Η νύχτα του σκαντζόχοιρου

Στο σπί­τι του Νι­κό­λα τα πα­ρά­θυ­ρα μέ­νουν φω­τι­σμέ­να έως τις πρώ­τες μι­κρές πρω­ι­νές ώρες. Οι νύ­χτες διαρ­κούν πε­ρισ­σό­τε­ρο από τις μέ­ρες στο χα­μη­λό οί­κη­μα που βρί­σκε­ται στις πα­ρυ­φές της πό­λης. Ο Νι­κό­λας βλέ­πει μέ­χρι αρ­γά ται­νί­ες στον υπο­λο­γι­στή του ή δια­βά­ζει κό­μικς με έναν φα­κό, αλ­λά τον τε­λευ­ταίο και­ρό έχει επι­δο­θεί σε μια σει­ρά σιω­πη­λών δρα­στη­ριο­τή­των στον κή­πο όπου στρι­φο­γυ­ρί­ζει αθέ­α­τος τουρ­του­ρί­ζο­ντας, μέ­χρι την στιγ­μή που θυ­μά­ται ότι την επο­μέ­νη έχει σχο­λείο και κου­λου­ριά­ζε­ται στο κρε­βά­τι του προ­σπα­θώ­ντας να κοι­μη­θεί. Την ίδια στιγ­μή οι γο­νείς του πα­ρα­δί­δο­νται σε έναν ελα­φρό υπνά­κο με το κε­φά­λι γερ­μέ­νο στο στέρ­νο μπρο­στά στην τη­λε­ό­ρα­ση, η οποία θα εξα­κο­λου­θή­σει να παί­ζει ερή­μην τους από την στιγ­μή που το ζεύ­γος απο­φα­σί­ζει να απο­συρ­θεί απρό­θυ­μα στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα.
O Νι­κό­λας με­λε­τά κλει­σμέ­νος στο μι­κρό του δω­μά­τιο τα μα­θή­μα­τα της επό­με­νης μέ­ρας. Ανα­στε­νά­ζει καρ­τε­ρι­κά και προ­χω­ρεί στην λύ­ση της τρί­της κα­τά σει­ράν εξί­σω­σης, ενώ στα αυ­τιά του φτά­νουν πυ­ρο­βο­λι­σμοί, οι­μω­γές, θρή­νοι και ρι­πές εκ­κω­φα­ντι­κής μου­σι­κής, θό­ρυ­βοι που αφο­ρούν και επι­τεί­νουν την κα­ται­γι­στι­κή δρά­ση των τε­κται­νο­μέ­νων στην τη­λε­ό­ρα­ση του σα­λο­νιού – οι γο­νείς του δεν πτο­ού­νται από τα ντε­σι­μπέλ και μάλ­λον δεν δί­νουν δε­κά­ρα για τον πε­ρι­σπα­σμό που πι­θα­νώς προ­κα­λούν στην με­λέ­τη του μο­να­χο­γιού τους.
Κα­τά τις εν­νέα, η μη­τέ­ρα του ανοί­γει την πόρ­τα χω­ρίς να χτυ­πή­σει. «Θα φας»; Ρω­τά­ει, ρί­χνο­ντας μια γρή­γο­ρη μα­τιά στο εσω­τε­ρι­κό του δω­μα­τί­ου. «Αφού συμ­μα­ζέ­ψεις φυ­σι­κά όλο αυ­τό το χά­λι», συ­μπλη­ρώ­νει. Ο Νι­κό­λας κλεί­νει το τε­τρά­διο και κοι­τά­ζει ανή­συ­χα τρι­γύ­ρω. «Έρ­χο­μαι σε δύο λε­πτά», μουρ­μου­ρί­ζει με το κε­φά­λι στραμ­μέ­νο στον τοί­χο. Η απο­χώ­ρη­ση της μη­τέ­ρας ση­μαί­νει και την λή­ξη του συ­να­γερ­μού, οπό­τε ανοί­γει αθό­ρυ­βα το πα­ρά­θυ­ρο και τρέ­χει στον κή­πο. Πί­σω από το γκα­ράζ, επι­με­λώς κα­λυμ­μέ­νο με φύλ­λα και κλα­δά­κια βρί­σκε­ται ένα χάρ­τι­νο κι­βώ­τιο με συρ­μά­τι­νο πορ­τά­κι δι­κής του κα­τα­σκευ­ής. Ο Νι­κό­λας το ανοί­γει και πιά­νει προ­σε­κτι­κά τον μι­κρό σκαν­τζό­χοι­ρο. Χαϊ­δεύ­ει απα­λά τα εύ­καμ­πτα αγκά­θια που του θυ­μί­ζουν ανοι­ξιά­τι­κο γρα­σί­δι. Ελέγ­χει αν υπάρ­χει νε­ρό στο πλα­στι­κό κου­τί του Βι­τάμ και το­πο­θε­τεί δί­πλα λί­γα φύλ­λα μα­ρού­λι τα οποία βγά­ζει από την τσέ­πη του. Ασφα­λί­ζει το πορ­τά­κι και επι­στρέ­φει τά­χι­στα στο σπί­τι, πη­δά­ει από το πα­ρά­θυ­ρο και το κλεί­νει προ­σε­κτι­κά.


Στο τρα­πέ­ζι, ο πα­τέ­ρας του φο­ρά ρι­γέ πι­τζά­μες με ευ­κρι­νείς λε­κέ­δες από σάλ­τσα επά­νω και γύ­ρω από τα κου­μπιά. Κοι­τά­ει εξε­τα­στι­κά τον γιο του με μι­σό­κλει­στα μά­τια κα­θώς φέρ­νει το πι­ρού­νι στο στό­μα, τρα­γα­νί­ζει τα μι­κρά κόκ­κα­λα από το κο­τό­που­λο και βγά­ζει υπο­λείμ­μα­τα τρο­φής από τα δό­ντια του με το νύ­χι του αντί­χει­ρα.

«Τι θα ντυ­θείς τε­λι­κά για τη γιορ­τή; Απο­φά­σι­σες»; Ο Νι­κό­λας ση­κώ­νει τους ώμους, σκέ­φτε­ται μή­πως θα έπρε­πε να εξη­γή­σει ότι δεν πρό­κει­ται ακρι­βώς πε­ρί γιορ­τής αλ­λά πε­ρί θε­α­τρι­κής πα­ρα­στά­σε­ως, αλ­λά εγκαί­ρως συ­νει­δη­το­ποιεί ότι θα μα­ταιο­πο­νή­σει, οπό­τε απο­φα­σί­ζει να κρα­τή­σει το στό­μα του κλει­στό. Τα πό­δια του κι­νού­νται νευ­ρι­κά κά­τω από το τρα­πέ­ζι – άθε­λά του κλω­τσά­ει τον πα­τέ­ρα του, ο οποί­ος φυ­σι­κά τον επι­πλήτ­τει και του ζη­τά να κά­τσει έστω για ένα λε­πτό ήσυ­χος, επι­τέ­λους, εί­ναι ώρα φα­γη­τού, στα­δια­κά υψώ­νει τη φω­νή, όλα τον ενο­χλούν: ο τρό­πος με τον οποίο ο Νι­κό­λας ακου­μπά­ει τον αγκώ­να στο τρα­πέ­ζι και με το άλ­λο χέ­ρι ανα­κα­τεύ­ει τα μαλ­λιά του, η συ­νή­θεια να απα­ντά χω­ρίς να τον κοι­τά­ζει πο­τέ στα μά­τια.

«Τε­λειώ­νε­τε», ανα­στε­νά­ζει η σύ­ζυ­γος, «έχω βα­ρε­θεί να σας ακούω και τους δυο».

Με τα πολ­λά το οι­κο­γε­νεια­κό δεί­πνο φτά­νει στο τέ­λος του, ο Νι­κό­λας δεν έχει απα­ντή­σει στην ερώ­τη­ση πε­ρί γιορ­τής, άλ­λω­στε το εν­δια­φέ­ρον του πα­τέ­ρα έχει ήδη εξα­τμι­στεί και η προ­σο­χή του έχει στρα­φεί στο ματς το οποίο αρ­χί­ζει και οδεύ­ει σέρ­νο­ντας τις πα­ντό­φλες του προς τον κα­να­πέ.
Στο δω­μά­τιό του ο Νι­κό­λας, ξα­πλω­μέ­νος στο κρε­βά­τι με τα μά­τια ανοι­χτά στο σκο­τά­δι, πα­ρα­κο­λου­θεί για πολ­λο­στή φο­ρά την ται­νία που του έδω­σε ένας συμ­μα­θη­τής του σε βί­ντεο. Η ιστο­ρία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην Κρή­τη και αφο­ρά ένα παι­δί αμε­ρι­κα­νι­κής κα­τα­γω­γής με απο­ρη­μέ­νο βλέμ­μα. Το παι­δί προ­ο­ρί­ζε­ται, ανε­ξαρ­τή­τως της θε­λή­σε­ώς του, να ρι­χθεί στην κο­νί­στρα της πο­λι­τι­κής ζω­ής και γι’ αυ­τό φο­ρά­ει, αν και εί­ναι πο­λύ μι­κρό για τέ­τοια, γρα­βά­τα και μα­κρύ σι­δε­ρω­μέ­νο πα­ντε­λό­νι. Όπο­τε όμως έχει ελεύ­θε­ρο χρό­νο, στρι­φο­γυ­ρί­ζει σους αγρούς πα­ρέα με έναν νε­α­ρό από το χω­ριό και έτσι μα­θαί­νει διά­φο­ρα ωραία άχρη­στα πράγ­μα­τα, όπως εί­ναι οι ονο­μα­σί­ες των δέ­ντρων και οι ποι­κι­λί­ες των καρ­πών. Ο Νι­κό­λας τρέ­χει το βί­ντεο και στα­μα­τά­ει σε μια σκη­νή που τον πο­νά­ει όταν την βλέ­πει αλ­λά, ταυ­το­χρό­νως, του προ­σφέ­ρει για λό­γους που δεν μπο­ρεί να εξη­γή­σει και την πα­ρη­γο­ριά πως δεν εί­ναι εντε­λώς μό­νος στον κό­σμο. Ο μι­κρός Αμε­ρι­κα­νός πη­γαί­νει με τον με­γα­λύ­τε­ρο φί­λο του στο χω­ρά­φι και ο με­γα­λύ­τε­ρος φί­λος σκο­τώ­νει με ένα ρα­βδί όλα τα νε­ο­γέν­νη­τα σκαν­τζο­χοι­ρά­κια. Ωστό­σο όλο και κά­ποια από αυ­τά κα­τα­φέρ­νουν να τη γλι­τώ­σουν – ο Νι­κό­λας μπο­ρεί να τα φα­ντα­στεί πώς με­γα­λώ­νουν, πώς γί­νο­νται στρογ­γυ­λοί αν­θε­κτι­κοί σκαν­τζό­χοι­ροι και μα­σου­λά­νε ει­ρη­νι­κά τις φύ­τρες των μπι­ζε­λιών στα πε­ρι­βό­λια. Ο νε­α­ρός αφή­νει πα­ρά­με­ρα το φο­νι­κό όπλο και λέ­ει ότι έτσι έπρε­πε να γί­νει, οι σκαν­τζό­χοι­ροι τρώ­νε τις τρυ­φε­ρές κορ­φές των οπω­ρο­κη­πευ­τι­κών – τέ­λος. Το ρα­βδί έχει πε­ρί­που το ίδιο πά­χος και μή­κος με αυ­τό που ο πα­τέ­ρας του Νι­κό­λα συ­νη­θί­ζει να του τις βρέ­χει όταν τον πιά­νουν τα δια­ό­λια, εί­ναι γυα­λι­στε­ρό, λείο και αρ­κού­ντως απο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ο Νι­κό­λας πα­γώ­νει την ει­κό­να στο σκαν­τζο­χοι­ρά­κι εκεί­νο, το οποίο, ακί­νη­το μέ­σα στα χόρ­τα, κα­τα­φέρ­νει να πε­ρά­σει απα­ρα­τή­ρη­το και με τον τρό­πο αυ­τό να σω­θεί.

Το πρωί, στο σχο­λείο, ο δά­σκα­λος τον ρω­τά­ει κι αυ­τός τι θα ντυ­θεί για την πα­ρά­στα­ση, δυο μέ­ρες απο­μέ­νουν και δεν τους έχει πει τί­πο­τε. Ο Νι­κό­λας υπο­στη­ρί­ζει ότι δεν έχει δα και κα­νέ­ναν σπου­δαίο ρό­λο, στο κά­τω – κά­τω δεν λέ­ει ού­τε μια λέ­ξη. «Μην ανη­συ­χεί­τε, κά­τι θα κά­νω», απα­ντά. «Εξ άλ­λου, όλους τους πρω­τα­γω­νι­στι­κούς ρό­λους τους έχουν οι τε­λειό­φοι­τοι, εμείς τα μι­κρά εί­μα­στε για το σκη­νι­κό», κα­τα­λή­γει. Ο δά­σκα­λος πα­ραι­τεί­ται, έχει να ασχο­λη­θεί με σο­βα­ρό­τε­ρα πράγ­μα­τα, Σαίξ­πηρ σκη­νο­θε­τεί και αυ­τό εί­ναι κά­τι που δεν πρό­κει­ται εύ­κο­λα να του ξα­να­συμ­βεί· παίρ­νει τον Νι­κό­λα από το χέ­ρι ρί­χνο­ντάς του πα­ρ’ όλα αυ­τά μια μα­τιά συ­μπό­νιας, «τα κα­θί­κια», μουρ­μου­ρί­ζει, «να δεις που πά­λι τον ξυ­λο­φόρ­τω­σαν», και πη­γαί­νουν μα­ζί στη μι­κρή σκη­νή του σχο­λεί­ου όπου όλα τα παι­διά εί­ναι ήδη ντυ­μέ­να με τα κο­στού­μια που τους έρα­ψαν μα­μά­δες και θεί­ες, φλυα­ρούν και ανταλ­λάσ­σουν φι­λο­φρο­νή­σεις ρί­χνο­ντας ταυ­το­χρό­νως φθο­νε­ρές μα­τιές στις πιο ευ­φά­ντα­στες πε­ρι­βο­λές.
Οι τε­λειό­φοι­τοι, ιδί­ως οι κο­πέ­λες, εί­ναι χάρ­μα οφθαλ­μών. Ο Νι­κό­λας δεν έχει ξα­να­δεί τό­σο ωραία κο­ρί­τσια πα­ρά μό­νο σε ται­νί­ες, απο­ρεί πώς οι χλω­μές υπο­ψή­φιες φοι­τή­τριες με τα φού­τερ και τα φα­γω­μέ­να νύ­χια έχουν με­τα­μορ­φω­θεί σε μοι­ραί­ες καλ­λο­νές. Η Τι­τά­νια έχει αντι­κα­τα­στή­σει τα μαλ­λιά της με κλα­διά πρά­σι­νου και κόκ­κι­νου κισ­σού, από τα λε­πτά ζυ­γω­μα­τι­κά της μέ­χρι τον ακά­λυ­πτο λαι­μό σχη­μα­τί­ζο­νται γα­λα­ξια­κοί κα­ταρ­ρά­κτες. Η Ερ­μεία τυ­λί­γε­ται σε ένα δια­φα­νές πέ­πλο αντί για φό­ρε­μα, ο κα­θέ­νας μπο­ρεί να δια­κρί­νει τις κα­μπύ­λες και τις αρ­μο­νι­κές κι­νή­σεις του σώ­μα­τός της όταν ο προ­βο­λέ­ας στρέ­φε­ται αδη­φά­γος επά­νω της. Ωστό­σο, η προ­σο­χή του Νι­κό­λα εστιά­ζε­ται στον νε­α­ρό που υπο­δύ­ε­ται τον Πουκ. Το πρό­σω­πο αυ­τού του ηθο­ποιού, ακό­μη παι­δι­κό, μοιά­ζει πο­λύ, εξαι­ρου­μέ­νης της πα­γιω­μέ­νης έκ­φρα­σης απο­ρί­ας, με αυ­τό του μι­κρού Αμε­ρι­κα­νού της ται­νί­ας που δεν μπο­ρεί να απο­τρέ­ψει την εκα­τόμ­βη των νε­ο­γέν­νη­των σκαν­τζό­χοι­ρων. Ο νε­α­ρός αντι­λαμ­βά­νε­ται γρή­γο­ρα ότι έχει έναν ανυ­πό­κρι­το θαυ­μα­στή. Του γνέ­φει φι­λι­κά και τον πα­ρο­τρύ­νει να κα­θί­σει κο­ντά του, ο Νι­κό­λας αντα­πο­κρί­νε­ται ευ­γνώ­μων και άκρως συ­γκι­νη­μέ­νος αλ­λά, «όχι, σας πα­ρα­κα­λώ, πρέ­πει να συ­γκε­ντρω­θεί­τε στον ρό­λο σας», λέ­ει. Παίρ­νει ήσυ­χα τη θέ­ση του στα δε­ξιά, στην άκρη της σκη­νής, κά­θε­ται οκλα­δόν και πα­ρα­κο­λου­θεί εκ­στα­τι­κός την πρώ­τη πρά­ξη. Στο διά­λειμ­μα, η προ­σο­χή του Πουκ απο­σπά­ται γρή­γο­ρα από τους ακ­κι­σμούς των συ­μπρω­τα­γω­νι­στριών του και στρέ­φε­ται προς τον Νι­κό­λα, «δεν πά­με μια βολ­τί­τσα μέ­χρι το κυ­λι­κείο;», προ­τεί­νει. Ο νε­α­ρός με το στε­φά­νι στο κε­φά­λι και το αγό­ρι με τα γδαρ­μέ­να γό­να­τα κά­θο­νται αντι­κρι­στά σε ένα τρα­πε­ζά­κι, ο Νι­κό­λας εν­θαρ­ρυ­μέ­νος από τα κε­ρά­σμα­τα και την ευ­ή­κοη πα­ρου­σία του εκ­κο­λα­πτό­με­νου ζεν πρε­μιέ, αρ­χί­ζει να μι­λά ακα­τά­παυ­στα. Στην αρ­χή αρ­θρώ­νει αρ­γά, σαν να έχει ξε­χά­σει πώς μπαί­νουν σε μια κα­τα­νοη­τή αλ­λη­λου­χία οι λέ­ξεις, στα­δια­κά παίρ­νει φό­ρα, περ­νά στις εξο­μο­λο­γή­σεις και όταν φτά­νει στην εξι­στό­ρη­ση των νυ­χτε­ρι­νών δρα­στη­ριο­τή­των του στον κή­πο στα­μα­τά από­το­μα, κά­πως ντρο­πια­σμέ­νος. Ο ακρο­α­τής του τον πα­ρα­κο­λου­θεί προ­σε­κτι­κά και επω­φε­λεί­ται από την δια­κο­πή για να του δώ­σει μια χαρ­το­πε­τσέ­τα – του κά­νει νό­η­μα να σκου­πί­σει τις σο­κο­λά­τες από το πι­γού­νι. «Συ­νέ­χι­σε», τον πα­ρο­τρύ­νει. Ένα τέ­ταρ­το αρ­γό­τε­ρα, ο Πουκ σβή­νει το τσι­γά­ρο του, ση­κώ­νε­ται υπο­μει­διώ­ντας, σκύ­βει και τον πιά­νει από τους ώμους. «Πά­με για τη δεύ­τε­ρη πρά­ξη», λέ­ει συ­νω­μο­τι­κά.

Την βρα­διά της πα­ρά­στα­σης οι γο­νείς του Νι­κό­λα εί­ναι πο­λύ ανή­συ­χοι. Ο γιός τους έχει εξα­φα­νι­στεί από το πρωί και το χει­ρό­τε­ρο, βρή­καν το κρε­βά­τι του ανέγ­γι­χτο. Όταν απο­φα­σί­ζουν να ρω­τή­σουν στο σχο­λείο, ο δά­σκα­λος τους λέ­ει στα γρή­γο­ρα «μην ανη­συ­χεί­τε, το παι­δί εί­ναι εδώ, αλ­λά πρέ­πει να σας αφή­σω, έχω μια πα­ρά­στα­ση να επι­βλέ­ψω» και κλεί­νει το τη­λέ­φω­νο εκνευ­ρι­σμέ­νος αφού πρώ­τα το­νί­σει με νό­η­μα ότι το βρά­δυ πρέ­πει να εί­ναι οπωσ­δή­πο­τε πα­ρό­ντες.
Η αυ­λαία ανοί­γει υπό τους ήχους της μου­σι­κής του Μέ­ντελ­σον και ακού­γο­νται επι­φω­νή­μα­τα θαυ­μα­σμού, ο δά­σκα­λος – σκη­νο­θέ­της τρέ­μει ολό­κλη­ρος από υπε­ρη­φά­νεια. Οι γο­νείς του Νι­κό­λα ανα­ζη­τούν ανά­με­σα και πί­σω από τις σα­τέν φού­στες των κο­ρι­τσιών και τα κα­πέ­λα με φτε­ρά των αγο­ριών τον μο­να­χο­γιό τους, αλ­λά ο μι­κρός δεν φαί­νε­ται που­θε­νά. «Τι διά­ο­λο, άνοι­ξε η γη και τον κα­τά­πιε;», μο­νο­λο­γεί δυ­να­τά ο πα­τέ­ρας και η κυ­ρία που κά­θε­ται δί­πλα τον αγριο­κοι­τά­ζει, από πα­ντού ακού­γο­νται «σουτ» και άλ­λα αγα­να­κτι­σμέ­να επι­φω­νή­μα­τα. «Δεν έκα­να κι εγώ του παι­διού μια στο­λή και το στε­νο­χώ­ρη­σα, να δεις που μας εκ­δι­κεί­ται το τέ­ρας», αντι­φω­νεί η ανή­συ­χη μη­τέ­ρα και η αγα­νά­κτη­ση των θε­α­τών κο­ρυ­φώ­νε­ται.

Εν τω με­τα­ξύ στη σκη­νή επι­κρα­τεί μια ανε­παί­σθη­τη ανα­τα­ρα­χή. Ενώ η Τι­τά­νια εμ­φα­νί­ζε­ται με­γα­λο­πρε­πής στο δά­σος με όλη την ακο­λου­θία της η οποία απο­τε­λεί­ται από ξω­τι­κά, μι­κρά ζώα και που­λιά, απο­λαμ­βά­νει τον μο­νό­λο­γό της και τέ­λος γέρ­νει να κοι­μη­θεί, αίφ­νης όλη της η αυ­το­πε­ποί­θη­ση πά­ει πε­ρί­πα­το. Προ­φα­νώς κά­τι απρό­ο­πτο έχει πα­ρεμ­βλη­θεί, κά­τι που δεν έχει γί­νει ακό­μη αντι­λη­πτό στο κοι­νό και η προ­σο­χή της ηθο­ποιού έχει εστια­σθεί αλ­λού. Το νυ­κτό­βιο που­λί που την συ­νο­δεύ­ει έχει κου­ρα­στεί να γουρ­λώ­νει τα μά­τια και να κά­νει «ου – ου», σιω­πη­λό και ακί­νη­το, και ακο­λου­θεί την πο­ρεία του βλέμ­μα­τος της Τι­τά­νιας. «Λες ο γιός μας να εί­ναι ο μπού­φος»; ανα­ρω­τιέ­ται με­γα­λό­φω­να η μη­τέ­ρα και αυ­τή τη φο­ρά ου­δείς δια­μαρ­τύ­ρε­ται.
Ένας λι­λι­πού­τειος σκαν­τζό­χοι­ρος κα­τευ­θύ­νε­ται προς το κέ­ντρο της σκη­νής. Η Τι­τά­νια χά­νει προς στιγ­μήν τα λό­για της κα­θώς προ­σπα­θεί να απαλ­λά­ξει τη φού­στα της από τη μύ­τη του πε­ρί­ερ­γου πλά­σμα­τος, ο Όμπε­ρον της βά­φει τα βλέ­φα­ρα με το βο­τά­νι του ύπνου και τα λό­για του δια­κό­πτο­νται από έναν λό­ξυ­γκα γέ­λιου. Από εκεί­νη τη στιγ­μή η σκη­νι­κή δρά­ση με­ταλ­λάσ­σε­ται σε ένα εί­δος πα­τι­νάζ κα­θώς πρω­τα­γω­νι­στές, κο­μπάρ­σοι, ξω­τι­κά και ζώα προ­σπα­θούν να κι­νη­θούν χω­ρίς να πο­δο­πα­τή­σουν τον μι­κρό ει­σβο­λέα.
Το Όνει­ρο κα­λο­και­ρι­νής νύ­χτας οδεύ­ει προς το τέ­λος. Ευ­θυ­τε­νής και λυ­γε­ρός μέ­σα στην πρά­σι­νη κε­ντη­μέ­νη στο­λή του, ο Πουκ σκύ­βει και πιά­νει τον μι­κρό σκαν­τζό­χοι­ρο, τον κρα­τά­ει απα­λά στην πα­λά­μη του.

«… Αλ­λιώς θα ’μαι εγώ ο φταί­χτης
και ο τί­μιος ο Πουκ ο ψεύ­της.
Κι έτσι σας κα­λη­νυ­χτί­ζω...»
[ μτ­φρ. ΔΙΟ­ΝΥ­ΣΗΣ ΚΑΨΑ­ΛΗΣ ]

Σ’ αυ­τό το ση­μείο ο εστεμ­μέ­νος τε­λειό­φοι­τος στα­μα­τά και κοι­τά με πε­ρί­σκε­ψη πρώ­τα το χέ­ρι του και κα­τό­πιν στα δε­ξιά του. Το ζώο σα­λεύ­ει ανή­συ­χο στα δά­χτυ­λά του και, κα­θώς το σκη­νι­κό φω­τί­ζε­ται στα­δια­κά από το γα­λά­ζιο φως των προ­βο­λέ­ων (ενώ, ταυ­τό­χρο­να, από την ορο­φή πέ­φτουν εν εί­δει βρο­χής τα αστέ­ρια), τό­τε ακρι­βώς, γί­νε­ται αντι­λη­πτός ένας σκαν­τζό­χοι­ρος ευ­τρα­φής αλ­λά ευ­έ­λι­κτος, ο οποί­ος σ’ όλη τη διάρ­κεια της πα­ρά­στα­σης κα­θό­ταν ακί­νη­τος στη σκιά, στην δε­ξιά γω­νία, μι­σο­κρυμ­μέ­νος από την κουρ­τί­να. Τώ­ρα όμως βα­δί­ζει στα­θε­ρά προς το μέ­ρος του Πουκ, στέ­κε­ται στα πό­δια του και τον κοι­τά ικε­τευ­τι­κά. Ο νε­α­ρός δια­κό­πτει ορι­στι­κά τον μο­νό­λο­γο του φι­νά­λε και αφή­νει τον μι­κρό σκαν­τζό­χοι­ρο κά­τω. Αμέ­σως, τα δύο ζώα, το ένα πί­σω από το άλ­λο, απο­χω­ρούν από την σκη­νή με άφθο­νη χρυ­σό­σκο­νη στα κα­φε­τιά τους αγκά­θια, υπό τον κα­ται­γι­σμό ηχη­ρών χει­ρο­κρο­τη­μά­των και ζω­η­ρών επευ­φη­μιών – γε­νι­κώς όλων εκεί­νων των εν­θου­σιω­δών εκ­δη­λώ­σε­ων ενός εκ­στα­τι­κού κοι­νού οι οποί­ες συ­νή­θως δί­νουν την εντύ­πω­ση ότι δεν πρό­κει­ται να στα­μα­τή­σουν πο­τέ.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΗΣ Γε­ωρ­γί­ας Συλ­λαί­ου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: