Τα θηρία της οδού Ναυαρίνου

Τα θηρία της οδού Ναυαρίνου

Στάθηκε απέναντί μου βλοσυρός κι ετοιμοπόλεμος. «Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά», μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του, «εγώ είμαι από την άλλη άκρη του γαλαξία». Τέλεια, σκέφτηκα. Μόνο ένας εξωγήινος μου έλειπε τώρα για να ολοκληρωθεί το γαϊτανάκι της κακοτυχίας που με ακολουθούσε από το πρωί. Κι εγώ που νόμιζα πως ήθελε απλά να με ρωτήσει τι ώρα είναι, ή να ζητιανέψει κανένα ψιλό για τη δόση του, ή έστω να μου επιτεθεί και να ακούσω για πρώτη φορά στη ζωή μου τη θρυλική ατάκα «τα λεφτά ή τη ζωή σου». Εδώ που τα λέμε βέβαια, η φράση αυτή έχει χάσει την παλιά της αίγλη, αφού και τα δύο –και τα λεφτά και η ζωή– έχουν κι αυτά χάσει την αξία τους. Κάνε λοιπόν το κορόιδο και περπάτα.
«Μ’ ακούς;», με βγάζει απότομα απ’ τις σκέψεις μου με τη βραχνή φωνή του. Με την πρώτη ματιά δε μοιάζει καθόλου παράξενος, μάλιστα θα ταίριαζε θαυμάσια στο βιαστικό, αδιάφορο μπουλούκι των πεζών που διέσχιζε εκείνη τη στιγμή το φανάρι στην Ακαδημίας. Του χαμογελάω και συνεχίζω αμήχανα το δρόμο μου. Πώς μπορεί να καταλήξει ένας άνθρωπος να διακηρύσσει ατάραχος ότι ανήκει σε άλλον πλανήτη; Και μάλιστα στην άκρη του γαλαξία, άπειρα δηλαδή έτη φωτός από τη Γη; Τη Γη μας, που την έχουμε ξεκολλήσει από την αρχέγονη τροχιά της και την έχουμε τοποθετήσει προσεκτικά στο κέντρο του σύμπαντος; Για φαντάσου!
Είναι νέος, ψηλός και μάλλον αδύνατος, με μάτια κατάμαυρα, ένα κράμα ενήλικης σοφίας και παιδικής αθωότητας, που αστράφτουν σα να καίγονται από πυρετό. Μου θυμίζουν ζωγραφιά με κάρβουνο. Τη μονοτονία του απολύτως συνηθισμένου παρουσιαστικού του έσπαγε μόνο μια βαριά ασημένια αλυσίδα που κρεμόταν στο λαιμό του, δε μπορούσα όμως να δω την άκρη της γιατί χανόταν μέσα από τη μπλούζα του. «Δε μ’ ακούς», αποφαίνεται τελικά. Μόνο που δεν ξέρει πως έχει άδικο, μιας και τα λόγια του έχουν πυροδοτήσει αυτό τον απίστευτο χείμαρρο σκέψεων που πλημμυρίζει με βία τον φτωχό μου εγκέφαλο. «Αλλά πώς να μ’ ακούσεις», συνεχίζει ακάθεκτος, «αφού η κυρά Μελισσάνθη δε σ’ έστρωσε όταν έπρεπε;» Γούρλωσα τα μάτια με απορία και πάω στοίχημα πως ήμουν πολύ αστείο θέαμα εκείνη τη στιγμή. «Πού ξέρεις εσύ τη γιαγιά μου;» κατόρθωσα να ψελλίσω μετά από κάμποση ώρα.

«Ο Κωστής είμαι. Δε με θυμάσαι;»

Έβαλα τα δυνατά μου να τον θυμηθώ, όμως κανένας Κωστής δε μου ερχόταν στο μυαλό, παρόλο που το πρόσωπό του μου φάνηκε ιδιαίτερα οικείο για μια στιγμή. «Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με πρόσωπα και ονόματα. Πόσο μάλλον αν όλα αυτά είναι από την άλλη μεριά του γαλαξία» χαζογέλασα, ελπίζοντας με όλη μου την ψυχή να μην τον προσβάλλω και μου ρίξει καμιά κατάρα από τα βάθη του αχανούς σύμπαντος, από κείνες που μπορούν να σε αφήσουν ξερό επιτόπου. Ευτυχώς γέλασε, κι εγώ ασυναίσθητα έσφιξα από τη μία την τσάντα μου κι από την άλλη έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι. «Πάντα βιαστική και καχύποπτη. Δεν άλλαξες καθόλου», είπε σχεδόν γλυκά αλλά και με μια αδιόρατη πίκρα και συνέχισε, «θα είμαι για λίγες μέρες Αθήνα, θα σε ευγνωμονώ πραγματικά αν δεχτείς να με ξεναγήσεις έστω και σε μια μικρή γωνιά της. Και προς Θεού, μακριά από την Ακρόπολη. Βαρέθηκα τις δόξες και τα γερασμένα μεγαλεία της παλιάς Αθήνας».
Για πολλές ώρες μετά αναρωτιόμουν τι στο καλό μ’ έπιασε και δέχτηκα να τον κυκλοφορήσω, αφού δεν είχα καταφέρει ακόμα να τον θυμηθώ. Αλλά αφού ήξερε τη γιαγιά μου (η οποία δυστυχώς είχε πεθάνει και δε μπορούσα να τη ρωτήσω) και μου μιλούσε με τη βεβαιότητα ανθρώπου που γνώριζε τις συνήθειες και τα ελαττώματά μου, τι κίνδυνος υπήρχε; Πιάστηκα λοιπόν γερά απ’ αυτό το υπέροχα αυθαίρετο συμπέρασμα κι ετοιμάστηκα να τον συναντήσω.

Παρασκευή κατά τις 8, χειμωνιάτικο βράδυ. Ραντεβού στο μετρό της Πανεπιστημίου, στην έξοδο προς τη Βιβλιοθήκη. Ανεβαίνω κατά τη συνήθειά μου τις κυλιόμενες σκάλες και βλέπω τη μορφή του να προβάλλει καθισμένη στο μάρμαρο. Στρίβει τσιγάρο και μέχρι να το τελειώσει, βρίσκομαι ήδη απέναντί του. Με κοιτάει. «Δεν έχει κρύο απόψε», μουρμουρίζει αφηρημένα και σηκώνεται. Όντως δεν έχει κρύο, κι ας βρισκόμαστε στην καρδιά του Δεκέμβρη, κι ας μυρίζουν όλα γύρω μας Χριστούγεννα, τζάκι και ζεστές αγκαλιές. Αναλαμβάνω να καθοδηγήσω τα βήματά μας σε ένα μικρό μπαράκι στην Ιπποκράτους, όταν όμως του ανακοίνωσα την πρόθεσή μου εκείνος διαφώνησε. «Μέσα σε τέσσερις τοίχους θέλεις να με κλείσεις; Απόψε θα πέφτουν αστέρια κι εμείς θα καρφώσουμε ένα ταβάνι πάνω από τα κεφάλια μας;»
Τελικά, αφού έπεισα τον εαυτό μου να μην παρεξηγηθεί και να μην κάνει περαιτέρω ερωτήσεις για αστέρια, φοβούμενη καμιά εξωφρενική απάντηση, αποφάσισα να αλλάξω διαδρομή και να τον σεργιανίσω στα δρομάκια των Εξαρχείων μέχρι να συρθεί στα πόδια μου και να με παρακαλάει να καρφώσουμε ένα οποιοδήποτε ταβάνι πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Τελικά κουράστηκα πρώτη.
Εκείνος ακολουθούσε στο πλάι μου ακούραστος και μου διηγιόταν τα έργα και τις μέρες του. Δε συγκράτησα και πολλά πράγματα, λες κι είχε δέσει τα λόγια του με ένα μαγικό ξόρκι να σβήνονται αμέσως από το μυαλό όποιου τα ακούσει. Μου έκανε εντύπωση που δεν κοιτούσε τριγύρω, εγώ του έδειχνα δρόμους και κτήρια κι εκείνος απλά κουνούσε το κεφάλι. Ήταν λες και τα ήξερε όλα αυτά που του έδειχνα, λες και τα είχε ξαναδεί και δεν του έκαναν πια εντύπωση. Μόνο όταν φτάσαμε στη Ναυαρίνου κι αντικρίσαμε το πάρκο κοντοστάθηκε κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. «Δεν έχετε πάρκα εσείς στον πλανήτη σας;» τον ρώτησα με περιπαικτική διάθεση, εκείνος όμως στεκόταν σα μαγνητισμένος κι όταν συνήλθε από τη ζάλη, μου ζήτησε να μπούμε στο πάρκο και να καθίσουμε. Αφού προμηθεύτηκα από το απέναντι ψιλικατζίδικο δυο μπουκαλάκια ούζο (έκρινα πως η βραδιά το απαιτούσε πλέον), καθίσαμε αντικριστά σε ένα παγκάκι και του έδωσα το ένα μπουκάλι. Από τις πρώτες κιόλας γουλιές ζεσταθήκαμε κι αρχίσαμε να γελάμε χωρίς λόγο και να μιλάμε σα να γνωριζόμαστε στ’ αλήθεια από πολύ παλιά.

«Μα πως σου ήρθε να μου πεις ότι είσαι από την άλλη μεριά του γαλαξία;» τον ρώτησα μετά από κάμποσες γουλιές και με τα μάγουλά μου αναψοκοκκινισμένα. Εκείνος έσκυψε προς το μέρος μου και με κοίταξε συνωμοτικά βαθιά στα μάτια.
«Δεν έχεις ιδέα ποιος είμαι, έτσι δεν είναι;» Έπειτα χαλάρωσε πάλι τη στάση του και ρώτησε ανέμελα τι το ήθελαν εκείνο το τεράστιο μισοσκισμένο πανί στον τοίχο. Του αποκρίθηκα πως το καλοκαίρι προβάλλονται εδώ ταινίες, μαζεύεται κόσμος, πίνουν μπύρες, παίζουν κιθάρα και τραγουδάνε. Όμορφα πράγματα. «Θα σε απογοητεύσω, δεν είναι καμιά πύλη για μιαν άλλη ζωή ή για το υπερπέραν», πρόσθεσα γελώντας. «Δε χρειάζεται κάτι τέτοιο για να ανοίξει μια πύλη για άλλες ζωές», ψιθύρισε με ένα αινιγματικό χαμόγελο, «μια απλή καλημέρα αρκεί».

Δεν έβγαζα άκρη, κι επιπλέον ζαλιζόμουν από το ούζο κι είχα αρχίσει να κρυώνω. Όμως δε φοβόμουν, ούτε αυτόν τον παράξενο άγνωστο που είχα απέναντί μου, ούτε τις ασυναρτησίες του. «Κρυώνω» ψέλλισα, κι εκείνος πήρε τα χέρια μου στα δικά του και μου είπε πως σε λίγο θα φεύγαμε, πρώτα όμως ήθελε να μου κάνει ένα δώρο για να με ευχαριστήσει που δέχτηκα να τον περπατήσω στα μέρη μου. Έπειτα τράβηξε με χίλιες προφυλάξεις τη μακρυά αλυσίδα που κρεμόταν από το λαιμό του και ακούμπησε στα χέρια μου το αντικείμενο που στόλιζε την άκρη της· μια μικρή πυξίδα. Θαμπώθηκα από τις μαργαριταρένιες της λεπτομέρειες και τα χρώματά της, την κράτησα κι άρχισα να την κουνάω πέρα δώθε για να μου δείξει το βορρά, όμως όσο κι αν προσπαθούσα οι δείκτες της κρέμονταν άψυχοι δίχως να κάνουν την παραμικρή κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση.

«Όχι! Όχι έτσι!» φώναξε με τρόμο, «θα τη χαλάσεις!».
«Μα είναι ήδη χαλασμένη! Σε κορόιδεψαν», δικαιολογήθηκα εγώ, «θα έπρεπε να δείχνει το βορρά».

Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, έβγαλε την αλυσίδα από το λαιμό του και την άφησε στα χέρια μου.

«Αυτή η πυξίδα δε φτιάχτηκε για να δείχνει βορρά», είπε.
«Αλλά;»

«Για να δείχνει γκρεμό. Πάμε σπίτι, είναι αργά», μου είπε με τόνο τόσο αυστηρό που δε σήκωνε αντίρρηση. Με συνόδεψε ως το μετρό, με ευχαρίστησε για τις λίγες ώρες που του χάρισα κι ύστερα εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα. Δεν τον ξαναείδα από τότε. Όταν γύρισα σπίτι ήμουν πεπεισμένη πως όλα αυτά, το αποψινό βράδυ, οι μυστήριες κουβέντες του κι η εκκεντρική παρουσία του συνέβησαν μόνο μέσα στο μυαλό μου. Κι αν δεν κουδούνιζε στην τσέπη μου ανάμεσα σε κάτι κέρματα η πυξίδα, το επόμενο πρωί θα τα είχα όλα ξεχάσει. Κάθισα στο κρεβάτι και μέσα στο σκοτάδι, στύλωσα τα μάτια μου πάνω στο θαυμαστό αυτό αντικείμενο, παλεύοντας να καταλάβω την αξία του. Το μυαλό μου ήταν θολωμένο από το αλκοόλ και δε μπορούσα να σκεφτώ πολλά πράγματα. Αισθανόμουν μόνο μια τεράστια, σχεδόν οδυνηρή ανάγκη να επιστρέψω στην πρώτη μου αθωότητα, γιατί ίσως τότε να μπορούσα να δω την πυξίδα όπως την έβλεπε ο Κωστής, τυλιγμένη σε έναν διάφανο ιστό μαγείας και μυστηρίου. «Μόνο τα παιδιά βλέπουν τα πράγματα όπως είναι», έλεγε η γιαγιά μου, «μη μεγαλώσεις ποτέ». Έτσι έκλεινε πάντα τα παραμύθια της, και καθώς βασίλευαν τα μάτια μου ανέτειλαν εμπρός μου άλλοι κόσμοι, μαγικοί, που με προσκαλούσαν να ανασάνω άλλον αέρα.
Κατέβηκα τρέχοντας σχεδόν τα σκαλιά για το υπόγειο κι άρχισα να ψάχνω την κούτα που φύλαγαν οι δικοί μου τα παιδικά μου ενθύμια. Σκόνταψα αρκετές φορές ανάμεσα σε μπαούλα και σκονισμένα τραπεζάκια, ώσπου ανακάλυψα αυτό που ήθελα. Δε θυμόμουν καν το όνομα του βιβλίου, θυμόμουν μονάχα τη γαλήνη και την ασφάλεια που πλημμύριζαν την ψυχή μου όταν μου το διάβαζε η γιαγιά μου. Άνοιξα προσεκτικά το μισολιωμένο από την υγρασία χαρτόκουτο και ψαχούλεψα το περιεχόμενό του με μανία κάτω από το λιγοστό φως μιας προπολεμικής λάμπας, ώσπου βρήκα εκείνο που έψαχνα. Ήταν μια πρόχειρη, μάλλον χειροποίητη κόπια ενός παραμυθιού, με χιλιοτσαλακωμένες σελίδες κι έναν μεγάλο λεκέ στο εξώφυλλο. Το πήρα στα χέρια μου με ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης, που λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έμεινε μετέωρο στα χείλη μου, καθώς διάβαζα τον τίτλο. «Τα θηρία της οδού Ναυαρίνου» έγραφε πάνω πάνω με έντονα πλαγιαστά γράμματα, κι από κάτω είχε τη ζωγραφιά ενός ψηλού κι αδύνατου αγοριού, που είχε μάτια κατάμαυρα, ζωγραφισμένα λες με κάρβουνο. Ήταν ο Κωστής, χωρίς καμία αμφιβολία. Το ξεφύλλισα αχόρταγα, σα να το διάβαζα για πρώτη φορά, παρατηρώντας προσεκτικά τις εικόνες, προσπαθώντας να τις αποκρυπτογραφήσω. Μιλούσε για θηρία όμορφα, που δεν είχαν πατρίδα κι έψαχναν το μέρος εκείνο που θα τους προσέφερε αγάπη και ηρεμία. Έβγαιναν λέει το βράδυ στις άδειες πλατείες κι έτρεχαν στο δρόμο κρατώντας θύελλες στα χέρια τους, και σάλταραν ασταμάτητα ώσπου να πετάξουν ψηλά, να αγγίξουν τα αστέρια κι έπειτα να γίνουν βροχή και να σκορπίσουν πάνω από τον κόσμο.
Στην τελευταία σελίδα ήταν ζωγραφισμένη μια πυξίδα, ολόιδια με αυτή που μου είχε χαρίσει ο Κωστής, κι από κάτω έγραφε πως τα θηρία θα βρουν την πατρίδα τους αν κάποια πυξίδα τους δείξει γκρεμό. Μα τι γκρεμό; Ο γκρεμός σημαίνει τέλος, σημαίνει θάνατο, σημαίνει βουτιά στο τίποτα. Δε βγάζω άκρη. Ο γκρεμός δεν είναι βάραθρο, καταστροφή κι αδιέξοδο;
«Ναι, αλλά ξέρεις τι όμορφα λουλούδια φυτρώνουν καμιά φορά στο χείλος του;» Δε χρειάστηκε να γυρίσω το κεφάλι μου για να καταλάβω ποιος μίλησε.

Τα θηρία της οδού Ναυαρίνου
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: