Η Λου και οι χρονοταξιδιώτες

Η Λου και οι χρονοταξιδιώτες

Με τον Παύλο μοιράζονταν το ίδιο θρανίο. Εκείνη τον σκούνταγε όλη την ώρα, μπας και σηκωθεί να φύγει. Μάταια. Κάθε φορά γυρνούσε προς το μέρος της κι έλεγε αφηρημένα «δεν πειράζει». Στο διάλειμμα, συνήθως καθόταν μόνος του σε μια γωνιά και χάζευε ψηλά στον ουρανό, μέχρι να δακρύσουν τα μάτια του από τον ήλιο. Είχε μια φωνή καθάρια και βροντερή· τόσο όμορφη, που η Λου ήταν σίγουρη πως θα έκανε τον καιρό να ζηλέψει. Τα όμορφα πράγματα δε ζουν πολύ, αυτό το ήξερε κι από τα βιβλία της.
Μου αρέσουν τα ταξίδια στο χρόνο, της είπε κάποιο παγωμένο πρωινό. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ. Τον αγνόησε επιδεικτικά. Αν δεν ήταν τόσο θυμωμένη με το χρόνο που έμοιαζε να διαστέλλεται αδιάκοπα, ίσως και να του ζητούσε να της εξηγήσει, πώς γίνεται κανείς χρονοταξιδιώτης.
Σύντομα, το κουδούνι σήμανε το τέλος άλλης μιας μέρας. Γύρισε σπίτι και πέτυχε τη γιαγιά στο δρόμο. Μια στιγμή έλειψε, λέει, και τον έχασε από τα μάτια της. Άντε τώρα να βρει το δρόμο για το σπίτι. Όλο και κάποιος θα τον βρει ρε γιαγιά, εδώ τον ξέρουν όλοι. Μη γκρεμιστεί πουθενά, μάτια μου.
Βγήκαν οι δυο τους έξω να ψάξουν. Γύρισαν πίσω μ’ ένα ελαφρύ τρέμουλο. Φτάνοντας στην πόρτα, άκουσαν φασαρία. Ο παππούς κι ο Παύλος, να τα πίνουν στην κουζίνα. Η Λου κοντοστεκόταν απορημένη, όσο η γιαγιά ευχαριστούσε τον Παύλο και του ζητούσε συγγνώμη για τις ασυναρτησίες που θα άκουσε από τον παππού.
Μπα, τα βρήκαμε οι δυο μας. Κι αυτός στο χρόνο ταξιδεύει. Απλά κάπου κόλλησε για λίγο, κάποια έξοδος δε λειτούργησε σωστά, ε παππού; είπε και του έκλεισε το μάτι. Ο παππούς έλαμπε από χαρά. Με απειροελάχιστη καθυστέρηση, αποκρίθηκε «Ναι». Η Λου πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα στον Παύλο. Αυτός της χαμογέλασε και της έχωσε στα μουλωχτά μια αγκωνιά, που έμοιαζε πιο πολύ με χάδι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: