Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Τασούλα Τσιλιμένη

¤¦Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.



Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Τασούλα Τσιλιμένη



Η Τα­σού­λα Τσι­λι­μέ­νη εί­ναι κα­θη­γή­τρια στο Π.Τ.Π.Ε., του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λί­ας (Π.Θ.) στο οποίο δι­δά­σκει θέ­μα­τα Παι­δι­κής - Εφη­βι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας, Αφή­γη­ση, Μυ­θο­πλα­σία - Δη­μιουρ­γι­κή Γρα­φή κει­μέ­νων βρα­χεί­ας φόρ­μας. Τα ερευ­νη­τι­κά της εν­δια­φέ­ρο­ντα εστιά­ζουν στη θε­ω­ρία και κρι­τι­κή της παι­δι­κή/εφη­βι­κής λο­γο­τε­χνί­ας κα­θώς επί­σης και στη δι­δα­κτι­κή της. Ως κα­λε­σμέ­νη κα­θη­γή­τρια προ­σφέ­ρει μα­θή­μα­τα και δια­λέ­ξεις σε με­τα­πτυ­χια­κά προ­γράμ­μα­τα πα­νε­πι­στη­μια­κών ιδρυ­μά­των της ημε­δα­πής και αλ­λο­δα­πής (ΕΚ­ΠΑ, ΑΠΘ, Λευ­κω­σί­ας, κ.ά.). Έχει δη­μο­σιευ­μέ­νο ερευ­νη­τι­κό έρ­γο σε διε­θνή και ελ­λη­νι­κά επι­στη­μο­νι­κά πε­ριο­δι­κά, συλ­λο­γι­κούς τό­μους, πρα­κτι­κά συ­νε­δρί­ων και σε αυ­τό­νο­μα ατο­μι­κά βι­βλία. Εί­ναι διευ­θύ­ντρια του Ερ­γα­στη­ρί­ου Λό­γου και Πο­λι­τι­σμού του Π.Θ. και Διευ­θύ­ντρια του ηλε­κτρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού για τη θε­ω­ρία και με­λέ­τη της παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας Κεί­με­να (www.​keimena.​ece.​uth.​gr). Γρά­φει επί­σης λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία για παι­διά και ενή­λι­κες.


Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με την Τασούλα Τσιλιμένη


Εί­στε κα­θη­γή­τρια στο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λί­ας και δι­δά­σκε­τε Παι­δι­κή Λο­γο­τε­χνία, Αφή­γη­ση, Μυ­θο­πλα­σία και Δη­μιουρ­γι­κή Γρα­φή. Έχε­τε μια ευ­ρεία γνώ­ση των θε­μά­των παι­δι­κής λο­γο­τε­χνί­ας ως επι­στή­μο­νας, ανα­γνώ­στρια και συγ­γρα­φέ­ας. Πώς αλ­λη­λε­πι­δρούν οι ταυ­τό­τη­τες και οι ρό­λοι σας στη δι­κή σας συγ­γρα­φι­κή δια­δι­κα­σία;

Θα έλε­γα άλ­λο­τε συν­δυα­στι­κά, άλ­λο­τε ανε­ξάρ­τη­τα. Όταν δια­βά­ζω λο­γο­τε­χνία λει­τουρ­γώ αρ­χι­κά όπως όλοι οι πι­στοί της. Κά­νω μα­κρο­βού­τι και εντάσ­σο­μαι στον μυ­θο­πλα­στι­κό κό­σμο της αφή­γη­σης. Με το τέ­λος, αν εί­ναι ένα κεί­με­νο που έχει ιδιαί­τε­ρα ευ­ρη­μα­τι­κές τε­χνι­κές και η αφή­γη­ση με συ­νε­πά­ρει, τό­τε για και­ρό με απα­σχο­λεί. Το ανα­κα­λώ και το διε­ρευ­νώ με τα θε­ω­ρη­τι­κά κλει­διά. Ως συγ­γρα­φέ­ας, εί­τε πρό­κει­ται για κεί­με­να που προ­ο­ρί­ζο­νται για παι­διά εί­τε για ενή­λι­κες, ορ­γα­νώ­νω το υλι­κό μου, όταν λει­τουρ­γώ στο­χευ­μέ­να, με βά­ση τα βα­σι­κά της θε­ω­ρί­ας. Δη­λα­δή όταν έχω ένα θέ­μα που με απα­σχο­λεί και θέ­λω να ασχο­λη­θώ μα­ζί του. Υπάρ­χουν όμως και φο­ρές που η γρα­φή προ­κύ­πτει μό­νη της. Εν­νοώ μου επι­βάλ­λε­ται ξαφ­νι­κά ένα θέ­μα με τρό­πο που δεν προ­λα­βαί­νω να σκε­φτώ με­θό­δους και τε­χνι­κές. Εί­ναι τα κεί­με­να που ζη­τούν να γεν­νη­θούν ΤΩ­ΡΑ. Αλ­λά και σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, όταν το κεί­με­νο ολο­κλη­ρω­θεί, φιλ­τρά­ρε­ται στη συ­νέ­χεια με τα βα­σι­κά της θε­ω­ρί­ας κά­νο­ντας ει­κα­σί­ες όπως π.χ. εάν την ιστο­ρία την έλε­γε κά­ποιος άλ­λος αφη­γη­τής πώς θα εξε­λισ­σό­ταν;

Πώς ένα και­ρι­κό φαι­νό­με­νο με­τα­τρέ­πε­ται σε λο­γο­τε­χνι­κό; Μι­λή­στε μας για το βι­βλίο Δε μ’ αρέ­σει η βρο­χή (ει­κό­νες: Βα­σί­λης Πα­τα­τσα­ρού­χας, εκδ. Διά­πλους), ένα βι­βλίο με πολ­λά επί­πε­δα και πολ­λές προ­ο­πτι­κές. Πώς ορ­γα­νώ­σα­τε το αφη­γη­μα­τι­κό υλι­κό;

Τα πά­ντα μπο­ρεί να γί­νουν λο­γο­τε­χνία. Πό­σο μάλ­λον ένα και­ρι­κό φαι­νό­με­νο όπως η βρο­χή. Στη ζωή μας αρ­γού­με να κα­τα­νο­ή­σου­με τι μας αρέ­σει και τι όχι. Ακό­μη κι αν το γνω­ρί­ζου­με έχου­με εκ­παι­δευ­τεί με τρό­πο που για να προ­σαρ­μο­στού­με σε πε­ρι­βάλ­λο­ντα απο­ποιού­μα­στε τον εαυ­τό μας. Τα παι­διά εί­ναι αυ­θόρ­μη­τα, οπό­τε εκ­φρά­ζο­νται ελεύ­θε­ρα. Γι’ αυ­τό και εί­ναι οι ήρω­ες στο βι­βλίο αυ­τό, μο­λο­νό­τι ο κύ­ριος ρό­λος ανή­κει στη βρο­χή, που στο πρό­σω­πό της κα­θρε­φτί­ζε­ται όλη η φύ­ση και άλ­λα θέ­μα­τα, όπως ο χρό­νος στον οποίο απο­δί­δου­με μια κυ­κλι­κό­τη­τα. Η φύ­ση που πο­τέ δεν την «ρω­τά­με». Εκεί­νη; Πώς λει­τουρ­γεί; Αντι­δρά στην άπο­ψή μας; Προ­χω­ρεί με τη σιω­πή της στον δι­κό της δρό­μο;
Η βρο­χή στο βι­βλίο αυ­τό λει­τούρ­γη­σε ως εύ­ρη­μα ώστε να ανα­δεί­ξω το θέ­μα της φι­λί­ας, αλ­λά και άλ­λα. Όπως δια­πι­στώ­σα­τε έχει πο­λυ­ε­πί­πε­δη ερ­μη­νεία, ανά­λο­γα με τον ανα­γνώ­στη ξε­τυ­λί­γε­ται. Κυ­ρί­ως θέ­τει το ζή­τη­μα της επα­νε­ξέ­τα­σης των από­ψε­ών μας, μιας κρι­τι­κής στά­σης μα­κριά από πα­γιω­μέ­νες αντι­λή­ψεις. Γε­γο­νός που μπο­ρεί να μας φέ­ρει πιο κο­ντά, όπως τους δυο ήρω­ες στο βι­βλίο που απο­λαμ­βά­νουν το παι­χνί­δι και τη συ­νερ­γα­σία, το μοί­ρα­σμα.

Με τα βι­βλία σας Η Λί­λα...πε­τά­ει (ει­κό­νες: Μυρ­τώ Δε­λη­βο­ριά, εκδ. Διά­πλους), Πέ­ντε ελέ­φα­ντες στη ζού­γκλα (ει­κό­νες: Χρύ­σα Σπυ­ρί­δω­νος, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη), Δε μ’ αρέ­σει η βρο­χή (εικό­νες: Βα­σί­λης Πα­πα­τσα­ρού­χας, εκδ. Διά­πλους) φαί­νε­ται ότι διεισ­δύ­ε­τε και απο­τυ­πώ­νε­τε πο­ρεί­ες σκέ­ψης, δρά­σης και ονει­ρέ­μα­τος των παι­διών όπου το κα­θη­με­ρι­νό, το ρε­α­λι­στι­κό, και κά­ποιες φο­ρές, το πε­ριο­ρι­στι­κό ή το σκλη­ρό, σμί­γει με το μα­γι­κό και το φα­ντα­στι­κό. Πώς εί­ναι να δη­μιουρ­γεί­τε αυ­τές τις ανα­πα­ρα­στά­σεις της παι­δι­κό­τη­τας;

Η φα­ντα­σία εί­ναι αυ­τή που λει­τουρ­γεί ως γέ­φυ­ρα και κα­τα­φέρ­νει να φω­το­γρα­φί­ζει και να με­τα­τρέ­πει τα κα­θη­με­ρι­νά, τα γή­ι­να, τα ρε­α­λι­στι­κά, ακό­μη και τα πο­λύ σκλη­ρά σε μα­γι­κά και να δεί­χνει δρό­μους προ­σέγ­γι­σής τους. Στα βι­βλία που προ­α­να­φέ­ρα­τε έδω­σα προ­βά­δι­σμα και προ­σπά­θη­σα να φω­το­γρα­φί­σω (σ)τον κό­σμο των παι­διών, τον τρό­πο που μπο­ρεί να βιώ­νουν κα­τα­στά­σεις απτές αλ­λά και συ­ναι­σθη­μα­τι­κές, τον τρό­πο που τις αντι­λαμ­βά­νο­νται, τις λύ­σεις που φα­ντά­ζο­νται, αλ­λά πα­ράλ­λη­λα οι ιστο­ρί­ες κλεί­νουν το μά­τι στους ενή­λι­κες που εί­μα­στε στον δι­κό μας κό­σμο και με την δι­κή μας οπτι­κή, η οποία απέ­χει πο­λύ από αυ­τή των παι­διών. Όχι μό­νο ερ­μη­νεύ­ου­με μο­νο­λι­θι­κά, αλ­λά και προ­σπα­θού­με να επι­βάλ­λου­με αντα­πο­κρί­σεις, κα­τα­νο­ή­σεις και συ­μπε­ρι­φο­ρές στα παι­διά και να κα­τα­σκευά­σου­με μια παι­δι­κό­τη­τα όπως εμείς την θε­ω­ρού­με ορ­θή. Η παι­δι­κή σκέ­ψη, όσο και αν νο­μί­ζου­με ότι μέ­σα στον αυ­θορ­μη­τι­σμό και στην α-λο­γο­κρι­σία της εί­ναι απλοϊ­κή, εί­ναι σύν­θε­τη, και με τη δη­μιουρ­γι­κή φα­ντα­σία ακό­μη κι αυ­τά που δεν κα­τα­νο­ούν, προ­σπα­θούν να τα ερ­μη­νεύ­σουν στο πλαί­σιο των δι­κών τους ανα­γκών. Ο δι­κός μας ρό­λος εί­ναι να ακού­με, να μά­θου­με να ακού­με και να κα­τέ­βου­με από το αλάν­θα­στο βά­θρο μας.

Το παι­δί τι εί­ναι; Πώς σκέ­φτε­ται; Πώς δια­βά­ζει; Πώς το πα­ρα­τη­ρεί­τε και πώς αλ­λη­λε­πι­δρά­τε με τα παι­διά;

Το παι­δί εί­ναι ένα… θαύ­μα. Έχου­με να μά­θου­με τον κό­σμο, την ου­σία του, πα­ρα­τη­ρώ­ντας το πώς τα παι­διά τον ανα­κα­λύ­πτουν και τον προ­σεγ­γί­ζουν. Το παι­δί σκέ­φτε­ται χω­ρίς κα­μία προ­κα­τε­σκευα­σμέ­νη γνώ­ση και άπο­ψη οπό­τε εί­ναι σε εγρή­γορ­ση όλες οι κε­ραί­ες του. Πα­ρα­τη­ρεί και εξε­ρευ­νά τα πά­ντα. Φυ­σι­κά, ανά­λο­γα με την ηλι­κία του, έχει τον δι­κό του τρό­πο σκέ­ψης που εξε­λίσ­σε­ται, αλ­λά μοι­ραία και μπλο­κά­ρε­ται από τις πα­ρεμ­βά­σεις των ενη­λί­κων. Ακό­μη και στον τρό­πο που δια­βά­ζει πα­ρεμ­βαί­νου­με έχο­ντας πά­ντα στο μυα­λό μας τη δι­κή μας στε­ρε­ο­τυ­πι­κή αντί­λη­ψη που μας με­τα­δό­θη­κε από τους δι­κούς μας ενή­λι­κες. Για πα­ρά­δειγ­μα, ένα παι­δί ανοί­γο­ντας ένα βι­βλίο θα στα­θεί ακό­μη και στην τα­πε­τσα­ρία του με προ­σο­χή και θα την πα­ρα­τη­ρεί, θα ζη­τά­ει να ανα­κα­λύ­ψει. Ως ενή­λι­κες (γο­νείς/εκ­παι­δευ­τι­κοί) πα­ρα­κάμ­πτου­με τα ει­σα­γω­γι­κά και πά­με απευ­θεί­ας εκεί που αρ­χί­ζει το κεί­με­νο, το κυ­ρί­ως μέ­ρος ενός βι­βλί­ου. Όμως συ­χνά προη­γού­νται ση­μα­ντι­κές απει­κο­νί­σεις που δί­νουν άλ­λη διά­στα­ση στην αφή­γη­ση και στην ερ­μη­νεία. Το παι­δί δια­βά­ζει ό,τι του προ­κα­λεί ευ­χα­ρί­στη­ση χω­ρίς να νοιά­ζε­ται για επι­βε­βλη­μέ­να «κα­λά» βι­βλία. Ήμουν τυ­χε­ρή με τις ιδιό­τη­τές μου να βρί­σκο­μαι σε πε­ρι­βάλ­λο­ντα με παι­διά. Χά­νω τον χρό­νο πα­ρα­τη­ρώ­ντας τα. Με γοη­τεύ­ει ο τρό­πος σκέ­ψης τους και ερ­μη­νεί­ας του κό­σμου. Αντι­λαμ­βά­νο­νται και τα πιο σύν­θε­τα ζη­τή­μα­τα με μια άλ­λη μα­τιά. Κερ­δί­ζω απί­στευ­τα στην αμε­σό­τη­τα, στην συ­μπύ­κνω­ση της ου­σί­ας των παι­διών.

Πώς η κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα με­τα­τρέ­πε­ται σε λο­γο­τε­χνι­κό παι­χνί­δι; Πώς δη­μιουρ­γεί­τε χιού­μορ στις ιστο­ρί­ες σας; Μι­λή­στε μας για το βι­βλίο Πέ­ντε ελέ­φα­ντες στη ζού­γκλα (ει­κό­νες: Χρύ­σα Σπυ­ρί­δω­νος, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη).

Η Μα­ρία Μο­ντεσ­σό­ρι, ανέ­δει­ξε το παι­χνί­δι ως την κα­λύ­τε­ρη μέ­θο­δο από­κτη­σης γνώ­σης και δε­ξιό­τη­τας. Η θε­ω­ρία της στο πλαί­σιο της σύγ­χρο­νης εκ­παί­δευ­σης ορ­θά επα­να­προσ­διο­ρί­ζε­ται, αλ­λά κά­ποια ση­μεία της, όπως αυ­τό που αφο­ρά το παι­χνί­δι, έχουν θε­με­λιώ­δη και δια­χρο­νι­κή αξία. Προ­βά­δι­σμα στο παι­χνί­δι λοι­πόν. Και η συγ­γρα­φή, τι άλ­λο εί­ναι πα­ρά ένα παι­χνί­δι; Έχει βέ­βαια τους κα­νό­νες της για να εί­ναι απο­λαυ­στι­κό, δη­μιουρ­γι­κό και να καλ­λιερ­γεί τον σε­βα­σμό. Το να ακο­λου­θείς τις ανά­γκες των παι­διών, όπως αυ­τή του παι­χνι­διού, νο­μί­ζω ότι εί­ναι μια εν­δια­φέ­ρου­σα τα­κτι­κή/πρα­κτι­κή, ώστε να συ­νο­μι­λή­σεις μα­ζί τους και έτσι να κα­τα­νο­ή­σουν το για­τί, το πώς και το πρέ­πει. Το χιού­μορ δεν θα έλε­γα ότι εί­ναι ένα γε­νι­κό στοι­χείο της γρα­φής μου, και δυ­στυ­χώς ού­τε και της προ­σω­πι­κής μου ζω­ής. Όμως, του­λά­χι­στον, μπο­ρώ και το αξιο­ποιώ – κι ίσως έτσι εξι­σορ­ρο­πώ το μέ­σα μου – στις ιστο­ρί­ες μου όταν επι­χει­ρώ έναν άλ­λο τρό­πο να μι­λή­σω για ζη­τή­μα­τα που απα­σχο­λούν τους γο­νείς και τα παι­διά – κα­θέ­να από την δι­κή του σκο­πιά – σε ση­μείο που να γί­νο­νται βρα­χνάς. Στο βι­βλίο αυ­τό δου­λεύω πο­λυ­θε­μα­τι­κά. Εί­ναι η α-τα­ξία, η ακα­τα­στα­σία ή το θέ­μα της τα­κτο­ποί­η­σης των παι­χνι­διών που κα­τα­κλύ­ζουν στο τέ­λος της μέ­ρας τους χώ­ρους του σπι­τιού. Πώς αλ­λιώς θα πεί­σεις ένα παι­δί; Μό­νο με φα­ντα­στι­κό παι­χνί­δι, πι­στεύω. Από την άλ­λη το βι­βλίο ανα­δει­κνύ­ει τον συ­ναρ­πα­στι­κό κό­σμο της ανά­γνω­σης βι­βλί­ων και την πο­λυ­σχι­δή έκτα­σή της στη ζωή ενός παι­διού, στο παι­χνί­δι του.

Ποια εί­ναι η δι­κή σας φι­λο­σο­φία σχε­τι­κά με τη δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή; Πώς την προ­σεγ­γί­ζε­τε; Πώς τη δι­δά­σκε­τε;

Γε­νε­ές συγ­γρα­φέ­ων με αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά έρ­γα δεν εί­χαν ιδέα ού­τε συμ­με­τεί­χαν σε ερ­γα­στή­ρια ή μα­θή­μα­τα δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής. Αυ­τό δε ση­μαί­νει ότι η τέ­χνη της μυ­θο­πλα­σί­ας δεν μπο­ρεί να προ­σεγ­γι­στεί θε­ω­ρη­τι­κά και πρα­κτι­κά και να προ­σφερ­θεί ένα τρό­πος και μια μέ­θο­δος, μια ερ­γα­λειο­θή­κη για την συγ­γρα­φή. Το γε­γο­νός ότι το Παι­δα­γω­γι­κό Τμή­μα Προ­σχο­λι­κής Εκ­παί­δευ­σης του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λί­ας ήταν το πρώ­το που προ­κή­ρυ­ξε θέ­ση για τη Μυ­θο­πλα­σία, ήταν για μέ­να μια πρό­κλη­ση εφαρ­μο­γής, αν θέ­λε­τε, της δι­δα­κτο­ρι­κής μου έρευ­νας που αφο­ρού­σε τις Μι­κρές Ιστο­ρί­ες, αυ­τό που σή­με­ρα ονο­μά­ζου­με να­νο­α­φή­γη­μα, μι­κρο­δι­ή­γη­μα κλπ. Αρ­χές του 21ου αιώ­να δεν γί­νο­νταν χρή­ση ευ­ρύ­τε­ρα του όρου δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή, που αντι­κα­τέ­στη­σε αυ­τόν της μυ­θο­πλα­σί­ας. Στη συ­νέ­χεια με το ΕΚΕ­ΒΙ, τον Χα­βια­ρά και τον αεί­μνη­στο Μ. Σου­λιώ­τη η δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή μπή­κε στα πα­νε­πι­στή­μια ως αντι­κεί­με­νο και ο Τρ. Κω­τό­που­λος έδω­σε άλ­λη διά­στα­ση με το με­τα­πτυ­χια­κό πρό­γραμ­μα στο Πα­νε­πι­στή­μιο Δυ­τι­κής Μα­κε­δο­νί­ας.
Η δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή μοιά­ζει με χιο­νο­στι­βά­δα που κυ­λά ακό­μη. Τα μα­θή­μα­τα στο πα­νε­πι­στή­μιο, στο ΕΑΠ, στα ελεύ­θε­ρα ερ­γα­στή­ρια που προ­σφέ­ρω, έχουν για μέ­να εν­δια­φέ­ρον για όσους τα πα­ρα­κο­λου­θούν και θέ­λουν να εμπλα­κούν με αυ­τό το θέ­μα. Όλοι έχουν δι­καί­ω­μα στο να δο­κι­μά­ζουν ό,τι τους προ­κα­λεί το εν­δια­φέ­ρον. Για μέ­να πρω­τί­στως εί­ναι ση­μα­ντι­κή η δη­μιουρ­γι­κή γρα­φή, για­τί αρ­χι­κά σου δεί­χνει έναν τρό­πο από το τι και πώς απο­τε­λεί­ται ένα κεί­με­νο, πώς προ­σεγ­γί­ζε­ται και στη συ­νέ­χεια σε οδη­γεί στο εγ­χεί­ρη­μα του σχε­δια­σμού μιας ιστο­ρί­ας. Πι­στεύω ακρά­δα­ντα, και με αυ­τόν τον τρό­πο δου­λεύω, ότι ερ­γα­λείο στα μα­θή­μα­τα εί­ναι η ενα­σχό­λη­ση/ανά­γνω­ση βι­βλί­ων. Με ανα­φο­ρές και «ανα­το­μία» των κει­μέ­νων οι συμ­με­τέ­χο­ντες στα μα­θή­μα­τα μπο­ρούν να κα­τα­νο­ή­σουν τη σύν­θε­ση και να προ­χω­ρή­σουν. Η θε­ω­ρία έρ­χε­ται με­τά την ανά­γνω­ση του κει­μέ­νου, και ακο­λου­θεί η γρα­φή.

Πού γρά­φε­τε, πώς και πό­τε;

Συ­νή­θως γρά­φω στο γρα­φείο μου ή σε ένα χώ­ρο του σπι­τιού πιο χα­λα­ρά. Δυ­στυ­χώς οι ακα­δη­μαϊ­κές μου υπο­χρε­ώ­σεις δεν μου επι­τρέ­πουν την πο­λυ­τέ­λεια του να γρά­φω όσο και όπο­τε θέ­λω. Συ­νη­θί­ζω να δια­βά­ζω κά­τι από τα βι­βλία που κρα­τώ δί­πλα μου. Εί­ναι μια δια­δι­κα­σία που με οδη­γεί σι­γά σι­γά κι ομα­λά στη γρα­φή. Λει­τουρ­γεί για μέ­να όπως ο διά­δρο­μος προ­θέρ­μαν­σης. Δεν εί­μαι άτο­μο που του αρέ­σουν οι χώ­ροι γυ­μνα­στη­ρί­ου. Όμως η όποια πε­ρι­στα­σια­κή σχέ­ση εί­χα με αυ­τούς τους χώ­ρους, με οδή­γη­σε στο να με­τα­φέ­ρω στο «ερ­γα­στή­ριό μου» τις με­θό­δους του. Στα­θε­ρό­τη­τα, συ­χνό­τη­τα, επι­μο­νή, επα­νά­λη­ψη, εξά­σκη­ση. Η απο­θε­ρα­πεία μου εί­ναι …το περ­πά­τη­μα. Εκεί συ­χνά ορ­γα­νώ­νω τη σκέ­ψη μου και συ­χνό­τε­ρα συ­να­ντώ τους χα­ρα­κτή­ρες και τις ιδέ­ες μου.

Ευ­χα­ρι­στώ πο­λύ για την δυ­να­τό­τη­τα συ­νο­μι­λί­ας μα­ζί σας και κατ΄ επέ­κτα­ση και με τους ανα­γνώ­στες σας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: