Η Λου και η άνοιξη

Η Λου και η άνοιξη

Τον περισσότερο καιρό ήταν ήσυχη, μόνο την άνοιξη την έπιανε μια μανία να εξαφανίζεται για μέρες. Την πρώτη φορά, οι γέροι τρελάθηκαν από την αγωνία. Τη δεύτερη, μετρούσαν τις μέρες μπροστά στο παράθυρο. Από την τρίτη φορά κι έπειτα, την υποδέχονταν χαμογελώντας και φρόντιζαν να υπάρχει μπύρα να πιούν. Δε ρώτησαν ποτέ τίποτα.

Κάποια άνοιξη αποφάσισε να αφήσει πίσω της το χωριό. Στο δρόμο για την πόλη, αισθανόταν μια σχεδόν αβάσταχτη αισιοδοξία. Θα ξεκινούσε επιτέλους να ζει. Κατέβηκε από το λεωφορείο και έσυρε αγκομαχώντας τη βαλίτσα της σε μια κοντινή καφετέρια. Ηλιόλουστη μέρα κι όμως, μια μυρωδιά φθινοπώρου αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Παρήγγειλε καφέ. Τον ήπιε στα γρήγορα και γύρισε στο σταθμό. Έβγαλε ένα εισιτήριο και κάθισε στην αίθουσα αναμονής.

Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Έξω, να βγει έξω. Ασφυξία παντού· κι αυτό το αλέκιαστο, φονικό γαλάζιο να χάσκει πάνω απ’ το κεφάλι της. Τι τα θες τα ταξίδια, ρε Λου, θα της έλεγε ο Παύλος, ταξίδι είσαι μόνη σου. Τι πήγες και πέθανες, ρε μαλάκα, σκέφτηκε και σκούπισε κάτι θυμωμένα δάκρυα. Νομίζω πως πρέπει να τραγουδήσω. Όταν γυρίσω, θα φτιάξω ένα γκρουπάκι και θα ζήσουμε γυρνώντας από δω κι από κει.

Έτσι κι έκανε. Πέρασε όλο το καλοκαίρι βουτηγμένη στη μουσική. Το φθινόπωρο άρχισε να διαβάζει και να γράφει μανιωδώς. Το χειμώνα ξανάπεσε με τα μούτρα στις πρόβες με το συγκρότημα, προσπαθώντας να οχυρωθεί σε ένα απόρθητο φρούριο που η άνοιξη δε θα τολμούσε να πλησιάσει. Αυτή τη φορά, δε θα χρειαζόταν να το σκάσει. Και κάποια στιγμή, η άνοιξη ήρθε.

Στο διπλανό σπίτι, εκεί όπου η γιαγιά είχε πρωτοβρεί τη Λου να κλαίει μονάχη στην κούνια της, έφεγγε –μέρες τώρα– ένα φωτάκι. Έσβησε το ξημέρωμα, λίγο πριν η Λου επιστρέψει ξανά. Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο. Είδε τα μπουκάλια της μπύρας, χαμογέλασε ευχαριστημένη και πήγε για ύπνο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: