Νύχτα & άλλα επεισόδια

Μετάφραση: Νάνσυ Αγγελή
Νύχτα & άλλα επεισόδια

Η Τζόις Κά­ρολ Όουτς (Joyce Carol Oates, Λόκ­πορτ, Νέα Υόρ­κη, 1938) εί­ναι μια από τις πιο δη­μο­φι­λείς και πο­λυ­σχι­δείς Αμε­ρι­κα­νί­δες συγ­γρα­φείς. Έχει εκ­δώ­σει πο­λυά­ριθ­μα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, συλ­λο­γές δι­η­γη­μά­των, νου­βέ­λες και ποι­ή­μα­τα, ενώ έχει τι­μη­θεί με πο­λύ ση­μα­ντι­κές λο­γο­τε­χνι­κές δια­κρί­σεις (Εθνι­κό Λο­γο­τε­χνι­κό Βρα­βείο «National Book Award», βρα­βείο σύ­ντο­μης φόρ­μας «O. Henry Award», «Bram Stoker Award», «Pen / Malamud Award», το γαλ­λι­κό «Prix Femina», με­τα­ξύ άλ­λων). Το 2011 έλα­βε την ανώ­τε­ρη διά­κρι­ση της χώ­ρας της, το Εθνι­κό Αν­θρω­πι­στι­κό Με­τάλ­λιο. Πα­ράλ­λη­λα, ήταν πολ­λές φο­ρές υπο­ψή­φια για το βρα­βείο Νό­μπελ, αλ­λά και για το βρα­βείο Πού­λι­τζερ το 2004.
Σε σχέ­ση με την τέ­χνη της, η Κά­ρολ Όουτς έχει κα­τα­φέ­ρει να δη­μιουρ­γή­σει ένα συ­μπα­γές έρ­γο όχι μό­νο ως μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος, αλ­λά και ως δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας όλα τα ερ­γα­λεία που δια­θέ­τει προ­κει­μέ­νου να πει τις ιστο­ρί­ες της. Όπως ση­μειώ­νει ο συγ­γρα­φέ­ας John Barth, «Η Joyce Carol Oates κα­λύ­πτει όλο τον αι­σθη­τι­κό χάρ­τη». Όσον αφο­ρά στην ποί­η­σή της, η οποία εί­ναι ίσως λι­γό­τε­ρο γνω­στή, η κρι­τι­κή την αντι­με­τώ­πι­σε αρ­χι­κά με επι­φύ­λα­ξη, μη θε­ω­ρώ­ντας πως αξί­ζει να με­λε­τη­θεί ως αυ­τό­νο­μο κομ­μά­τι του έρ­γου της. Ωστό­σο, η Όουτς δη­μο­σί­ευ­σε την πρώ­τη της ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Women in Love» μό­λις το 1968, ενώ πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τα που έγρα­ψε στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου θε­ω­ρού­νται σή­με­ρα κλα­σι­κά, όπως το ποί­η­μα με τον τί­τλο «Γυ­ναί­κες των οποί­ων η ζωή εί­ναι το Φα­γη­τό, Άντρες των οποί­ων η ζωή εί­ναι τα Λε­φτά» από την ομώ­νυ­μη συλ­λο­γή «Women Whose Lives Are Food, Men Whose Lives Are Money» (1978). Το ποί­η­μα, γραμ­μέ­νο σε πε­ζό, αφη­γη­μα­τι­κό στυλ, απει­κο­νί­ζει τους Αμε­ρι­κα­νούς στο δεύ­τε­ρο μι­σό ενός βί­αιου και συ­ναρ­πα­στι­κού αιώ­να ενώ βρί­σκο­νται στο επί­κε­ντρο της πα­γκό­σμιας δύ­να­μης. Στον από­η­χο του αμε­ρι­κα­νι­κού ονεί­ρου, μπερ­δε­μέ­νοι, πα­ρορ­μη­τι­κοί, επι­τα­χύ­νο­ντας και ψη­λα­φί­ζο­ντας το δρό­μο τους προς την κα­τα­νό­η­ση των συν­θη­κών επι­βί­ω­σης και την επί­τευ­ξη της επι­τυ­χί­ας, άν­δρες και γυ­ναί­κες βλέ­πουν τον εαυ­τό τους να κα­θρε­φτί­ζε­ται στους στί­χους του ποι­ή­μα­τος αυ­τού που πε­ρι­γρά­φει μια τυ­πι­κή ερ­γά­σι­μη εβδο­μά­δα. Οι γρή­γο­ροι ρυθ­μοί ζω­ής που επι­βάλ­λουν στους άν­δρες η οι­κο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη και η κουλ­τού­ρα της τη­λε­ό­ρα­σης και του κα­τα­να­λω­τι­σμού, έρ­χο­νται σε αντί­θε­ση με την αρ­γή, βα­ρε­τή ρου­τί­να των γυ­ναι­κών, που βρί­σκο­νται πί­σω από το αρ­χέ­τυ­πο της με­σο­α­στι­κής νοι­κο­κυ­ράς. Κα­τά τον ίδιο τρό­πο, η πραγ­μα­τι­κή ζωή έρ­χε­ται σε αντί­θε­ση με την τη­λε­ο­πτι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εν τέ­λει, η μο­να­ξιά και η απο­ξέ­νω­ση χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τις σχέ­σεις των ατό­μων, το χά­σμα μοιά­ζει αγε­φύ­ρω­το κα­θώς οι άν­θρω­ποι, ανή­μπο­ροι, πα­ρα­κο­λου­θούν το κε­νό να πα­ρα­σέρ­νει σαν πο­τά­μι την όποια στο­χα­στι­κή τους διά­θε­ση.
Η Όουτς ασχο­λεί­ται με τη δια­τύ­πω­ση του αμε­ρι­κα­νι­κού ονεί­ρου και το πώς αυ­τό άλ­λα­ξε και οξύν­θη­κε μέ­σα στις δε­κα­ε­τί­ες της αμε­ρι­κα­νι­κής ευ­η­με­ρί­ας και υπε­ρο­χής. Οι χα­ρα­κτή­ρες της εί­ναι συ­χνά πρό­τυ­πα του έθνους και η ανά­πτυ­ξή τους από την αφέ­λεια στη σο­φία και τον πό­νο αντα­να­κλά πτυ­χές του εθνι­κού πε­πρω­μέ­νου όπως αυ­τές κα­θρε­φτί­ζο­νται στην εξε­λισ­σό­με­νη κοι­νω­νία που την πε­ρι­βάλ­λει. Ζώ­ντας στο Ντι­τρόιτ, το καύ­χη­μα της αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νί­ας στη δε­κα­ε­τία του 1960, η Όουτς βί­ω­σε το πώς εί­ναι να ζει κα­νείς στην καρ­διά της αμε­ρι­κα­νι­κής οι­κο­νο­μι­κής ζω­ής: «Ό,τι εί­ναι κα­λό για τη General Motors εί­ναι κα­λό για την Αμε­ρι­κή». Στην πό­λη, ωστό­σο, ξέ­σπα­σαν οι γνω­στές Τα­ρα­χές του Ιου­λί­ου του 1967, απο­κα­λύ­πτο­ντας την υπο­λαν­θά­νου­σα σκο­τει­νή πλευ­ρά της φτώ­χειας και της ορ­γής, απο­τέ­λε­σμα του στα­δια­κού οι­κο­νο­μι­κού μα­ρα­σμού της πε­ριο­χής. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, στο ποί­η­μα της Όουτς, αρ­γό­σχο­λοι έφη­βοι, μα­κρυ­κά­νι­κα παι­διά, περ­νούν το χρό­νο τους πη­δώ­ντας νε­ρό­λακ­κους στο υπαί­θριο πάρ­κινγκ της GM. Κα­νείς δεν τους ζη­λεύ­ει, γρά­φει απο­φθεγ­μα­τι­κά. Έτσι, πα­ρα­τη­ρώ­ντας την έλ­λει­ψη ρι­ζών, τον κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό και την απο­γο­ή­τευ­ση που επι­κρα­τούν, τη βρώ­μι­κη με άλ­λα λό­για πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πί­σω από τα λα­μπε­ρά δια­φη­μι­στι­κά σποτ, το βλέμ­μα της για τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες απο­κα­λύ­πτει ένα έθνος γε­μά­το τρα­γω­δί­ες που οδεύ­ει προς μια όλο και με­γα­λύ­τε­ρη βία στη δη­μό­σια και ιδιω­τι­κή ζωή. Χω­ρίς θρη­σκευ­τι­κό μή­νυ­μα, αλ­λά μάλ­λον με στά­ση πα­ρα­τη­ρη­τή και μάρ­τυ­ρα, σκια­γρα­φεί τις δυ­σκο­λί­ες των Αμε­ρι­κα­νών κα­θώς προ­σπα­θούν να βρουν αγά­πη και ει­ρή­νη σε έναν πο­λι­τι­σμό που τους οδη­γεί στην κα­τα­στρο­φή και το θά­να­το.
Στα διεισ­δυ­τι­κά δρά­μα­τα της Όουτς, πο­λύ συ­χνά με­λο­δρά­μα­τα, εξε­τά­ζε­ται, όπως σε ολό­κλη­ρο το έρ­γο της, η αγρο­τι­κή φτώ­χεια, η σε­ξουα­λι­κή κα­κο­ποί­η­ση, οι τα­ξι­κές εντά­σεις, η επι­θυ­μία για εξου­σία, η παι­δι­κή ηλι­κία, κα­θώς και η εφη­βεία των γυ­ναι­κών ή ο υπερ­φυ­σι­κός τρό­μος. Από το πρώ­το της μυ­θι­στό­ρη­μα «With Shuddering Fall» το 1964, η Όουτς έχει χτί­σει ένα λο­γο­τε­χνι­κό σύ­μπαν στο οποίο η οξεία κοι­νω­νι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση συν­δυά­ζε­ται με γοτ­θι­κά στοι­χεία. Για το λό­γο αυ­τό, στην αρ­χή της κα­ριέ­ρας της, συ­γκρί­θη­κε με τη Φλά­νε­ρυ Ο’ Κό­νορ. Στα έρ­γα της πα­ρα­τη­ρεί κα­νείς τα τυ­πι­κά γνω­ρί­σμα­τα του εί­δους αυ­τού των ιστο­ριών: ασυ­νεί­δη­τες δυ­νά­μεις, απο­πλά­νη­ση, αι­μο­μι­ξία, βία, ακό­μη και βια­σμός, που συ­χνά οδη­γού­νται σε εντυ­πω­σιο­θη­ρι­κά άκρα.
Στο ποί­η­μα «Νύ­χτα», γραμ­μέ­νο το 1983, πε­ρι­γρά­φε­ται η ανά­μνη­ση του βια­σμού μιας ανή­λι­κης κο­πέ­λας, όταν ήταν μό­λις έντε­κα χρο­νών παι­δί. Οι στί­χοι ακο­λου­θούν τις σκέ­ψεις της ενή­λι­κης πια γυ­ναί­κας, αλ­λά όσα λέ­γο­νται εί­ναι φει­δω­λά και απο­σπα­σμα­τι­κά και ο ανα­γνώ­στης οφεί­λει να συ­μπλη­ρώ­σει και να ολο­κλη­ρώ­σει τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή επί­δρα­ση. Ο βια­σμός δεν αρ­θρώ­νε­ται πο­τέ ως λέ­ξη και η αφη­γή­τρια ανα­φέ­ρε­ται σ’ αυ­τόν ως «το επει­σό­διο», κά­τι που οφεί­λει να ξε­χά­σει, το να ξε­χνάς γε­νι­κά εν­δεί­κνυ­ται, γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά η Όουτς. Η «Νύ­χτα», το σκο­τά­δι της λή­θης, εί­ναι τό­σο κοι­νω­νι­κά επι­βαλ­λό­με­νη, που κά­νει την ίδια την ηρω­ί­δα να αμ­φι­βάλ­λει, ενώ η άρ­νη­ση, η μη άρ­θρω­ση, φτά­νει στο ση­μείο να σβή­σει σχε­δόν αυ­τό που συ­νέ­βη. Μή­πως δεν συ­νέ­βη πο­τέ; Το αμεί­λι­κτο κλεί­σι­μο του ποι­ή­μα­τος μι­μεί­ται την αμεί­λι­κτη στά­ση μιας κοι­νω­νί­ας που οδη­γεί τα άτο­μα σε ψυ­χι­κή απο­μό­νω­ση. Η απο­ξέ­νω­ση, άλ­λω­στε, η απο­μό­νω­ση και η απο­μά­κρυν­ση εί­ναι συ­χνά τα εμπό­δια που οι χα­ρα­κτή­ρες της Όουτς αγω­νί­ζο­νται να ξε­πε­ρά­σουν. Ού­τε η χα­ρά, όμως, ού­τε η τρα­γω­δία εί­ναι πο­τέ πλή­ρεις, για­τί η αν­θρώ­πι­νη εμπει­ρία, όπως τη βλέ­πει η Όουτς, γνω­στή για το σκο­τει­νό της ύφος γρα­φής, εί­ναι πά­ντα κά­τι πο­λυ­σύν­θε­το.
Η σχέ­ση μας με τον κό­σμο που μας πε­ρι­βάλ­λει εί­ναι πά­ντα το κλει­δί, μας λέ­ει η συγ­γρα­φέ­ας. Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, οι χα­ρα­κτή­ρες στα έρ­γα της αυ­τα­πα­τώ­νται. Η γοη­τεία που τους ασκεί η ιδέα του αμε­ρι­κα­νι­κού ονεί­ρου και η δύ­να­μη της πί­στης και της αυ­το­δη­μιουρ­γί­ας που υπο­νο­εί­ται σε αυ­τό, με­τα­φρά­ζε­ται στα­δια­κά σε συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της απο­τυ­χί­ας τους. Οι ίδιοι ζουν συ­ναι­σθη­μα­τι­κά απο­μο­νω­μέ­νοι, ενώ οι αντι­λή­ψεις τους δεν ξε­περ­νούν τα όρια του μι­κρό­κο­σμου τους. Η Όουτς αφή­νει να γί­νει αι­σθη­τή η υπο­κει­με­νι­κό­τη­τά τους με αξιο­ση­μεί­ω­τη σα­φή­νεια, επι­τρέ­πο­ντας στον ανα­γνώ­στη να φέ­ρει ευ­ρύ­τε­ρη γνώ­ση και προ­ο­πτι­κή στην ιστο­ρία προ­κει­μέ­νου να εμ­βα­θύ­νει στο νό­η­μά της.
Η πο­λυ­πλο­κό­τη­τα που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τις αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις και ιδιαί­τε­ρα τις σχέ­σεις με­τα­ξύ των φύ­λων, απα­σχό­λη­σε ιδιαί­τε­ρα την Όουτς. Ο συ­σχε­τι­σμός δυ­νά­με­ων με­τα­ξύ αντρών και γυ­ναι­κών, ο έρω­τας και η σε­ξουα­λι­κό­τη­τα εί­ναι με­ρι­κά από τα πε­δία έρευ­νας της λο­γο­τε­χνί­ας της. Ως γυ­ναί­κα συγ­γρα­φέ­ας, η γρα­φή της απο­κά­λυ­ψε εξαρ­χής μια έντο­νη ευαι­σθη­σία στις αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις των φύ­λων και ορι­σμέ­να από τα έρ­γα της εμ­φα­νί­ζουν μια ρη­τά φε­μι­νι­στι­κή λο­γι­κή. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα εί­ναι το ει­ρω­νι­κό ποί­η­μα «Ανέκ­δο­το αγά­πης», του 1983, μια ωδή-πα­ρω­δία στον ερω­τευ­μέ­νο άντρα, δη­λα­δή τον κτη­τι­κό άντρα. Η φε­μι­νι­στι­κή μα­τιά στις ιστο­ρί­ες της Όουτς εί­ναι συ­χνά χιου­μο­ρι­στι­κή (το εί­δος του χιού­μορ που θα απο­κα­λού­σα­με «μαύ­ρο») και απρό­βλε­πτη και οι ήρω­ες της, αν και κα­τ' εξο­χήν ανα­γνω­ρί­σι­μοι, δεν πε­ριο­ρί­ζο­νται στους τυ­πι­κούς αν­δρι­κούς και γυ­ναι­κεί­ους ρό­λους. Οι στά­σεις, οι συ­μπε­ρι­φο­ρές, οι πρά­ξεις και τα συ­ναι­σθή­μα­τά τους απο­κα­λύ­πτουν χω­ρίς προ­κα­τα­λή­ψεις σύγ­χρο­νους άντρες και γυ­ναί­κες. Κι όπως συμ­βαί­νει και στην αλη­θι­νή ζωή, στον κό­σμο της Όουτς τα πά­ντα εί­ναι δυ­να­τά με­τα­ξύ αν­δρών και γυ­ναι­κών και, κά­τω από την επι­φά­νεια, μια πλού­σια, σκο­τει­νή και άγρια εσω­τε­ρι­κή ζωή πάλ­λε­ται.
Τη θε­μα­τι­κή αυ­τή ολο­κλη­ρώ­νουν τα πιο πρό­σφα­τα έρ­γα (κεί­με­να που δεν εί­ναι μό­νο ποι­ή­μα­τα, αλ­λά και πε­ζά), «Πού εί­σαι;» (2018) κα­θώς και το «Εί­ναι η επο­χή» (2016), στα οποία η συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­πιά­νε­ται επι­πλέ­ον με το γή­ρας και το θέ­μα του χρό­νου.
Κα­τα­λύ­ο­ντας τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ανά­με­σα σε λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη, στα έρ­γα που ακο­λου­θούν η ποί­η­ση εναλ­λάσ­σε­ται με τη σύ­ντο­μη φόρ­μα, επι­χει­ρώ­ντας τη δη­μιουρ­γία ή του­λά­χι­στον την αί­σθη­ση μιας λο­γο­τε­χνι­κής συ­νο­μι­λί­ας.


Νύχτα & άλλα επεισόδια


Γυ­ναί­κες των οποί­ων η ζωή εί­ναι το Φα­γη­τό, άντρες των οποί­ων η ζωή εί­ναι τα Λε­φτά

Δευ­τέ­ρας μέ­σα πρω­ι­νού με βλέμ­μα προ­ση­λω­μέ­νο
φι­λει­ρη­νι­κή σαν τη βρο­χή σ’ αυ­τή τη στε­νή πί­σω αυ­λή
φο­ρά πα­ντό­φλες φα­νε­λέ­νιες
πί­νει μι­κρές γου­λιές κα­φέ
σκέ­φτε­ται —
— χα­ζεύ­ο­ντας στη δύ­σβα­τη γε­μά­τη αγριό­χορ­τα αυ­λή
τα πρό­σω­πα που αρ­χί­ζουν να παίρ­νουν σχή­μα
με τη φρέ­σκια λά­σπη
επά­νω στο λι­νό­λε­ουμ
όπου πα­τώ­μα­τος σα­νί­δες εξέ­χουν

Γυ­ναί­κες των οποί­ων η ζωή εί­ναι το φα­γη­τό
σπά­ζο­ντας αυ­γά προ­σε­κτι­κά
κα­θα­ρί­ζο­ντας σκου­πί­δια από τα πιά­τα
από σα­κού­λες βγά­ζο­ντας ψώ­νια με δυο χέ­ρια

Τε­τάρ­τη βρά­δυ: έξω βγά­ζει τα άδεια δο­χεία
σκλη­ρό πλα­στι­κό με χω­ρι­στά κα­πά­κια
Πέμ­πτη πρωί: το απορ­ριμ­μα­το­φό­ρο γκρι­νιά­ζει στις 7
Πα­ρα­σκευή το εμπο­ρι­κό κέ­ντρο μέ­νει ανοι­χτό ώς τις 9
τσά­ντες με ψώ­νια προς άδεια­σμα
από δυο συ­γκε­κρι­μέ­να χέ­ρια

Άντρες των οποί­ων η ζωή εί­ναι τα χρή­μα­τα
Σάβ­βα­τα με υπε­ρω­ρί­ες
το με­ση­με­ρια­νό τυ­λιγ­μέ­νο με φρο­ντί­δα σπί­τι επι­στρέ­φει
Ανέγ­γι­χτο τη Δευ­τέ­ρα το πρωί

Γυ­ναί­κες των οποί­ων η ζωή εί­ναι το φα­γη­τό
για­τί δεν χτυ­πούν κάρ­τα
για­τί δεν έχουν ωρά­ριο ερ­γα­σί­ας
ανα­στε­νά­ζο­ντας με ανα­κού­φι­ση που εί­ναι μό­νες
με προ­σή­λω­ση κοι­τώ­ντας την αυ­λή, μέ­σα πρω­ι­νού

μέ­σα εβδο­μά­δας
ώς τα μέ­σα του απο­γεύ­μα­τος όλα θα έχουν ξε­χα­στεί

Υπάρ­χουν βρά­δια ατε­λεί­ω­τα;
συ­ζη­τή­σεις σε πά­νελ για εκτρώ­σεις, μό­δα, δου­λειές που έχουν νό­η­μα
υπάρ­χουν ερω­τι­κές σκη­νές όπου άν­θρω­ποι μη­ρυ­κά­ζουν πά­θη
ζω­η­ρά, όμορ­φα, ανό­η­τα, τρε­λά
στα κο­ντι­νά πλά­να μοιά­ζουν αγέ­ρα­στοι
οι γυ­ναί­κες των οποί­ων η ζωή εί­ναι το φα­γη­τό
οι άντρες των οποί­ων η ζωή εί­ναι τα λε­φτά
νευ­ρι­κά κι­νού­νται όσο οι άγνω­στοι αυ­τοί αγκα­λιά­ζο­νται και κλαί­νε και
πα­ρε­ξη­γούν και συγ­χω­ρούν και πε­θαί­νουν και κλαί­νε και αγκα­λιά­ζο­νται
και οι θε­α­τές κοι­τούν προ­ση­λω­μέ­νοι και κι­νού­νται νευ­ρι­κά και ανα­στε­νά­ζουν και
αρ­χί­ζουν το χα­σμου­ρη­τό γύ­ρω στις 10:30
πο­τέ ξύ­πνιοι με­τά τα με­σά­νυ­χτα, ακό­μη και τα Σάβ­βα­τα,
πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τους τολ­μη­ρούς εαυ­τούς τους να παί­ζουν στο γυα­λί

Που εί­ναι οι απο­κα­λύ­ψεις που τους υπο­σχέ­θη­καν;
Για­τί τις έπαι­ξαν τό­σες πολ­λές φο­ρές;
Μα­κρυ­κά­νι­κα παι­διά χί­λια μί­λια δυ­τι­κά
κά­νο­ντας οτο­στόπ την άνοι­ξη, με χρώ­μα μπρον­ζέ το κα­λο­καί­ρι
αντί­χει­ρες δια­μαρ­τύ­ρο­νται
μά­τια εκλι­πα­ρούν
Μας παίρ­νε­τε μα­ζί σας, ε; Μας παίρ­νε­τε μα­ζί σας;

κι όταν επι­στρέ­φουν τί­πο­τα δεν έχει αλ­λά­ξει
το λι­νό­λε­ουμ μοιά­ζει πα­λιό
το Χα­βα­νέ­ζι­κο Κο­τό­που­λο εί­ναι και­νούρ­γιο
τα κο­ρί­τσια λού­ζουν τα μαλ­λιά τους συ­χνό­τε­ρα
τα αγό­ρια πή­δά­νε πά­νω από νε­ρό­λακ­κους
στο υπαί­θριο πάρ­κινγκ της GM
κα­νείς δεν τους ζη­λεύ­ει

οι μα­νά­δες τους σκύ­βουν
οι πόρ­τες των φούρ­νων κλεί­νουν με θό­ρυ­βο
τα πιά­τα ξε­πλέ­νο­νται και στοι­βά­ζο­νται και
ως τα μέ­σα του πρω­ι­νού το σπί­τι έχει ησυ­χά­σει
βρέ­χει έξω
ή δεν βρέ­χει
η ανα­κού­φι­ση του κε­νού βρέ­χει
απλή, τρο­με­ρή, ρου­τί­να
εν ει­ρή­νη

(1978)


Ανέκ­δο­το αγά­πης

Κα­θώς ερω­τεύ­ε­ται, απο­σπά από εκεί­νη τα μυ­στι­κά
της «προη­γού­με­νής της ζω­ής».

Κα­θώς απο­σπά από εκεί­νη τα μυ­στι­κά της «προη­γού­με­νής της ζω­ής»,
ερω­τεύ­ε­ται.

Εί­ναι άγριο, με­θυ­στι­κό, τάρ­τα με γεύ­ση κρα­σιού. Εί­ναι ανά­κρι­ση.
Πες μου, της λέ­ει. Σε πα­ρα­κα­λώ, πες μου.
Μην ντρέ­πε­σαι. Μη δι­στά­ζεις. Εί­ναι αν­θρώ­πι­νο, λέ­ει,
θέ­λω να μά­θω ποια εί­σαι, εκλι­πα­ρεί, δεν εί­μαι άπλη­στος.
Μη λες ψέ­μα­τα.

Εί­ναι αφο­σιω­μέ­νος. Εί­ναι αχόρ­τα­γος.
Η σκιά του απλώ­νε­ται πλού­σια και πα­ρα­φου­σκω­μέ­νη απ’ τα πό­δια του
έως εκεί­νη. Μα εί­μαι σί­γου­ρος πως έχεις ξε­χά­σει κά­τι, λέ­ει,
το πρώ­το κα­τσού­φια­σμα, λά­μα μα­χαι­ριού ανά­με­σα σε δυο τέ­λεια φρύ­δια,
αυ­τή σί­γου­ρα δεν εί­ναι όλη η ιστο­ρία, λέ­ει.
Μό­λις κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο από απλό ανέκ­δο­το. Δεν πεί­θει.

Εί­ναι τρυ­φε­ρός, εί­ναι το αστρα­φτε­ρό φτε­ρό ενός με­γά­λου αε­ρο­πλά­νου,
εί­ναι λή­θη, όλος πεί­να, ασί­γα­στη δί­ψα, αφο­σί­ω­ση.
Υπάρ­χει κά­τι ακό­μα, λέ­ει ήρε­μα, δεν μου λες
την αλή­θεια, λέ­ει, ψεύ­δε­σαι, λέ­ει, δεν ξέ­ρεις
ότι η μη απο­κά­λυ­ψη με αη­διά­ζει;

Όσο η «προη­γού­με­νή της ζωή» σβή­νει, η αγά­πη του υπο­χω­ρεί
σύ­ντο­μα θα γί­νει συ­ντρο­φι­κή κι ύστε­ρα αδερ­φι­κή.
Κι ύστε­ρα, τί­πο­τα απο­λύ­τως.

Από­ψε, ωστό­σο, εί­ναι σφο­δρός σε αγά­πη και πρό­θυ­μος
να εκλι­πα­ρή­σει. Έχεις πα­ρα­λεί­ψει πολ­λά, λέ­ει, σε πα­ρα­κα­λώ
μη μου λες ψέ­μα­τα, λέ­ει, τι εί­ναι, ρω­τά.
Δεν στα­μα­τά να ρω­τά.

(1983)


Νύ­χτα

Ονο­μά­ζου­με Νύ­χτα τη στέ­ρη­ση χα­ράς
στη διά­θε­ση μας για όλα τα πράγ­μα­τα
                         ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ


Θυ­μά­ται το επει­σό­διο να λαμ­βά­νει χώ­ρα τη νύ­χτα. 
Εί­ναι μια νυ­χτε­ρι­νή ιστο­ρία, μια αλ­λη­γο­ρία ίσως,
κά­ποιος την αρ­πά­ζει από πί­σω, ένα μπρά­τσο γύ­ρω από το λαι­μό της,
σφι­χτά κλει­σμέ­νο κά­τω από το σα­γό­νι της. Εί­ναι έντε­κα χρο­νών παι­δί.

Συμ­βαί­νει τό­σο γρή­γο­ρα, πά­ντα συμ­βαί­νει τό­σο γρή­γο­ρα,
δεν έχει χρό­νο να ουρ­λιά­ξει. Κι ύστε­ρα δεν έχει ανά­σα.
Εί­ναι νύ­χτα, αρ­χί­ζει να πνί­γε­ται, χά­νει
τις αι­σθή­σεις της, στο μέλ­λον θα το ξε­χά­σει.
Το να ξε­χνάς γε­νι­κά συ­νί­στα­ται.

Το βά­ρος της, σε αντί­θε­ση με το δι­κό του, θα πρέ­πει να εί­ναι ασή­μα­ντο.
Θα πνι­γεί, δεν μπο­ρεί να ουρ­λιά­ξει ή να κλά­ψει, αν λι­πο­θυ­μή­σει
ίσως η ορ­γή του κο­πά­σει.

Ού­τε σπρώ­χνει με δύ­να­μη το βρα­χί­ο­να. Ού­τε μπή­γει τα νύ­χια της στο πρό­σω­πο.
(Για την ακρί­βεια, δεν υπάρ­χει πρό­σω­πο, για­τί εί­ναι νύ­χτα).

Δεν θα της κά­νει κα­κό. Εί­ναι ψη­λή για την ηλι­κία της, κι αυ­τό
ίσως τον πα­ρα­πλά­νη­σε.
Λέ­ει συ­χνά ψέ­μα­τα. Δεν μπο­ρεί κα­νείς να την εμπι­στευ­τεί.
Όταν πέ­σει στην άσφαλ­το (βρί­σκο­νται σε μια υπό­γεια στοά
κά­τω από τις γραμ­μές του τρέ­νου), θα την αφή­σει.
Κλι­νι­κά δεν έχει «κα­κο­ποι­η­θεί».
Δεν υπάρ­χει αί­μα εκτός από τα γδαρ­μέ­να της γό­να­τα.
Δεν υπάρ­χει ου­λή ή ανοι­χτή πλη­γή
εκτός από τη νυ­χτε­ρι­νή ιστο­ρία, τη μνή­μη.

Εί­ναι πά­ντα νύ­χτα, δεν το θυ­μά­ται ως νύ­χτα,
μή­πως ήταν από­γευ­μα; — γύ­ρι­ζε σπί­τι
από το σχο­λείο, κα­τε­βαί­νο­ντας τα σκα­λιά του δρό­μου,
μια πα­λιά δια­δρο­μή, από­λυ­τα ασφα­λής υπό το φως της μέ­ρας.

Κι όμως, θυ­μά­ται το επει­σό­διο να λαμ­βά­νει χώ­ρα τη νύ­χτα.
Κά­τι για το οποίο θα απο­δει­χθεί, εί­κο­σι χρό­νια με­τά, ψεύ­τρα.
Όσο για το υπό­λοι­πο της ιστο­ρί­ας — δεν εί­ναι άρα­γε επι­νό­η­ση;

Πά­ντα εί­χες πα­ρά­ξε­νη φα­ντα­σία, της λέ­νε.

(1983)

Εί­ναι η επο­χή

Εί­ναι η επο­χή που οι σύ­ζυ­γοι ξα­πλώ­νουν
στις αιώ­ρες τους από κάν­να­βη για τε­λευ­ταία φο­ρά
δια­βά­ζο­ντας Το Έθνος υπό το φθι­νο­πω­ρι­νό φως που αχνο­σβή­νει
πριν το σού­ρου­πο ση­κω­θεί από τη γη
πριν τη μη-γνώ­ση για το αν πο­τέ ξα­νά η γη
θα πε­ρι­στρα­φεί στον άξο­νά της στο φως, τον με­γά­λο κλί­βα­νο του
φω­τός, θα επι­στρέ­ψει τους συ­ζύ­γους στο φως
στις αιώ­ρες τους από κάν­να­βη δια­βά­ζο­ντας Το Έθνος.

(2016)

Πού εί­σαι;

Ο σύ­ζυ­γος εί­χε απο­κτή­σει τη συ­νή­θεια να φω­νά­ζει τη σύ­ζυ­γό του από κά­που μέ­σα στο σπί­τι — αν εκεί­νη ήταν στον επά­νω όρο­φο, εκεί­νος ήταν κά­τω· αν εκεί­νη ήταν κά­τω, εκεί­νος ήταν πά­νω — κι όταν εκεί­νη απα­ντού­σε, «Ναι, τι θέ­λεις;», εκεί­νος συ­νέ­χι­ζε να τη φω­νά­ζει, σαν να μην εί­χε ακού­σει και μ’ έναν αέ­ρα τε­τα­μέ­νης υπο­μο­νής έλε­γε «Εί­ναι κα­νείς εδώ; Πού εί­σαι;». Κι έτσι εκεί­νη δεν εί­χε άλ­λη επι­λο­γή απ’ το να τρέ­ξει προς το μέ­ρος του, όπου κι αν βρι­σκό­ταν, οπου­δή­πο­τε μέ­σα στο σπί­τι, πά­νω, κά­τω, στο υπό­γειο ή έξω στη βε­ρά­ντα, στην πί­σω αυ­λή ή στην εί­σο­δο. «Τι θέ­λεις;», φώ­να­ζε εκεί­νη προ­σπα­θώ­ντας να μεί­νει ήρε­μη. «Τι εί­ναι;» Κι αυ­τός θα της έλε­γε ‒ ένα πα­ρά­πο­νο, ένα σχό­λιο, μια πα­ρα­τή­ρη­ση, μια υπεν­θύ­μι­ση, μια απο­ρία ‒ κι ύστε­ρα με­τά από λί­γο θα τον άκου­γε να φω­νά­ζει πά­λι με και­νούρ­για ανυ­πο­μο­νη­σία «Εί­ναι κα­νείς εδώ; Πού εί­σαι;» κι εκεί­νη θα φώ­να­ζε με τη σει­ρά της «Ναι; Τι εί­ναι;», προ­σπα­θώ­ντας να κα­τα­λά­βει πού βρι­σκό­ταν. Θα συ­νέ­χι­ζε να φω­νά­ζει, μην ακού­γο­ντάς την, για­τί απε­χθα­νό­ταν να φο­ρά το ακου­στι­κό του μέ­σα στο σπί­τι, όπου δεν υπήρ­χε πα­ρά μο­νά­χα η γυ­ναί­κα του την οποία έπρε­πε ν’ ακού­σει. Πα­ρα­πο­νιό­ταν ότι ένα από τα μι­κρά πλα­στι­κά εξαρ­τή­μα­τα σε σχή­μα σα­λι­γκα­ριού τον ενο­χλού­σε, το ευαί­σθη­το εσω­τε­ρι­κό αυ­τί εί­χε κοκ­κι­νί­σει, ακό­μη και μα­τώ­σει, κι έτσι συ­νέ­χι­ζε να φω­νά­ζει κα­κο­διά­θε­τος «Εί­ναι κα­νείς εδώ; Πού εί­σαι;» — για­τί η γυ­ναί­κα βρι­σκό­ταν σε διαρ­κή κί­νη­ση κά­που έξω απ’ την ακτί­να ακο­ής του και πο­τέ δεν ήξε­ρε πού στο διά­βο­λο ήταν ή τι έκα­νε. Υπήρ­χαν στιγ­μές που η πα­ρου­σία της και μό­νο τον εκνεύ­ρι­ζε — μέ­χρι που στο τέ­λος εκεί­νη υπο­χω­ρού­σε κι έτρε­χε ξέ­πνοη να τον βρει, κι όταν την έβλε­πε έλε­γε επι­πλήτ­το­ντάς την «Πού ήσουν; Όταν δεν απα­ντάς, ανη­συ­χώ». Κι εκεί­νη έλε­γε γε­λώ­ντας, προ­σπα­θώ­ντας να γε­λά­σει, πα­ρό­τι τί­πο­τε από όλα αυ­τά δεν ήταν αστείο, «Μα, εδώ ήμουν!» Κι εκεί­νος απο­κρι­νό­ταν «Όχι, δεν ήσουν. Δεν ήσουν. Εγώ ήμουν εδώ, εσύ δεν ήσουν». Κι αρ­γό­τε­ρα μέ­σα στη μέ­ρα, με­τά το με­ση­με­ρια­νό φα­γη­τό του και πριν από τον με­ση­με­ρια­νό του ύπνο, εκτός αν ήταν πριν από το με­ση­με­ρια­νό φα­γη­τό του και με­τά τον με­ση­με­ρια­νό του ύπνο, η γυ­ναί­κα άκου­σε τον σύ­ζυ­γό της να φω­νά­ζει «Εί­ναι κα­νείς εδώ; Πού εί­σαι;» και της πέ­ρα­σε απ’ το μυα­λό, Όχι. Θα του κρυ­φτώ. Μα δεν θα έκα­νε κά­τι τό­σο παι­διά­στι­κο. Αντ’ αυ­τού, κο­ντο­στά­θη­κε στις σκά­λες, έκα­νε τα χέ­ρια της χω­νί γύ­ρω απ’ το στό­μα της και φώ­να­ξε «Εδώ εί­μαι. Πά­ντα εδώ εί­μαι. Πού να ’μαι;». Αλ­λά ο σύ­ζυ­γος δεν μπο­ρού­σε να την ακού­σει και συ­νέ­χι­ζε να φω­νά­ζει «Εί­ναι κα­νείς εδώ; Πού εί­σαι;», μέ­χρι που στο τέ­λος εκεί­νη ούρ­λια­ξε «Τι θες; Εδώ εί­μαι, σου εί­πα». Αλ­λά ο σύ­ζυ­γος δεν μπο­ρού­σε να την ακού­σει και συ­νέ­χι­ζε να φω­νά­ζει «Εί­ναι κα­νείς εδώ; Πού εί­σαι; Εί­ναι κα­νείς εδώ;» και τε­λι­κά η γυ­ναί­κα δεν εί­χε άλ­λη επι­λο­γή απ’ το να υπο­χω­ρή­σει, για­τί ο σύ­ζυ­γος ακου­γό­ταν εκνευ­ρι­σμέ­νος και θυ­μω­μέ­νος και ανή­συ­χος. Κα­τε­βαί­νο­ντας τις σκά­λες σκό­ντα­ψε κι έπε­σε, έπε­σε άσχη­μα, ο λαι­μός έσπα­σε με­μιάς και πέ­θα­νε στα πό­δια της σκά­λας, ενώ σ’ ένα από τα δω­μά­τια του κά­τω ορό­φου ή ίσως στην απο­θή­κη ή στην πί­σω βε­ρά­ντα ο σύ­ζυ­γος συ­νέ­χι­ζε να φω­νά­ζει με ολο­έ­να αυ­ξα­νό­με­νη ανυ­πο­μο­νη­σία «Εί­ναι κα­νείς εδώ; Πού εί­σαι;»

(2018)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: