Μανταρίνια και άλλα ποιήματα

Στην αγορά

Σε βλέπω σαν μέρος του τοπίου
να τριγυρνάς σε παζάρια και αγορές
ανάμεσα σε μαδημένα κοτοπόδαρα και πίνακες της τέχνης.

Το ποτάμι μου έφερε τα χέρια σου
οι πνιγμένες πόλεις και οι πνιγμένοι άνθρωποι
πλασμένοι.

Πράγματα γεροντικά, καπνιάρικα
ένα κορμί με κίτρινα κοκαλάκια
και μία συνείδηση.

Εδώδιμα και αποικιακά
προϊόντα Μεσογείου
Ανατολής της πάσης.

Φυσάει αέρας εδώ
τα τόξα ψιθυρίζουνε στα αγόρια της Φοινίκης
σαλεμένοι χορευτές αναμαλλιάριδες.

Σε μέρη πεδινά και χέρσα
οι νέοι με τα θαλασσί φορέματα
δοσμένοι.

Τα σώματα που χάρηκε η θάλασσα
δώρα αφημένα στα δίχτυα των ψαράδων
μπαχάρια και μπαρούτια.

Μανταρίνια

Στον επικήδειο των αγαλμάτων πήγανε μόνο τα αγάλματα
λευκό να θρηνεί λευκό σε κοπετό που σε κουφαίνει
τα άκρα σπάζουνε κομμάτια 
στα στήθη οι φλέβες ραγισμένες
κι ό,τι απέμεινε από χέρι αρθρωμένο
έσκαβε τα μάγουλα ως να γίνουνε λαγούμια
ως να βρουν την ευτυχία σε μορφή σπασμένη.

Οι ασώματες κεφαλές της αρχαιολογίας των αγαλμάτων
με τα μανταρίνια περασμένα σκουλαρίκια στα αυτιά
θα ξαπλώσουν –πάντα συντεταγμένα–
στην τυχαιότητα του πεσόντα
κτερίζοντας εαυτόν, μονάχα με ολίγα κουκούτσια,
κρυμμένα στο βέλο του αριστερού τους βλέφαρου.

Πλένω τα χέρια μου επίμονα, να περιπαίξω την όσφρηση, να λύσω τις αισθήσεις.

Εγώ φωνασκώ, εσύ φωνασκείς, αυτός φωνασκεί

Bάζω την φωνή μου μέσα σε έναν ασκό και την ασκώ
την ασκώ σαν επάγγελμα, σαν ιδιότητα.

Θέτω τα προσόντα μου σε κλίμακα δεξιοτεχνίας
είμαι ικανός, είμαι επιδέξιος
η μορφή μου μοιάζει με εκείνη του Αιόλου
είμαι το αγόρι με τα μάγουλα πανιά
και τον ασκό στο στόμα.

Είμαι ο ασκητής γραμματικός που δεν του παν’ τα ράσα
που ασκεί ηδείς περισπασμούς
ένας ποιμήν σε λογισμούς αιδούς.

Είμαι το αγόρι με τα φουσκωμένα μάγουλα
που φυσώ, ξεφυσώ, φωνάζω και φωνασκώ.

Μιλιά διωγμένη από το σώμα η φωνή μου
σαν δέρμα φιδιού που πάλιωσε ή σαν κουκούλι.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: