Συνέντευξη με την Άντρη Αντωνίου


Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.

Συνέντευξη με την Άντρη Αντωνίου


Η Άντρη Αντωνίου γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1980. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Δημοτική Εκπαίδευση. Έχει τιμηθεί τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Κύπρου για Μεγάλα Παιδιά και Εφήβους και έχει βραβευτεί τρεις φορές από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά. Είναι υποψήφια για το διεθνές βραβείο Astrid Lindgren Memorial Award. Έχει γράψει τα βιβλία: Μπελαδομαγνήτης, Πηνελόπη, Καρδιά πάνω σε ρόδες, Το καλοκαίρι που μεγάλωσα, Από τους τέσσερις ο τέταρτος, Βοήθεια!, Πού πήγε το γέλιο σου, Ορσαλία;, Ζωή ανάποδα, Εβδομηντάχρονη ετών 10, Πώς να μη σας ερωτευτεί ο κολλητός σας και Φωτογραφίες σε μαύρο φόντο.


Το σπίτι είναι το σκηνικό για πολλά από τα βιβλία σας – είναι χώρος χαράς, αλλά και του μεγάλου τραύματος που ξαναγεννά τους χαρακτήρες σας. Γιατί το επιλέγετε; Γιατί γυροφέρνετε σε αυτό;

Τα σπίτια των αγνώστων μού κινούν τρομερά το ενδιαφέρον. Όταν περπατώ στους δρόμους της πόλης, όταν περνώ έξω από τα σπίτια ανθρώπων που δεν έχω συναντήσει ποτέ, κοντοστέκομαι και κοιτάζω. Αναρωτιέμαι. Ποιοι ζούνε μέσα; Πώς ζούνε; Τι συζητάνε; Τι κρατάνε μέσα τους επτασφράγιστο μυστικό; Θα ήθελα να ήμουν αόρατη, να έμπαινα μέσα και να περιπλανιόμουν στους χώρους. Να άκουγα τις συζητήσεις τους, να παρατηρούσα τις συνήθειές τους. Ακόμα και σπίτια παλιά, εγκαταλειμμένα πια, με συναρπάζουν. Ποιοι τα κατοίκησαν και τι ζωή έζησαν μέσα σε αυτά; Ίσως γι’ αυτό χτίζω ιστορίες μέσα σε σπίτια του μυαλού μου. Μέσα στα σπίτια της φαντασίας μου επινοώ ζωές χαρούμενες και θλιμμένες, δημιουργώ ανθρώπους που χαίρονται μέσα στον χώρο αυτό κι άλλους που προσπαθούν να αποδράσουν.

Πώς είναι για σας η διαδικασία να δημιουργείτε χαρακτήρες που κουβαλούν το δικό τους τραύμα – απώλεια, σεξουαλική και άλλη κακοποίηση, ψυχικός πόνος σε κάθε περίπτωση; Πώς ζείτε με αυτούς καθώς τους δημιουργείτε; Έχετε πρώτα όλη την ιστορία και μετά αναδιοργανώνετε τα γεγονότα; Τι γίνεται όταν το βιβλίο έχει τελειώσει; Τι σας σπρώχνει να ασχολείστε με αυτούς (Το καλοκαίρι που μεγάλωσα, Πού πήγε το γέλιο σου Ορσαλία;, Φωτογραφίες σε μαύρο φόντο, Ζωή ανάποδα);

    Για να γράψω για τα δύσκολα αυτά θέματα κάνω την έρευνά μου και μελετώ βιβλία από ειδικούς. Αυτή η διαδικασία με βοηθά να χτίσω ευκολότερα τον κάθε χαρακτήρα. Αναπόφευκτα κουβαλώ το τραύμα τους όσο καιρό πλέκω την ιστορία τους. Είναι δύσκολο να το αποφύγεις νομίζω. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με φέρνει πολύ κοντά σε αυτόν τον χάρτινο άνθρωπο, με ενώνει μαζί του σε βαθμό που από ένα σημείο και μετά παύει να είναι ένα δημιούργημα στο χαρτί, γίνεται κάποιος δικός μου άνθρωπος. Ένα κομμάτι του εαυτού μου. Ακόμα κι όταν έχει τελειώσει το βιβλίο, συνεχίζω να τους κρατώ μέσα μου, είναι πλέον μέρος της καρδιάς μου.
    Σπάνια έχω όλη την ιστορία στο μυαλό μου, προτού καθίσω να γράψω. Συνήθως ξεκινώ γνωρίζοντας κάπως τον κεντρικό χαρακτήρα και το πρόβλημά του. Στη συνέχεια σημειώνω στοιχεία της προσωπικότητάς του, όπως και των υπόλοιπων χαρακτήρων που θα ήθελα να συμπεριλάβω στην ιστορία μου, σκόρπιες ιδέες για την εξέλιξη της πλοκής, φράσεις, διαλόγους, στιγμιότυπα. Αρχίζω να γράφω με ό,τι έχω και επινοώ τα υπόλοιπα στην πορεία. Σχετικά νωρίς ξέρω πού θέλω να φτάσω και αυτό με βοηθά να μη χάνω τον δρόμο μου. Προτιμώ να μην ξέρω από την αρχή όλη την ιστορία. Παρόλο που αυτό κάνει τη συγγραφή πιο δύσκολη, την κάνει και πιο ενδιαφέρουσα. Περιπετειώδη.

    «Πριν τα οχτώ μου χρόνια, φανταζόμουν συχνά πώς έμοιαζα με νεράιδα με μακριά κυματιστά μαλλιά. […] Στην πλάτη μου φύτρωναν φτερά, φτερούγες μεγάλες. (Φωτογραφίες σε μαύρο φόντο)» Πώς δημιουργείται η ηρωίδα σας; Οι σκέψεις της; Οι εικόνες που γυροφέρνουν στο μυαλό της; Τα λόγια της; Η ιστορία της; Γιατί επιλέξατε εδώ την αποσπασματική παράθεση σκέψεων και αναμνήσεων;

      Την Αμαλία, την ηρωίδα του Φωτογραφίες σε μαύρο φόντο, τη φαντάστηκα να είναι μια κοπέλα με μακριά κυματιστά μαλλιά, ένα κορίτσι με θλιμμένα μάτια, που προσπαθούσε να γλυτώσει από τις μνήμες της, που πάλευε να βρει ελπίδα και φως για να αποδράσει από το σκοτάδι που την περικύκλωνε. Ξεκίνησαν να μου έρχονται στον νου σκέψεις της, όνειρα που έβλεπε τα βράδια, συζητήσεις με άλλους.
      Επειδή ήθελα να μπορώ να πηγαινοέρχομαι μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος της, προτίμησα να αποφύγω την παράθεση των γεγονότων με γραμμική ακολουθία, γιατί ένιωθα πως η αφήγηση τη στιγμή που θα συνέβαιναν τα γεγονότα θα έδινε ασήκωτο βάρος στην ιστορία. Όπως η Αμαλία συγκεντρώνει φωτογραφίες από τον κόσμο γύρω της και τις αναρτά στον τοίχο του δωματίου της, έτσι κι εγώ συγκέντρωσα στιγμιότυπα του τότε και του τώρα της και έφτιαξα το παζλ της ζωής της.

      Ποια η θέση του κοριτσιού-πρωταγωνίστριας στο δικό σας έργο, στην ελληνόφωνη παιδική/εφηβική λογοτεχνία, στη διεθνή; Πού τοποθετείτε το έργο σας σε σχέση με τους πιο πάνω χώρους;

        Γράφοντας επιλέγω συχνά να υποδυθώ την περσόνα ενός κοριτσιού, παρά ενός αγοριού. Γι’ αυτό στην πλειοψηφία τους τα βιβλία μου έχουν πρωταγωνίστριες κορίτσια. Τυχαία —ή ίσως όχι και τόσο τυχαία;— πολλά από τα βιβλία που διαβάζω έχουν επίσης πρωταγωνίστριες κορίτσια.
        Τα κορίτσια στα βιβλία μου νομίζω πως στην ουσία αυτό που επιχειρούν να κάνουν —ασχέτως ηλικίας και πλοκής της ιστορίας — είναι να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Είτε πρόκειται για κάτι απλό, όπως το να βελτιώσουν τη σχέση τους με τον μικρό τους αδελφό, είτε πρόκειται για κάτι δύσκολο, όπως το να ξεπεράσουν ένα βαθύ ψυχικό τραύμα.
        Παρόλο όμως που στην πλειοψηφία τους οι πρωταγωνίστριές μου είναι κορίτσια, δε θεωρώ πως τα βιβλία μου απευθύνονται μόνο σε κορίτσια. Έχουν κάτι να πουν και στα δύο φύλα. Τα προβλήματά τους αφορούν και τα δύο φύλα. Είναι προβλήματα που συναντούμε τόσο στην σύγχρονη ελληνόφωνη όσο και στην ξενόγλωσση λογοτεχνία.
        Το έργο μου είναι αρκετά επηρεασμένο από την ελληνική και τη διεθνή λογοτεχνία. Μου αρέσει η τόλμη των ξένων συγγραφέων, με βοηθά να διευρύνω τους συγγραφικούς μου ορίζοντες και με την ελληνική λογοτεχνία αισθάνομαι την οικειότητα που σου προσφέρει κάτι γνώριμο και αγαπημένο.


        Τι θέση έχει η γραφή στη ζωή σας; Οι εμπειρίες, και η ζωή που προχωρά, σας κάνει κάθε φορά διαφορετική συγγραφέα;

        Ξέρετε, δε θέλω να ακουστώ αγνώμων, αλλά είναι πολλές οι φορές που αισθάνομαι λες και προσπαθώ να χωρέσω δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη. Από τη μια η δουλειά στο σχολείο, από την άλλη το γράψιμο, αν βάλουμε στην εξίσωση και την ανάγκη μου να είμαι απόλυτα σωστή σε ό,τι αναλαμβάνω να κάνω, αντιλαμβάνεστε πως ο ελεύθερος μου χρόνος είναι ελάχιστος. Όμως, είναι μεγάλη ευλογία το ότι μπόρεσα να δω αυτό που ονειρευόμουν από παιδί να παίρνει σάρκα και οστά και να γίνεται πραγματικότητα στην ενήλικη ζωή μου.
        Κάθε μερικά χρόνια νομίζω πως γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος. Στον πυρήνα του ίδιος —πάντα μέσα μου εντοπίζω το παιδί που υπήρξα κάποτε— μα και τόσο αλλαγμένος από δεκαετία σε δεκαετία. Οι εμπειρίες μου με διαμορφώνουν, διαφοροποιούν πολλές από τις αντιλήψεις μου, αλλάζουν τις συνήθειες και τη συμπεριφορά μου. Το ότι όσο μεγαλώνω πετάω από τους ώμους μου βάρη αχρείαστα —τα πρέπει της κοινωνίας, την επιθυμία μου να είμαι αρεστή, την ανάγκη μου να πετυχαίνω— μου δίνει περισσότερη ελευθερία τόσο στη ζωή όσο και στο γράψιμο.


        Το χιούμορ πώς έρχεται στη ζωή και τη γραφή σας; Μιλήστε μας για τα βιβλία της συγγραφικής σας αρχής (Μπελαδομαγνήτης, Πηνελόπη), αλλά και άλλα κατοπινά όπως το Πώς να μη σας ερωτευτεί ο κολλητός σας, Καρδιά πάνω σε ρόδες, Εβδομηντάχρονη ετών 10. Πώς το χιούμορ και το σκοτάδι συνυπάρχουν στον ίδιο άτομο, στην ίδια συγγραφέα;

          Το χιούμορ ήταν ο τρόπος που είχα από παιδί να ξεπερνώ την ντροπαλότητα και τη συστολή μου. Στις γκάφες και στην αδεξιότητά μου έδινα κωμικό τόνο. Μου αρέσει να αυτοσαρκάζομαι ως σήμερα, νομίζω είναι ένας τρόπος να παίρνει κανείς τον εαυτό του λιγότερο στα σοβαρά. Το χιούμορ είναι ένας τρόπος να διαχειρίζομαι και το σκοτάδι μέσα μου. Γιατί έχω αρκετό και από αυτό. Είμαι ιδιαίτερα αγχώδης άνθρωπος, με έφεση στη μελαγχολία. Μετακινούμαι εύκολα από τη μια κατάσταση στην άλλη, από τη χαρά στη λύπη, από τη λύπη στη χαρά. Η κυκλοθυμία είναι έντονο στοιχείο του χαρακτήρα μου.
          Στα πρώτα μου βιβλία, αλλά και στα κατοπινά χιουμοριστικά, δεν κάθισα με σκοπό να γράψω μια χιουμοριστική ιστορία. Έτσι μου βγήκε. Μου αρέσει ιδιαίτερα να γράφω χιουμοριστικά βιβλία, γιατί η γραφή τους με χαλαρώνει και με ψυχαγωγεί. Άλλωστε μέσω του χιούμορ μπορείς να μιλήσεις και για πολύ σοβαρά θέματα. Είναι μαγικό να βλέπεις κάποιον να γελά από κάτι που έχεις πει ή έχεις γράψει.


          Πού γράφετε, πώς και πότε;

            Τα τελευταία χρόνια κάνω την πρώτη γραφή των βιβλίων μου εκτός σπιτιού, χειρόγραφα, μέσα σε σημειωματάρια. Το ότι δεν κάθομαι να γράψω ευθύς εξαρχής μπροστά στον υπολογιστή σπίτι μου μου δίνει έναν αέρα ελευθερίας και με αποδεσμεύει από την αίσθηση της αγγαρείας της δουλειάς. Κατά τη διάρκεια της πρώτης γραφής μεταφέρω σταδιακά τα χειρόγραφα κομμάτια στον υπολογιστή και όταν ολοκληρώσω την ιστορία την αφήνω για λίγο και έπειτα ξεκινώ την επιμέλεια. Δουλειά που κάνω στο γραφείο μου σε απόλυτη ησυχία. Δίνω μεγάλη σημασία στην επιμέλεια και υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να ασχοληθώ μήνες ή και χρόνια με ένα κείμενο πριν θεωρήσω πως είναι έτοιμο για να σταλεί σε κάποιον εκδοτικό. Προτιμώ να γράφω μέρα και όχι νύχτα, νιώθω πιο δημιουργική την ημέρα. Γράφω με κάθε ευκαιρία και με κάθε κίνητρο. Με ό, τι με εμπνέει. Με ό,τι με προβληματίζει. Γράφω κυρίως γιατί βρίσκω το παιχνίδι με τις λέξεις συναρπαστικό.

            ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
             

            αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: