Η Λου και κάποιος που έτυχε να πει μια ιστορία

Η Λου και κάποιος που έτυχε να πει μια ιστορία


«Ρε παιδιά, μήπως σας βρίσκεται κάνα ψιλό;»

Του απάντησαν αρνητικά και συνέχισαν την κουβέντα τους. Αυτός κοντοστάθηκε και κοίταξε με απελπισία αριστερά δεξιά. Καλοκαιρινό βράδυ, ιδρωμένες μπλούζες να κολλάνε στο σώμα. Γύρω απ’ το παγκάκι στοιβάζονταν κουτάκια μπύρας το ένα μετά το άλλο, ενώ η κίνηση στον πεζόδρομο ολοένα και λιγόστευε. Η πόλη άδειαζε. Η μπάντα άραζε μετά από δύσκολη νύχτα∙ μαγαζί χωρίς εξαερισμό και αδιάφορο κοινό. Η Λου χάζευε τον τύπο που λίγο πριν τους είχε ρωτήσει αν είχαν λεφτά. Πήγαινε από παγκάκι σε παγκάκι· σε όποιο ήταν άδειο καθόταν λιγάκι κι ύστερα πεταγόταν πάλι πάνω σαν ελατήριο, για να εξαφανιστεί τελικά σε μια στοά.

«Ο Άρης λείπει πάντως, μπάντα χωρίς μπάσο δε λέει» συζητούσαν τα αγόρια, «να ρωτήσουμε στο μαγαζί μήπως ψάχνεται κανείς;» Η Λου έβγαλε το κινητό κι έγραψε ένα μήνυμα, χωρίς να το πολυσκεφτεί· Αν δεν είχαμε χαθεί; Ο τύπος επέστρεψε με δυο μεγάλες πλαστικές σακούλες κι ένα σκυλί νυσταγμένο που έμοιαζε να κλαίει, τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα. Στάθηκε πάνω απ’ τα κεφάλια τους με τις σακούλες στα χέρια, ενώ το σκυλί κουλουριάστηκε λίγο πιο κει και το ’ριξε στον ύπνο.

«Ωραία παρέα είστε, ρε παιδιά, να κάτσω κι εγώ λίγο, πειράζει; Δεν πειράζει ε;» και κάθεται κάτω στο πλακόστρωτο, αγνοώντας το μειδίαμα και τα έκπληκτα μάτια. «Είμαι και στεναχωρημένος σήμερα, χάσαμε τον ανιψιό μου, εικοσιοχτώ χρονώ.» Άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα, ξαφνικά έπεσε τρομερή ησυχία. «Πήγε και κρεμάστηκε ο μπαγάσας, όλα τα είχε, όχι σαν κι εμένα, όλα τα είχε κι όλα μπορούσε να τα έχει, αλλά κάτι τον τσάκισε, αυτό έλεγε όλη την ώρα. Στα εικοσιοχτώ; Στο θεό σας ρε παιδιά, τι πρόλαβε να τον τσακίσει στα εικοσιοχτώ;»

Άλλοι δε φτάνουν καν τα εικοσιοκτώ, σκέφτηκε η Λου, φεύγουν πολύ νωρίτερα, πριν τα εικοσιπέντε, πριν καν τα εικοσιδύο, μια μέρα μπαμ, γκαζώνουν τ’ αυτοκίνητο, μέρα μεσημέρι, γενναίο τέλος, φουντάρουν απ’ τη γέφυρα στο φως, όχι τη νύχτα, νύχτα σημαίνει μεθυσμένος, νύχτα σημαίνει λάθος, σημαίνει ατύχημα. Κάτι θα είδε, κάτι κατάλαβε που σ’ άλλους παίρνει μια ζωή να ανακαλύψουν, πάντα ήταν πιο έξυπνος απ’ τους άλλους. Κατάλαβε ίσως πως δε θα προλάβει, δε θα του φτάσει ο χρόνος να διασχίσει τον κόσμο απ’ άκρη σ’ άκρη, το σύμπαν λέει είναι ατελείωτο κι οι χάρτες του διαστήματος στα σχολικά βιβλία μεγάλη απάτη· ο Πλούτωνας είναι πολύ πιο μακρυά, και δεν είναι καν το τέλος. Τι είν’ αυτό; Μπορεί να είναι μετεωρίτης ή διάττων αστέρας, κάποιο κομμάτι ύλης που διένυσε έτη φωτός για να χαθεί σε μια στιγμή μπροστά στα μάτια μας, όχι, αεροπλάνο είναι. «Πάμε τώρα, είναι αργά, συλλυπητήρια, να τον θυμάστε με αγάπη».

Σηκώθηκαν να φύγουν. Το σκυλί ξύπνησε και κοίταξε το αφεντικό του, που βόλευε τις σακούλες κάτω από το παγκάκι κι έπειτα ξάπλωσε με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Κάποιο κινητό χτύπησε. Δε μ’ έχεις χάσει. Ούτε λεπτό έγραφε στην οθόνη κι η Λου σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, ψάχνοντας τη χαμένη τελεία. Ήταν εκεί, ακτινοβολούσε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες φωτεινές τελείες, προσμένοντας κι αυτή την ώρα που θα σβήσει.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: