Ορυχείο

Σκηνή ανθρακωρυχείου, Αγγλία 1823
Σκηνή ανθρακωρυχείου, Αγγλία 1823

Η μάνα του έκλαψε, όταν τους ανακοίνωσε πως θα πάει να δουλέψει στο ορυχείο κι ο πατέρας του σηκώθηκε ανέκφραστος από το τραπέζι. Μα ο Στάθης ήταν αγύριστο κεφάλι και είχε καιρό τώρα γλυκαθεί με τις υποσχέσεις για μισθούς κι επιδόματα. Πήγε. Η δουλειά ήταν σκληρή, σαν άπληστοι τυφλοπόντικες έσκαβαν ολημερίς στα έγκατα, ψάχνοντας μαύρες φλέβες. Όσο κατέβαινε, ο αέρας λιγόστευε. Μερικοί σάλταραν στο μισοσκόταδο κι άρχιζαν να φωνάζουν και να χτυπιούνται. Τους έσπρωχναν τότε οι άλλοι να βγουν επάνω, στην επιφάνεια. Ο Στάθης τους κοιτούσε με λύπηση και κουνούσε το κεφάλι. Αυτός ήταν δυνατός, περιδιάβαινε τις υπόγειες στοές με άνεση κι είχε βαλθεί να αποδείξει στους δικούς του πως θα τα κατάφερνε, ο κόσμος να χαλάσει.

Τώρα όμως δεν ήταν και τόσο σίγουρος. Εκείνοι θα δικαιώνονταν κι αυτός θα πέθαινε εδώ κάτω μόνος, βρώμικος κι αξιολύπητος, κουλουριασμένος κάτω από ένα χοντρό δοκάρι, που στήριζε άλλοτε την οροφή. Λίγα μόλις λεπτά πριν, η στοά κατέρρεε από τις αλλεπάλληλες δονήσεις που σκορπούσε η καρδιά της γης. Σκόνη έμπαινε ακόμα στα ρουθούνια του, ενώ το σκοτάδι και η βοή της κατολίσθησης τον είχαν παραλύσει. Η καρδιά του βροντοκοπούσε. Ξαφνικά, λίγα μέτρα πιο κει, άκουσε κάτι να σαλεύει. Άρπαξε το φακό και τον έστρεψε με αγωνία πέρα δώθε, ώσπου συνάντησε ένα ανθρώπινο πρόσωπο γεμάτο αίματα, με μάτια μισόκλειστα. Σα να τραγουδούσε. Πάει, λωλάθηκε ο κακομοίρης, σκέφτηκε και την ίδια στιγμή ένα ρίγος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί του. Θα τρελαινόταν κι εκείνος, σαν τους λιπόψυχους που κορόιδευε. Ο πανικός μούδιασε τις αισθήσεις του και για μια στιγμή είδε τον εαυτό του να κοπανάει λυσσασμένα τα γκρεμίσματα γύρω του για να βρει αέρα, να δει φως, να βγει έξω, μόνο που δεν κινούνταν, καθόταν ήσυχος σα να είχε πετρώσει. Το τραγούδι δυνάμωσε κι εκείνος γρύλισε ενοχλημένος.

Ο άλλος σταμάτησε για λίγο και παραπονέθηκε πως τον πονάει το κεφάλι του. Ο Στάθης το ‘ξερε πως ήταν κι οι δυο τους χαμένοι, μα ένα χτύπημα στο κεφάλι ίσως και να ‘φερνε νωρίτερα το θάνατο και να τον άφηνε παρέα με ένα πτώμα. Ανατρίχιασε. Έπρεπε να τον κρατήσει ζωντανό, κι έτσι άρχισε να τον ρωτάει διάφορα. Τα λόγια ξεχύθηκαν χείμαρρος από μέσα του. Του είπε για τη γυναίκα που τον περίμενε στο σπίτι με το γιο του, και για τον αδερφό του που από μικρά μπήκαν μαζί στο ορυχείο κι ακόμα εκεί έβγαζαν το ψωμί τους. Μιλούσε τρυφερά, με λαχτάρα και νοσταλγία μαζί. Ο Στάθης σκέφτηκε πως πάλευε να κρατήσει ζωντανό έναν μελλοθάνατο.

Ο άλλος, λες και μάντεψε τη σκέψη του, του είπε: Θα μας βρουν, παλικάρι μου. Θα έρθουν. Το ξέρω, το ‘χω ξαναζήσει. Ήμουνα μικρός τότε, στα εικοσιδυό. Ήταν ετοιμόγεννη η κυρά μου και με παρακάλαγε να μείνω κοντά της. Μα δεν την άκουσα. Και γίνηκε στ’ αλήθεια χαλασμός και με πλάκωσε η γης. Μα όσο να πεις κύμινο, με βρήκανε και με βγάλανε έξω. Ο Στάθης τότε άξαφνα ζαλίστηκε και λιποθύμησε, μα η φωνή του άντρα συνέχισε να τον συντροφεύει. Του μιλούσε για τις δυνάμεις που συνωμοτούν για να σώσουν τις τύχες των ανθρώπων, για το θεό και την ελπίδα, που φωτίζουν όλα τα σκοτάδια.

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, είδε ουρανό και σύννεφα και κόσμο να πηγαινοέρχεται σαν τρελός. Βγήκαμε; Βγήκαμε! Είχε δίκιο τελικά! Δυο τρεις εργάτες αντάλλαξαν βλέμματα απορίας κι ύστερα κούνησαν τα κεφάλια τους πέρα δώθε. Πάνω του ήταν σκυμμένος ο παλιότερος όλων στη δουλειά, κατακόκκινος και ιδρωμένος, και τον κοιτούσε με αγωνία. Τον μάλωνε με μάτια βουρκωμένα, αφού στο ‘πα, μην πλησιάσεις εκεί πέρα, ακόμα τρέμει ο τόπος από την τελευταία κατολίσθηση, κι ας πάνε τόσα χρόνια. Κανέναν δεν ακούς κι εσύ, ξεροκέφαλος σαν τον αδερφό μου. Τουλάχιστον εσυ τη γλίτωσες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: