Η Λου και τα ρολόγια

Μαν Ρέι: «Προς καταστροφήν», 1923
Μαν Ρέι: «Προς καταστροφήν», 1923

Η Λου μισούσε τα ρολόγια. Κάθε φορά που η καμπάνα της εκκλησίας σήμαινε την ώρα, γυρνούσε αγριεμένη προς τα κει. Η γιαγιά έλεγε πως ήταν Μεγάλη Παρασκευή, όταν τη βρήκε να κλαίει στην κούνια και οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα όλη μέρα. Ο Παύλος πάλι, λυνόταν στα γέλια κάθε φορά που την έβλεπε.

Στα πρώτα της γενέθλια από την αρχή της φιλίας τους, της χάρισε ένα μετρονόμο. Τι να τον κάνω ρε βλάκα, ήταν το ευχαριστώ της. Πάμε καφενείο, της είπε. Το καφενείο είχε ένα τεράστιο ρολόι στη σάλα του, κι οι λεπτοδείκτες του χτυπούσαν τόσο δυνατά, που η Λου αγχωνόταν και μόνο στη σκέψη. Ωστόσο, κανείς από τους παππούδες που σύχναζαν εκεί όλη μέρα δε φαινόταν να ενοχλείται.

Το ακούς; τη ρώτησε όταν κάθισαν. Θα σε κλωτσήσω. Ωραία, βάλε τώρα το μετρονόμο να συντονιστεί με τους χτύπους του. Καθόταν απέναντί του μουτρωμένη και πεισματικά ακίνητη. Εκείνος ξεφύσηξε ανυπόμονα, τον πήρε και τον έφτιαξε. Εξήντα χτυπήματα το λεπτό, που πατούσαν ακριβώς πάνω στα χτυπήματα του ρολογιού. Εξακολουθούσε να τον κοιτάζει ανταριασμένη. Τώρα θα αλλάξω τη συχνότητα, είπε κι η βελόνα άρχισε να πηγαινοέρχεται πιο γρήγορα, και να ακούγεται και ανάμεσα στο ρολόι.

Κερδίζεις ένα χτύπο. Κι αν το βάλεις ακόμα πιο γρήγορα, θα κερδίσεις κι άλλο. Υπάρχει αρκετός χρόνος ανάμεσα στα δευτερόλεπτα.

Να μου κάνεις τη χάρη, δε θέλω κι άλλο χρόνο. Εδώ δεν ξέρω τι να κάνω κι αυτόν που έχω.

Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί μια μέρα να τον χρειαστείς. Εγώ νιώθω πως δεν προλαβαίνω. Έχω τόσα να κάνω, τόσα να μάθω και να δω, αλλά δεν ξέρω αν θα προφτάσω.

Μαζέψου ρε, θα μας λυντσάρουν τα γερόντια.

Τα φώτα έξω στο δρόμο άναβαν διαδοχικά, ενώ μέσα στο καφενείο δυο πιτσιρικάδες κάθονταν εδώ και ώρες στο τραπεζάκι κάτω από το ρολόι, σκυμμένοι με περίσκεψη πάνω από το μετρονόμο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: