Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με τον Γιώργο Παναγιωτάκη

Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.

Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με τον Γιώργο Παναγιωτάκη
  • Πάμε στο πρώτο βήμα…ίσως στο βήμα πριν την αρχή… Πώς ξεκινά η συγγραφική διαδικασία για σας; Είναι ιδέα, συναίσθημα, επιθυμία; Γνωρίζετε από πριν την εξέλιξη της ιστορίας; Έχετε ξεκάθαρη την πορεία των γεγονότων ή επιθυμείτε την έκπληξη στο ξεδίπλωμα της ιστορίας;

Είναι σίγουρα συναίσθημα, είναι οπωσδήποτε ιδέα και συχνά είναι και επιθυμία. Κάποιες φορές και ανάγκη. Μια ανάγκη που σε ωθεί να δεις τον κόσμο μέσα από ένα συγκεκριμένο πρίσμα και να προσπαθήσεις να τον ερμηνεύσεις με λέξεις. 
Την εξέλιξη την ιστορίας τη γνωρίζω με έναν τρόπο ο οποίος θα μπορούσε να περιγραφεί ως θολή σαφήνεια. Ξέρω πώς θα ξεκινήσω και πού περίπου θέλω να φτάσω, αλλά επιλέγω συνειδητά να βγω από την ευθεία γραμμή και να κινηθώ σε επαρχιακούς δρόμους και αχαρτογράφητες περιοχές. Εκεί, μοιραία, θα συμβούν απρόσμενα γεγονότα και θα εμφανιστούν καινούριοι χαρακτήρες και νέες προκλήσεις. Έχω έναν, όχι και τόσο παράλογο, φόβο ότι αν τα γνωρίζω όλα στην εντέλεια, θα βαρεθώ να φτάσω μέχρι το τέλος. Ή, ακόμα χειρότερα, ότι η ιστορία θα μοιάζει με μια μηχανή, ικανή να παράγει ένα φαινομενικά αψεγάδιαστο, αλλά στην ουσία άχρωμο και άοσμο προϊόν. Αφήνω λοιπόν τους χαρακτήρες να αναπτύξουν τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες και τα γεγονότα να με εκπλήξουν, ενώ παράλληλα προσπαθώ να οδηγήσω τα πράγματα όσο πιο κοντά γίνεται στο προαποφασισμένο τέλος.

  •  Η ίδια η διαδικασία της συγγραφής πώς κινείται, χρονικά, διανοητικά και ψυχικά; Πώς αποφασίζετε για το τέλος, ιδίως όταν μια ιστορία, όπως συμβαίνει συνήθως με αυτές του φανταστικού είδους, προβάλλει τόσα διαφορετικά μονοπάτια ώστε να φαίνεται, σωστά ή λάθος, ότι μπορεί να κινηθεί κανείς προς πολλές κατευθύνσεις;

    Ξεκινώ σχεδόν πάντα φουριόζος, κρατώντας σημειώσεις, κάνοντας έρευνα, σκιτσάροντας χάρτες και σχεδιαγράμματα και βέβαια γράφοντας και ξαναγράφοντας τις πρώτες σελίδες. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί το σωστό ύφος, η φωνή που θα κατευθύνει την αφήγηση. Παράλληλα προσπαθώ να ανακαλύψω τη δική μου μυστηριώδη σχέση με την ιστορία. Το γιατί αποφάσισα να εμπλακώ σε αυτήν την περιπέτεια. Μετά, συνήθως συνεχίζω σε πιο αργούς ρυθμούς. Στο μεταξύ, σε ψυχικό και διανοητικό επίπεδο διεξάγονται διάφορες μάχες: ενθουσιασμός εναντίον τεμπελιάς, σιγουριά εναντίον ανασφάλειας, συγκίνηση εναντίον αυτοσαρκασμού κ.α. Το τέλος, όπως είπα, λίγο πολύ το γνωρίζω. Τα μονοπάτια είναι πράγματι πολλά, αλλά και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη. Μια Ρώμη, βέβαια, που μπορεί να είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη που φανταζόταν ο ταξιδιώτης όταν ξεκινούσε.

    • Πολλά από τα βιβλία σας, όπως Η Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων, Αλάστρα – Το Βιβλίο των δύο κόσμων, Μικρόκοσμος, κινούνται στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας. Τι σας ελκύει σε αυτό το είδος; Ποιες λογοτεχνικές, κινηματογραφικές ή άλλες επιρροές διαμορφώνουν το ενδιαφέρον σας και πιθανόν πληροφορούν το έργο σας; Πώς βλέπετε τη λογοτεχνία του φανταστικού στον ελληνικό χώρο;

    Το παράξενο είναι πως σαν αναγνώστης δεν υπήρξα ποτέ φανατικός οπαδός της λογοτεχνίας του φανταστικού – με μονολιθικό τρόπο εννοώ. Προτιμώ τα αναγνώσματα που πατούν σε περισσότερες από μία βάρκες. Λατρεύω πάντως την ελευθερία που σου προσφέρει το είδος, ώστε να χτίσεις νέες συμβάσεις και να δημιουργήσεις «πειραγμένες» εκδοχές της πραγματικότητας και του κόσμου μας.
    Ο κινηματογράφος αποτελεί γενικά μια επιρροή. Σκέφτομαι κινηματογραφικά, περισσότερο σε ό,τι αφορά τον ρυθμό της αφήγησης, τη σκηνογραφία, τη φωτογραφία, την υποκριτική των ηρώων και βέβαια το μοντάζ της ιστορίας.
    Η ελληνική λογοτεχνία έχει να επιδείξει ορισμένα εξαιρετικά δείγματα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Θα αναφέρω κάποια διηγήματα του Κόντογλου, το Χαμένο Νησί του Καραγάτση, τα μικρά κείμενα του Γονατά... Ή από τους σύγχρονους, το έργο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Επιπλέον, στο είδος αυτό ανήκει και μεγάλο μέρος της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας. Και εδώ θα βρούμε ενδιαφέροντα έργα τόσο από παλαιότερους όσο και από νεώτερους συγγραφείς.  

    • Πώς διαμορφώνεται ο τόνος και η ατμόσφαιρα ενός κειμένου; Πώς επιλέγετε την αφηγηματική φωνή, ώστε να συνεισφέρει σε αυτήν; Πώς κτίζετε μια εικόνα; Πώς διαφέρει μια κινηματογραφική από μια λογοτεχνική εικόνα.

    Τις περισσότερες φορές, η ίδια η ιστορία σού επιβάλλει τον τόνο. Και εσύ πρέπει να δημιουργήσεις την κατάλληλη ατμόσφαιρα ώστε το όλο πράγμα να λειτουργήσει. Υπάρχουν βέβαια και διάφορες παγίδες σπαρμένες εδώ και εκεί. Για παράδειγμα, δεν είναι πάντα εύκολο να αποφύγεις μια μανιέρα ή έναν τόνο που έχει ξεμείνει στο μυαλό σου από μια προηγούμενη δουλειά σου. Πρέπει λοιπόν να ακούς το ένστικτό σου, αλλά παράλληλα να κρατάς και μια πισινή. Και βέβαια να αμφιβάλεις και να αναρωτιέσαι διαρκώς για την οπτική γωνία από την οποία βλέπεις τα πράγματα.
    Τώρα, σε σύγκριση με την κινηματογραφική εικόνα, η λογοτεχνική οφείλει να είναι πιο αφαιρετική. Επίσης αποτελεί προϊόν συνεργασίας του συγγραφέα με τον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά, ο οποίος την συμπληρώνει, σύμφωνα με τη δική του αισθητική και τα δικά του βιώματα.

    • Πώς κτίζετε δεύτερους κόσμους; Πώς τα συστατικά τους, όπως τα ονόματα των χαρακτήρων, η γλώσσα (τόσο του κόσμου όσο και της αφήγησης), ο χώρος, ο χρόνος, η καθημερινή ζωή, και γενικά όλα αυτά που δημιουργούν έναν κόσμο, εισέρχονται στη συγγραφική σας διαδικασία και δίνουν λύσεις και δομή;

    Το χτίσιμο γίνεται τόσο πριν από τη συγγραφή όσο και κατά τη διάρκειά της. Γενικά προσπαθώ να σκορπάω στοιχεία και πληροφορίες χωρίς όμως να εξηγώ ή να περιγράφω με λεπτομέρειες τη δομή ή τους κανόνες που διέπουν τον συγκεκριμένο λογοτεχνικό κόσμο. Αντιμετωπίζω δηλαδή τον φανταστικό κόσμο σαν κάτι το απολύτως ρεαλιστικό, για το οποίο δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις. Τα πάντα βρίσκονται εκεί και, αν ο αναγνώστης θέλει, μπορεί να ενώσει τα κομμάτια και να τα δει. Επιπλέον προσπαθώ το κάθε στοιχείο (τα ονόματα, οι τοποθεσίες, οι όροι, οι συνήθειες των ηρώων κλπ) να έχει λόγο ύπαρξης και ένα ή περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης. Στο μυαλό μου τουλάχιστον.  

    • Τι μεσολαβεί μεταξύ πρώτης, δεύτερης και άλλης γραφής; Τι κάνετε σε αυτή τη διαδικασία; Πώς βλέπετε ή πως εισέρχεστε στο κείμενό σας; Τι κάνουν οι ήρωες σε αυτό το μεσοδιάστημα;

    «Μια φράση βγαίνει στον κόσμο καλή και κακή ταυτόχρονα» γράφει ο Ισαάκ Μπάμπελ σε ένα διήγημά του. «Το μυστικό βρίσκεται σε ένα ελαφρό, αδιόρατο σχεδόν στρίψιμο». Νομίζω ότι κάτι τέτοιο επιχειρούμε στη διάρκεια της δεύτερης ή και της τρίτης γραφής. Προσωπικά δεν φοβάμαι να κάνω αλλαγές και να ξεφορτώνομαι φράσεις, παραγράφους ή και ολόκληρα κεφάλαια, αν κρίνω ότι δεν προσφέρουν κάτι σημαντικό. Επίσης, ακούω τις προτάσεις ορισμένων φίλων και συνεργατών την κρίση των οποίων εμπιστεύομαι και πολύ συχνά τις υιοθετώ. Γενικά υπάρχει αρκετή δουλειά έπειτα από την κυρίως γραφή. Τώρα, τι κάνουν οι ήρωες σε αυτό το διάστημα… Δεν ξέρω. Κάποιοι πιθανόν να με βρίζουν.

    • Πού γράφετε, πώς και πότε; Μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας μια φωτογραφία με σας σε αυτό τον χώρο;

    Δεν έχω συγκεκριμένες συνήθειες. Μπορώ να γράψω οπουδήποτε, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Αρκεί να μην ακούγεται δυνατά κακή μουσική. Συνήθως, πάντως, γράφω στο σπίτι μου. Τελευταία, έχω αρχίσει να χρησιμοποιώ ένα παλιό ξύλινο γραφειάκι που κάποτε ανήκε στον πατέρα μου και στη συνέχεια πέρασε στην κατοχή της μεγάλης μου κόρης. Όταν λοιπόν εκείνη λείπει, βάζω εκεί το λάπτοπ μου. Μου αρέσει η μυρωδιά του παλιού ξύλου και οι χαραγματιές που έχουν σχηματιστεί με τα χρόνια στην επιφάνειά του. Συχνά κάθομαι και στο, πολύ μεγαλύτερο, τραπέζι του σαλονιού, όπου μπορώ να απλώσω με άνεση τις σημειώσεις μου. Από εκείνο το σημείο επέλεξα μια φωτογραφία – το δωμάτιο της κόρης μου παραήταν ακατάστατο.

    Panagiotakis

    — • —

    Ο Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης έχει εργαστεί στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο και έχει γράψει σενάρια για ταινίες και βιντεοπαιχνίδια. Κείμενά του δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Έχει γράψει μεταξύ άλλων τα εφηβικά νεανικά μυθιστορήματα Το μυστικό της Άτυχης Πέστροφας ή Η Βίβλος της Αμφιβολίας (Κέδρος), Μικρόκοσμος (Κέδρος) και Αλάστρα. Το βιβλίο των δύο κόσμων (Πατάκης) καθώς και τις σειρές βιβλίων Αταξίες στην Τάξη (Κέδρος), Λέσχη Αλλόκοτων Πλασμάτων, Λέσχη Αλλόκοτων, 2 – Όταν ήρθαν για εμένα» ( Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2018, εκδ. Πατάκη). Έχει τιμηθεί δύο φορές με το βραβείο του περ. Αναγνώστης. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του έχει τίτλο Ο Ισιντόρ και το φεγγάρι και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.



    ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώργου Παναγιωτάκη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: