς κάποια δυσφορία, είναι η αλήθεια--, βγήκαμε στον κήπο για τσιγάρο. Ο Αλέξης είχε καλή διάθεση κι αυτό με βοήθησε να χαλαρώσω. Ανοίξαμε ένα μπουκάλι ουίσκι και ντυμένοι με χοντρά μπουφάν και μάλλινους σκούφους καθίσαμε έξω πίνοντας και κουβεντιάζοντας ζωηρά. Η βραδιά ήταν ιδιαίτερα σκοτεινή κι ένιωθα χαρούμενη που είχα παρέα.
Όταν λίγο αργότερα πεινάσαμε, ο Αλέξης προσφέρθηκε να ετοιμάσει κάτι. Τον οδήγησα στην κουζίνα και έπιασα να του εξηγώ τους κανόνες για τα σκεύη, τα μαχαιροπίρουνα και το φαγητό. Ξέσπασε σε ηχηρά γέλια και με κάρφωσε με επισημότητα στα μάτια: «Ποιος θα το μάθει αν το φαγητό μας δεν είναι κόσερ; Δεν είμαστε Ορθόδοξοι Εβραίοι, επομένως, τι σημασία έχει αν παραβιάσουμε κανόνες που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν νόημα για μας; Ούτε και οι Στάινερ αμαρτάνουν γιατί δεν θα το μάθουν. Όλα καλά!»
Με έκπληξη τον είδα να βγάζει από τον σάκο του δυο χοιρινές μπριζόλες τυλιγμένες σε πλαστικό δισκάκι, να τις ανοίγει και να τις τοποθετεί στον φούρνο. Διαμαρτυρήθηκα ακόμα μια φορά, όχι τόσο σθεναρά, μα ο Αλέξης επανέλαβε ότι κανείς δεν επρόκειτο να το μάθει ή να πάθει κακό επειδή θα τρώγαμε χοιρινό. Ένιωθα ανήσυχα μα το ποτό και η κούραση της ημέρας είχαν κάμψει τις αντιστάσεις μου και, το κυριότερο, δεν θεωρούσα ότι βλάπταμε κάποιον με τη συμπεριφορά μας.
Συνεχίσαμε να πίνουμε με άδειο στομάχι. Ετοίμασα τη σαλάτα, έκοψα ψωμί κι έβαλα κι άλλο ουίσκι στα ποτήρια μας. Ο Αλέξης έφτιαξε μια σάλτσα αμφίβολης γεύσης με κάποια υλικά που βρήκε σ’ ένα ντουλάπι. Θυμάμαι ότι γελάγαμε πολύ. Φάγαμε σ’ ένα από τα σαλόνια του πρώτου ορόφου με την τηλεόραση στη διαπασών. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου ν’ αλλάξω ρούχα πίνοντας κατευθείαν από το μπουκάλι που κόντευε ν’ αδειάσει. Στεκόμουν μισόγυμνη και αναποφάσιστη μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα όταν ένιωσα την παρουσία του Αλέξη στο δωμάτιο. Με πλησίασε και άγγιξε απαλά την πλάτη μου. Ανατρίχιασα ολόκληρη. Χωρίς δεύτερη σκέψη αφέθηκα στα φιλιά και στα χάδια του. Μεταφερθήκαμε στο κρεβάτι, και συνεχίσαμε να πίνουμε. Έσπρωξα τον Αλέξη αναγκάζοντάς τον να ξαπλώσει και σκαρφάλωσα πάνω του. Παρά το αλκοόλ ο ερεθισμός του ήταν έντονος. Έμεινα για λίγο ακίνητη θαυμάζοντας το κορμί του, τους σμιλεμένους μυς, τη διπλωμένη χρωματιστή κόμπρα που είχε κεντημένη στο μπράτσο του, την απαλή τριχοφυΐα στο στήθος και τα πόδια που έδιναν στο σώμα του έναν αέρα εφηβικό. Είχα πολλές φορές αναρωτηθεί πώς θα ήταν να κάνω έρωτα μαζί του μα οι φαντασιώσεις μου δεν είχαν σχέση με την πραγματικότητα που ζούσα. Ο Αλέξης είχε αφεθεί σ’ εμένα ολοκληρωτικά. Καθώς τον φίλαγα παντού ψιθύριζε το όνομά μου με τα μάτια κλειστά, παραδομένος. Η επαφή μας μου έδινε μια πρωτόγνωρη δύναμη. Η απουσία έρωτα κι η έλλειψη ενοχών μ’ έκανε να αισθάνομαι μια ελευθερία που σπάνια ζούσα με τον Νόρμαν.

«Τι νιώθεις;» ρώτησα, «πες μου τι νιώθεις». «Είναι υπέροχα», απάντησε ο Αλέξης. Άνοιξε τα μάτια του και κοιταχτήκαμε χαμογελώντας. Και τότε έγινε κάτι παράξενο. Το φως έσβησε για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα επανήλθε, ένας περίεργος θόρυβος ακούστηκε πολύ κοντά μας. Στραφήκαμε ξαφνιασμένοι προς την πόρτα. Ο Νόρμαν, που είχε συντομεύσει το ταξίδι του κατά μία μέρα για να μου κάνει έκπληξη, στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια στη μέση, και μας παρακολουθούσε οργισμένος.

«Πώς μπόρεσες;» ούρλιαξε εκτός εαυτού, «πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό μετά από όλες τις συζητήσεις μας. Βρωμάει χοιρινό ολόκληρο το σπίτι!»

Χρόνια αργότερα, σ’ ένα γράμμα που μου έστειλε στην Ελλάδα, ο Νόρμαν τόνιζε πως όσο κι αν είχε προσπαθήσει δεν είχε καταφέρει να με συγχωρέσει. «Δεν μπορώ να βγάλω την εικόνα από το μυαλό μου», έγραφε. «Όταν θυμάμαι τις μισοφαγωμένες μπριζόλες, παρατημένες στο σαλόνι, θυμώνω μαζί σου από την αρχή.»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: