Ο διακόπτης

Ο διακόπτης


Το κλικ του διακόπτη τον έκανε να τινάζεται πάντα. Το φως έλουζε εχθρικά το δωμάτιο, κι εκείνος έκλεινε τα μάτια στην πραγματικότητα που παρεισέφρεε σαν πυροβολισμός σ’ ένα σπίτι ερμητικά κλειστό, που το είχε κλειδώσει και είχε καταπιεί το κλειδί. Ένιωθε καμιά φορά το κλειδί στο στομάχι του σαν αγκίστρι, που τον τραβάει έξω απ’ το περιβάλλον του ενώ αυτός σπαρταράει, και άλλοτε ρευστοποιούνταν και κυκλοφορούσε σαν βλέννα μέσα του μαζί με το αίμα.

Κλικ, ο διακόπτης... Τη θυμάται κάθε μέρα, κάθε στιγμή ‒ το πρόσωπο, τα μαλλιά, τη φωνή, τα μάτια, τα χείλη, το δέρμα. Κλικ, ο διακόπτης... Δεν μπορούσε να της κρυφτεί, το βλέμμα της, πάντα ακοίμητο, άναβε προβολείς μέσα του, τον γέμιζε φόβο. Προσευχόταν στον καλό Θεό κι έπειτα τα μάτια του πλημμύριζαν δάκρυα, γιατί οι άγιοι στα εικονίσματα του γυρνούσαν την πλάτη.

Κλικ, ο διακόπτης... Τα δάχτυλά της, λεπτά κι αεικίνητα, ταξίδευαν πάνω του με κάθε αφορμή, ή ακόμη και δίχως αυτή, ορίζοντας το κορμί του. Κλικ, ο διακόπτης... Συντονιζόταν με τη ρυθμική της ανάσα μέχρι να τον πάρει ο ύπνος κι άλλοτε ξαγρυπνούσε γιατί τον ταλαιπωρούσαν οι άγριες στύσεις της εφηβείας. Εκείνη σφιγμένη στο πλάι του, χαμένη σε όνειρα δύσβατα.

Κλικ, ο διακόπτης... Καλοκαίρι, λουσμένο στο φως το δωμάτιο, αυτός να χαϊδεύεται κάτω απ’ τα βασανισμένα σεντόνια, το σπέρμα να κολλάει στα χέρια του, εκείνη να ξαπλώνει τάχα αμέριμνη δίπλα του, με το νυχτικό ιδρωμένο, και να τον αγκαλιάζει με θέρμη, γελώντας.

Κλικ, ο διακόπτης... Σταμάτησαν να κοιμούνται μαζί το φθινόπωρο που έκλεισε τα δεκαπέντε του. Φορούσε όμως ακόμα σαν ρούχο τη μυρωδιά της, άκουγε τον ήχο των τακουνιών της στο πάτωμα, τη φωνή της να μουρμουρίζει στ’ αφτί του, ένιωθε τα χέρια της να σφίγγουν το πρόσωπό του σαν μέγγενη, ενώ τον κοιτούσε στα μάτια ψάχνοντας κάτι στα βάθη του.

Κλικ, ο διακόπτης... Τα φορέματά της ατσαλάκωτα στην ντουλάπα, η τσάντα της στην κρεμάστρα, τα εσώρουχά της και τα νυχτικά της διπλωμένα τακτικά στα συρτάρια. Με φόβο, φθόνο, πόθο και ενοχές την καλεί τώρα, την επιθυμεί, την καταριέται, τη θέλει. Εκείνος πενήντα οχτώ κι εκείνη ήδη τέσσερα χρόνια νεκρή. Η μανούλα του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: