Παράθυρο με θέα


Σε δωμάτιο Γενικού Νοσοκομείου μιας βόρειας επαρχιακής πόλης, οι δύο μεσήλικες καρκινοπαθείς έγιναν σύντομα φίλοι. Ο τυφλός Αιμίλιος, που είναι εγχειρισμένος στον δεξιό πνεύμονα, μετράει αντίστροφα τις μέρες της ελευθερίας του. Μόνο που το χαρτί εξόδου αργεί να του δοθεί και απορεί γιατί. Ο Άγγελος νοσεί βαριά με πειραγμένο το ήπαρ. Η επικοινωνία τους αναπτύχθηκε άριστα με αναφορές στην κακή πολιτική κατάσταση της χώρας, στην οικονομική κρίση που δεν πάει άλλο, στην κλιματική αλλαγή και στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Στο φόρτε της το ποδόσφαιρο και οι γυναίκες. Μονόπλευρες περιγραφές ιστορικών ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων, αφηγήσεις ερωτικών κατορθωμάτων, πειράγματα και γέλια. Κάθε που ο Αιμίλιος αντιλαμβάνεται, από το σούρσιμο των παντοφλών, πως ο φίλος του κατευθύνεται προς το μοναδικό παράθυρο του δωματίου, τον παρακαλεί να του περιγράψει τι βλέπει. Ο Άγγελος, με καθυστέρηση δευτερολέπτων λες και επιδιώκει τη λεπτομερή επιτήρηση του χώρου, περιγράφει την γαλήνια θάλασσα που στραφταλίζει στις αποχρώσεις του γαλάζιου και πράσινου. Το απέναντι νησί που, μετά τη χθεσινή βροχή, πλησίασε τόσο την ακτή που μπορείς να το αγγίξεις. Το εμπορικό πλοίο με το βαθύ κόκκινο φουγάρο που το κάνει να μοιάζει ιταλικό. Φορτωμένο με δεκάδες ογκώδεις παλέτες, κατευθύνεται ανατολικά.                            

– Πάντα ήθελα να ταξιδέψω ανατολικά, παραπονιέται ο Αιμίλιος. Στα παράλια της Ιωνίας. Αλικαρνασσό, Σμύρνη. Δαρδανέλια. Στο Μυριόφυτο, να προσκυνήσω τα χώματα των πεθαμένων μου.

Τα αμπέλια μας! καμάρωνε ο παππούς του, τα κρασιά, τα ρετσέλια! Μες στη θάλασσα μπαίνουν τα λιόδεντρα!    

– Τρίχες! προσγειώνεται την άλλη στιγμή από τις ονειροπολήσεις του, αμφισβητώντας τις νοσταλγικές καυχησιές του Ντελή-Γιώργη                                        

Την επομένη ο Άγγελος αναφέρεται στον καταπράσινο λόφο δεξιά του κτηρίου. Θαυμάζει τον ανοιξιάτικο, ολάνθιστο κήπο του Νοσοκομείου. Τα παρτέρια και οι διάδρομοι του πράσινου σχηματίζουν γεωμετρικούς μαιάνδρους. Συστάδες από κόκκινα τριαντάφυλλα, πετούνιες, ζίνια και χαμηλούς πανσέδες.                                          
Το πρόσωπο του φίλου του φωτίζεται από τις εκρήξεις των χρωμάτων. Εισπνέει βαθιά να μυρίσει την γενναιόδωρη ποικιλία των αρωμάτων.                                          
Τις επόμενες μέρες, κάτω από το παράθυρό των δύο ασθενών, περνούν μητέρες που σπρώχνουν παιδικά καροτσάκια. Μικροί μαθητές με σάκες στους ώμους, άλλοι που κλωτσούν άτσαλα μια μπάλα. Και κορίτσια, πολλά κορίτσια, πολλά όμορφα κορίτσια.
                                                                               
– Στα είκοσι πέντε ήμουν ερωτευμένος με την Ειρήνη, νοσταλγεί ο Αιμίλιος. Μύριζα τα μαλλιά της, τον κόρφο της. Φορές με άφηνε να πιάσω το στήθος της. Κολυμπούσαμε γυμνοί σε μια ερημική ακρογιαλιά. Οι δυο μας, μοναδικοί κάτοικοι του Παράδεισου. Εκεί μπήκα μέσα της, για μία και μοναδική φορά. Την έχασα τόσο απρόσμενα που με πλήγωσε. Κατέβηκε στην Αθήνα χωρίς καν να με χαιρετίσει. Έδωσε, ως έπρεπε, προτεραιότητα στην καριέρα της, είπαν. Από τότε, ούτε γράμμα ούτε γραφή.  

Σιωπά, αρνείται να μιλήσει το υπόλοιπο της μέρας. Την επαύριον οι περιγραφές τού έξω κόσμου συνεχίζονται κανονικά. Το ίδιο και οι αναπολήσεις του Αιμίλιου. Αυτό, μέχρι που πέθανε ο Άγγελος. Συντριβή, βουβαμάρα και κατάθλιψη. Όμως το ελεύθερο κρεβάτι σύντομα καταλαμβάνει κάποιος άλλος ασθενής. Το Ίδρυμα δεν διαθέτει την πολυτέλεια της άνεσης του κενού∙ απεναντίας. Από τον Άρη ο Αιμίλιος ζητάει το ίδιο που ζήτησε από τον Άγγελο: να του περιγράψει τι βλέπει. Εκείνος, πηγαίνοντας στο παράθυρο αντιδρά αγανακτισμένος:        

– Τι να σου περιγράψω, ρε φίλε. Στον ακάλυπτο μας πέταξαν, τα καριόλια, τοίχο βλέπω.                      

Σουλατσάρει πάνω κάτω στο δωμάτιο, έτοιμος να εκραγεί.                                                                                           

– Γαμώ την τύχη μου, γαμώ, βρίζει μάνες, θεούς και δαίμονες.                                          

Ο Αιμίλιος τρομάζει από την απρόσμενη εξέλιξη. Μπήγει τα νύχια του στο δέρμα και διπλώνει το σώμα σε στάση εμβρύου. Τραβάει το σεντόνι επάνω, να σκεπάσει το κεφάλι του. «Τι κρίμα» σφίγγει τα δόντια για να μην ακουστεί. «Δεν ξέρει να λέει ψέματα, θα πάει στην Κόλαση» λυπάται για τον νέο συγκάτοικο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: