Προσπάθεια ανόρθωσης

Τέντωσε τα πόδια της και χτύπησε πάνω στην πέτρα. Μια μεγάλη πέτρα που έκλεινε το δρόμο ήταν και προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να τη σπρώξει. Τέντωσε τα χέρια της και ένιωσε να την καρφώνουν μικρές βελόνες. Γύρισε να κοιτάξει και είδε πως τα χέρια της είχαν μπλεχτεί μες στα πυκνά κλαδιά ενός δέντρου. Προσπάθησε να τα ξεμπλέξει, γδάρθηκε αλλά τα κατάφερε, και αποφάσισε να τα κατεβάσει στο ύψος των μηρών της. Βρισκόταν εν κινήσει τα μπράτσα της, καθοδική, όταν ένα εμπόδιο τους έκοψε τη φόρα. Οι αγκώνες της σύρθηκαν πάνω στους τοίχους ενός σπιτιού. Μάτωσε. Δίπλα υπήρχε κι άλλο σπίτι, και πιο κάτω ακόμα ένα, και έτσι κατά μήκος όλου του στενού δρόμου. Κατάλαβε πως δεν θα μπορούσαν τα χέρια της να φτάσουν τους μηρούς της. Έτσι, έμεινε με μισοσηκωμένα τα χέρια και αυτή τη φορά προσπάθησε να λυγίσει το ένα της γόνατο. Σιγά σιγά άρχισε την προσπάθεια αλλά το γόνατο καθώς σηκώνονταν άγγιξε τον ουρανό κι εκεί σταμάτησε. Κατάλαβε πως δεν γινόταν να συνεχίσει, ο ουρανός, γεμάτος σύννεφα, ήταν πολύ χαμηλός. Τι νόημα είχε να προσπαθήσει να λυγίσει το άλλο γόνατο, σκέφτηκε, αφού ο ουράνιος θόλος, τα ίδια τα ύψη, της έφραζαν, κι αυτά, το δρόμο σαν τη μεγάλη πέτρα, όμοια με βουνό, επάνω στο οδόστρωμα. Έμεινε σκεφτική κι ακίνητη για λίγες στιγμές που έμοιαζαν ατέλειωτες. Η στάση του κορμιού της –η θέση της– ήταν τόσο παράξενη, αφύσικη και άβολη. Ξαπλωμένη ανάσκελα, παραδομένη κι αιχμάλωτη ταυτόχρονα. Κατάλαβε πως έτσι όπως είχαν τα πράγματα, ήταν αδύνατο γι’ αυτήν να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της. Μα πόσους αιώνες ήταν εκεί; Άρχισε ν’ αδημονεί στ’ αλήθεια. Ο κόσμος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: