Τρία ποιήματα από το «Ερπετό»

Τρία ποιήματα από το «Ερπετό»

Αιωνιότητα

Βγαίνω τις νύχτες μόνο
όταν το φως λιγοστεύει
συρρικνωμένος
με ζαρωμένο πρόσωπο
είναι ψέμματα όσα λένε
πως επιτίθεμαι
η αλήθεια είναι πως αφήνομαι
περπατώ αργά και άσκοπα
και περιμένω.

Συνήθως έρχονται γελώντας
νέοι, στιβαροί,
παίζουν μαζί μου
μου βάζουν τρικλοποδιές
πέφτω
δεν προσπαθώ να ξανασηκωθώ
πέφτουν κι αυτοί επάνω μου
γελώντας ακόμα
δεν αντιστέκομαι
μπλέκονται τα μέλη μας
τα σώματα ενώνονται οδυνηρά.

Ώς το πρωί συνεχίζονται
οι λαγνουργίες.

Με το πρώτο φως του ήλιου σηκώνομαι.
Χωρίς ρυτίδες πια
χωρίς κάματο.
Με γρήγορο βήμα επιστρέφω
ευθυτενής
σχεδόν πετώντας
στιβαρός
στην υπόγεια κατοικία μου
τη φονική μου αιωνιότητα να αναπαύσω.

Τσίρκο

Έβλεπα συχνά
αυτό το εξαίσιο όνειρο:
δούλευα σε τσίρκο του παληού καιρού
κι ετοιμαζόμουν για την πρεμιέρα.

Είχαν ήδη μαζευτεί πλήθος
τερατώδεις άνθρωποι να μας δουν
να μας χλευάσουν.

Στα παρασκήνια ήσαν όλοι όπως πάντα
φοβισμένοι,
η ασώματος κεφαλή είχε βουβαθεί
η γυναίκα με τα μούσια οδυρόταν
το κοριτσάκι με το κεφάλι μαϊμούς έτρεμε
το αγόρι με το δέρμα φιδιού ξεφλούδιζε.

Εγώ, εντούτοις,
ανυπομονούσα ν᾽ ανέβω στη σκηνή.

Βδομάδες τώρα διαφήμιζαν το νούμερό μου
για πρώτη και τελευταία φορά, διαλαλούσαν,
το πιο φρικτό έκτρωμα του Σιάμ
ο άνθρωπος με τα οχτώ άκρα και τα δύο κεφάλια
ο άνθρωπος με τα δύο κορμιά
θα εμφανιστεί ενώπιόν σας
γυμνός όπως τον γέννησε η μάνα του
θ᾽ αποκαλύψει τι κρύβει κάτω
από τα παντελόνια του.

Όταν ήρθε επιτέλους η σειρά μου
έκλαιγαν όλοι με λυγμούς στα παρασκήνια.
Ο μεγάλος Σαρτόρι περίμενε ήδη στη σκηνή,
τα τύμπανα έπαιζαν
οι προβολείς έπεσαν όλοι πάνω μου.
Έβγαλα χωρίς καθυστερήσεις τον μανδύα μου
έκανα μια περιστροφή και μια υπόκλιση
στις κερκίδες επευφημούσαν τα τέρατα
σκαρφάλωσα στο χρυσοποίκιλτο βάθρο του Σαρτόρι
ξάπλωσα μέσα στο κουτί
έκλεισα τα μάτια
και περίμενα να με κόψει
ήξερα πόσο ατζαμής ήταν ο ταχυδακτυλουργός
ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει
και αγαλλιούσα.

Δεν ξέρω αν έφταιγε κάποιος στιγμιαίος φόβος
ή ο δικαιολογημένος μου ενθουσιασμός
πάντα όμως ξυπνούσα την κρίσιμη στιγμή
που ο Σαρτόρι ξεκινούσε το πριόνισμα.

Αρτιμελής κοιμόμουν, αρτιμελής ξυπνούσα
με τα οχτώ μου άκρα και τα δύο μου κεφάλια
με τε δύο μου κορμιά
με τα πρόστυχα, αιματώδη γεννητικά μου όργανα
πλήθος τερατώδεις άνθρωποι
με χλεύαζαν
μέσα στα όνειρα και έξω.

Νόσος

Δεν έχω πόδια ούτε χέρια
μου τα κόψανε
ύστερα έχασα τη μιλιά μου
ύστερα την όραση.

Ελάχιστα είναι αυτά
που με συνδέουν πια με τον κόσμο:
η όσφρηση, η γεύση
η αφή αν είμαι τυχερός
κυρίως, όμως, τα μηχανήματα που με συντηρούν
και πληροφορούν τους νοσηλευτές
για την κατάστασή μου.

Αν και η κατάστασή μου είναι δεδομένη
και απαράλλακτη.
Δεν ξέρω πότε ακριβώς κοιμάμαι και πότε ξυπνώ,
δεν μετακινούμαι,
το μόνο που μου συμβαίνει
που πραγματικά συμβαίνει
που έχει κάποια σημασία
είναι όταν έρχεται και με αγγίζει
όχι γιατρός ούτε νοσηλευτής
αλλά κάποιος που με γνώριζε από παλιά
και με αγαπούσε μάλλον.

Τις δικές του θωπείες μετρώ, προσπαθώ
κάπως να υπολογίσω τον χρόνο
από τη μια επίσκεψή του ώς την επόμενη
να δημιουργήσω μια προσδοκία
μιαν αιτία
αλλά μάλλον λιγοστεύει και ο νους μου
δεν γνωρίζω αν έφυγε πριν λίγα λεπτά
ή πριν πολλές ώρες
αν θα ξανάρθει αύριο
ή σε λίγο. Είμαι, όμως, βέβαιος
πως θα ξανάρθει.

Ίσως κάποτε υπήρξαμε εραστές
ίσως και τώρα θα μπορούσαμε
αν ανταποκρινόταν το σώμα
αυτό τέλος πάντων που μου έμεινε
αν μπορούσα να δω τα μάτια του
αν δεν ήμουν εδώ
αν δεν φοβόμασταν τις συνέπειες
στην κατάστασή μου.

Αλλά δεν έχω χέρια
δεν έχω μάτια
δεν έχω νου.
Ανανταπόδοτες μένουν οι θωπείες
καίτοι επίμονες, καθημερινές.

Με αγαπάει.
Αυτή η προσδοκία με κρατάει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: