Η Μπε Εμ Βε μου κι εγώ

Χρόνια τώρα την είχαμε θρονιασμένη στο υπόγειο γκαράζ. Σε φριχτή ακινησία, η Τεσσεραδεκαεξάρα Μπε Εμ Βε μου κάθε μέρα γινόταν και πιο γκρίζα. «Έτσι είναι οι έκπτωτοι βασιλιάδες μάτια μου» μουρμούριζα κάθε που έμπαινα να σιγουρευτώ πως ήταν ακόμη εκεί. Κάτι μου έλεγε πως ένα πρωί, θα ξυπνούσα αλαφιασμένη, θα κατέβαινα τέσσερις ορόφους με τα πόδια για να βρω το υπόγειο γκαράζ σφραγισμένο μα τη βασίλισσα σκαστή.
Έπρεπε να την αφήσω στα εξ ων συνετέθη. Ξεκοιλιασμένη και διαλυμένη όπως είχε καταλήξει μετά την τράκα. Ή να τη φτιάξω κι έπειτα να πέσω πάνω της με σφυριά, αλυσοπρίονα και βαριοπούλες και να την κάνω φύλλο και φτερό. Μισώ όμως την ωμή βία, ακόμη κι αν είναι η καλύτερη λύση. Συμβιβάστηκα έτσι να της παραχωρήσω το γκαράζ για μαυσωλείο πολυτελείας. Μια ζωντανή νεκρή.
Το λιγότερο που θα μπορούσε να σου συμβεί σκύλα.
Δεν την καθαρίζω ποτέ. Κι ας δακρύζουν τα τζάμια της απ’ τη θολούρα, κι ας μπορώ να γράψω κάθε λεπτομέρεια του φόνου στο σκονισμένο κορμί της. Τελευταία την βλέπω ανήσυχη, όσο ανήσυχο μπορεί να βλέπεις ένα αυτοκίνητο που έχει να βγει στον δρόμο μια δεκαετία και βάλε. Βγάζει κάτι περίεργους ήχους που θυμίζουν κλάμα μωρού. Την πλησιάζω για να εντοπίσω την πηγή τους και εξαφανίζονται. Προχθές θόλωσα. Έπεσα πάνω της με τις γροθιές μου κι ύστερα τα χέρια μου μύριζαν αίμα.

Δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο. Γύρισα το τιμόνι για να τους αποφύγω ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε, ακριβώς μια στιγμή πριν γίνουμε ένα, όλοι μαζί μια τεράστια χαλκομανία από λαμαρίνες και σκόρπια κομμάτια σάρκας. Η τσούλα τα φταίει όλα. Η τσούλα δε με υπάκουσε. Αποφάσισε να κάνει του κεφαλιού της γιατί εκείνη ήξερε καλύτερα.
Βγήκαμε σώοι από τα συντρίμμια. Τραυματισμένοι αλλά ζωντανοί. Κανενός η ζωή δεν κινδύνευε. Μας έβλεπαν να βγαίνουμε ένας ένας από τις λαμαρίνες σα φαντάσματα που αναδύονταν από τον Άδη. Μιλούσαν για θαύμα. Θαύμα…
Δε μετρηθήκαμε καλά.

«Το μωρό Θανάση, πού έχεις το μωρό;»
«Αντωνία, εσύ την είχες, στην αγκαλιά σου είναι.»

Η αγκαλιά της ήταν άδεια.

«Πρέπει να φάει, μ’ ακούς; Είναι η ώρα που τρώει. Αν χάσει το πρόγραμμά της, δεν τρώει μετά, δεν κοιμάται καλά, κλαίει συνέχεια. Τόσες φορές στο’ χω πει.»

Την κοιτούσε σα χαμένος.
Για λίγο η φωνή της γλύκανε. Τον κοιτούσε με νάζι.

«Δεν το καταλαβαίνεις αγάπη μου… Η μικρή μας βάζει τους κανόνες.»

«Φέρ’ τη μου σου λέω! ΤΩΡΑ! Τι δεν καταλαβαίνεις; ΤΩΡΑ:»

Ξεκούμπωσε το πουκάμισό της, κατέβασε το σουτιέν. Πετάχτηκε ένας μαστός ξέχειλος γάλα.

«Φέρ’ τη μου σου λέω, δεν ακούς;»

Το γάλα άρχισε να στάζει πάνω της, στο ματωμένο πουκάμισο, καταγής. Πρώτη φορά έβλεπα έναν μαστό τόσο γεμάτο ζωή. Τα δικά μου τα στήθη στέρφα, μεγάλωσα τις κόρες μου με μπιμπερό.

«Τυχερό μωρό» σκέφτηκα κι ύστερα το βλέμμα μου καρφώθηκε στον σωρό από παλιοσίδερα που ήτανε κάποτε αυτοκίνητα.

Κι εκείνη εκεί κοιτούσε. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή, μαινάδα ραντισμένη γάλα και αίμα στα αποκαΐδια, άρχισε να φωνάζει την κόρη της, ξανά και ξανά, πότε με το όνομά της πότε με γλυκόλογα.
Δε θυμάμαι, ούτε μια στιγμή δε θυμήθηκα το όνομα που κανένας ποτέ δε θα φωνάξει.
Την πρόλαβε ένας αστυνομικός, την έκλεισε σφιχτά στα στιβαρά του μπράτσα, της έκοψε τη φόρα και την ανάσα σχεδόν.
Ο άντρας της ακόμη χαμένος σε ένα δικό του χωροχρόνο, αμίλητος, ακίνητος, για όλα ανήμπορος.
Κι είδα έξαφνα το γάλα που έσταζε από το βυζί της να χλωμιάζει κι έπειτα να σκουραίνει, να γίνεται κόκκινο, μια γραμμή από αίμα που έφτανε μέχρι τα συντρίμμια του αυτοκινήτου τους. Το γάλα έγινε αίμα και την έδεσε για πάντα με το μωρό της κι αυτό το είδα με τα μάτια μου. Όλοι το είδαμε.

Πλήρωσα μια περιουσία για να ξανακάνω την Μπε Εμ Βε αμάξι. Ξανάβαλα μέσα τα σπλάχνα της, στηρίξαμε τον σκελετό της, βάλαμε ανταλλακτικά του κουτιού, τη συνεφέραμε. Να’ ναι καλά τα παιδιά στο συνεργείο του άντρα μου. Το πήραν προσωπικά.

«Δεν αξίζει» μουρμούριζε συνέχεια εκείνος.

Δεν ήταν εκεί. Δεν είδε τι έγινε. Ούτε τι είχα στο μυαλό μου ήξερε. Όλοι πίστευαν πως ήμουν πολύ δεμένη με το αμάξι μου, πως ήθελα να της δώσω μια δεύτερη ευκαιρία.

«Του κουτιού έγινε» μου είπε ικανοποιημένος ο αρχιμάστορας.

Είχαν κάνει καλή δουλειά πράγματι.
Εκείνη καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι.
Την έβλεπα κορδωμένη, να τρέμει από ανυπομονησία για την πρώτη της βόλτα. Τρελαινόταν για τον δρόμο, τι πιο φυσικό. Δεν ξέρω πόσο ευχαριστήθηκε τα πέντε λεπτά που χρειάστηκαν για να την πάω από το συνεργείο ως το σπίτι.
Δεν την ξαναέβγαλα από το γκαράζ.
Δεν ξέρω γιατί μου περνούσε από το μυαλό πως θα το σκάσει. Ίσως γιατί ήταν τόσο παράταιρο να βγάζει τις μέρες της εκεί, να κυλάνε οι μήνες, να τρέχουν οι εποχές, να τσουλάνε τα χρόνια, κι εκείνη να μένει κολλημένη σε αυτόν τον ζωντανό τάφο.
Πώς όμως να το σκάσει; Δέκα χρόνια τώρα έμενε στο γκαράζ δεμένη με τη μοίρα της.

«Είσαι με τα καλά σου; Δώσαμε ένα κάρο λεφτά, απασχολήσαμε τόσο προσωπικό για μέρες και την κλειδαμπάρωσες στο γκαράζ; Τρώει και μια θέση αυτοκινήτου», γκρίνιαζε ο άντρας μου.

Επικαλέστηκα το μετατραυματικό σοκ. Μου ήταν αδύνατον να την οδηγήσω και δεν άντεχα την ιδέα πως θα την οδηγήσει και οποιοσδήποτε δικός μου.

«Ε, μα τότε πούλα την! Τζιτζί την κάναμε, σίγουρα θα βρεθεί αγοραστής».

Α όχι, αυτό μου ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσα να την αποχωριστώ…
Και αλήθεια δεν μπορούσα. Πώς αλλιώς θα απολάμβανα λεπτό λεπτό την τιμωρία της.
Στο κάτω κάτω αυτή έφταιγε για όλα.
Κάθε λίγο και λιγάκι η Αντωνία με επισκεπτόταν στα όνειρά μου και γέμιζε κάθε τετραγωνικό χιλιοστό του μυαλού μου με αίμα από το γυμνό της στήθος ενώ το μωρό της μας έστελνε φιλάκια από τον ουρανό.
Το πρώτο βράδυ που δεν ονειρεύτηκα τίποτα σχετικό με το ατύχημα ξύπνησα χωρίς δυνατούς σφυγμούς. Η αναπνοή μου ήταν ήρεμη και έφαγα ένα κανονικό πρωινό. Η επόμενη νύχτα ήταν επίσης λευκή από εφιάλτες. Άρχισα να κοιμάμαι σαν κανονικός άνθρωπος. Σταμάτησα να υπνοβατώ, να ξαγρυπνώ για ώρες, να σηκώνομαι με κόκκινα μάτια. Δέκα περίπου χρόνια μου πήρε να γιατρευτώ.

Αποφάσισα να της χαρίσω μια βόλτα. Η χαρά πρέπει να μοιράζεται. Δεν είμαι τόσο εγωίστρια.
Για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια τη σαπούνισα απαλά, την πέρασα όλη με ένα βρεγμένο σφουγγάρι πολλές φορές, καθάρισα τα τζάμια της, σκούπισα το εσωτερικό της, γυάλισα τα δερμάτινα καθίσματα. Στο τέλος στάθηκα απέναντί της και την καμάρωνα. Μια κούκλα ήταν.
Βγήκαμε μαζί έξω στην πρωινή δροσιά. Ακουμπούσα το τιμόνι απαλά λες και φοβόμουν μην πονέσει, προχωρούσα αργά μη την τυφλώσει το ξαφνικό φως. Δέκα χρόνια στο σκοτάδι δεν είναι και λίγα.
Στην αρχή έκανα τον γύρο του τετραγώνου. Ήθελα να συνηθίσει την κίνηση ξανά. Ήταν υπάκουη, η οδήγηση ήταν εύκολη κι ευχάριστη. Ύστερα ξεχύθηκα στον κεντρικό δρόμο και κατευθύνθηκα προς την έξοδο της πόλης. Θα έκανα μια μεγάλη, ωραία βόλτα. Θα σταματούσα μόνο όταν η κούραση θα έπαιρνε το πάνω χέρι. Ποιος ξέρει μέχρι πού θα έφτανα;
Τελικά μάλλον όχι πολύ μακριά. Λίγα μόνο χιλιόμετρα μετά σταμάτησε να με υπακούει. Με έναν ανεξήγητο τρόπο έχασα τον έλεγχο, η Μπε Εμ Βε μου τούμπαρε, μια, δυο, τρεις, φορές και ισορρόπησε στο χείλος του γκρεμού, στο πλάι του δρόμου.
Αυτή τη φορά δεν ήμουν αρκετά τυχερή για να σωθώ αλλά ούτε και τόσο τυχερή όσο να αφήσω εκεί την τελευταία μου πνοή. Τα θαύματα είχαν τελειώσει.
Με βρήκαν λιπόθυμη, σχεδόν αρτιμελή αν εξαιρέσει κανείς την απουσία των ποδιών μου. Μένω πια σε μια κλινική πολυτελείας καθώς ο αγαπητός μου σύζυγος δήλωσε ανίκανος να με φροντίζει. Κινούμαι ελάχιστα με το αναπηρικό μου καροτσάκι γιατί εκτός από την αναπηρία μου έχω και μια ανεξέλεγκτη φοβία και για την παραμικρή ακόμη κίνηση. Κλαίω όταν πάω μέχρι την τουαλέτα.
Ζήτησα από τον άντρα μου να θάψει τα παλιοσίδερα στον οικογενειακό μας τάφο και στο όνομα να γράψει

Μπε Εμ Βε Τεσσεραδεκαεξάρα 3297:
«Πολύ αγαπήθηκε και άλλο τόσο αδικήθηκε.»

Το βρίσκετε υπερβολικό για το γλυκό μου σαράβαλο; Εγώ, τις νύχτες που πέφτει με μετωπική στο κρεβάτι μου, με την ίδια εφιαλτική επωδό «Δεν έφταιγα εγώ, δεν έφταιγα εγώ, τότε δεν έφταιγα εγώ…», όχι πια. Καθόλου πια.
Της στέλνω λουλούδια και παραγγέλνω να της κάνουν και μνημόσυνα για να συγχωρεθεί η ψυχούλα της. Όσο για μένα…

Η φρικτή ακινησία ως αδυναμία του κορμιού και του μυαλού μου, ελπίζω να ξεπλύνει τα λάθη, τις ενοχές, τις αδικίες, όλα τα εγκλήματα που έκανα μέχρι να βρεθώ στο τέλος πλάι της να μυρίζω μέρα νύχτα τις γαρδένιες και το υγρό χώμα και πια να μην υπάρχει ούτε λόγος ούτε τρόπος να πάω πουθενά αλλού.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: