Ο Κόντε-Φούριας

Ο Κόντε-Φούριας


Μια φορά κι έναν καιρό
σ’ ένα χρόνο μακρινό
όπως το ξέρετε δα όλοι,
υπήρχε το ωραίο Αργοπόδι.

Ήταν η χώρα στο νησί
όπου θάλασσα και ουρανοί
ενωνόντουσαν σε ένα
όπως σε νησί άλλο κανένα.

Χρώματα και μυρωδιές,
κάθε είδους ομορφιές
ξεχύνονταν από παντού
όπως πουθενά αλλού.

Τα βράχια ήταν απότομα, ψηλά
τα δάση πράσινα, βαθιά
οι κάμποι όλοι σπαρμένοι
και η χώρα ονειρεμένη.

Σπίτια και σπιτάκια, σπιτοκαλυβάκια,
μαγαζιά, εστιατόρια, αρχοντικά,
το σχολείο, το μουσείο, τα σοκάκια,
το κάστρο που δεσπόζει ψηλά.

Οι νησιώτες ήταν γελαστοί
άνετοι και ομιλητικοί
είχαν όμως ένα μειονέκτημα μεγάλο
που αφορούσε κάθε μικρό και μεγάλο.

Αργά ξυπνούσαν το πρωί,
αργά έμπαινε μπρος η μηχανή,
αργά πήγαιναν τα παιδιά σχολείο,
αργά και οι εργαζόμενοι γραφείο.

Σιγά σιγά και με το πάσο
κινούσαν οι γεωργοί για τα χωράφια,
οι κουρείς ακονίζαν τα ξυράφια,
η πραμάτεια έμπαινε στα ράφια.

Σιγά σιγά και δίχως βιάση
σαν για να μην ταραχτεί η πλάση,
όλοι και όλα κινιόντουσαν αργά
ολημερίς και ολονυκτίς, καθημερινά.

Ήταν όλοι ευτυχισμένοι, σφόδρα ευχαριστημένοι
με το ρυθμό που ζούσαν τον αργό.
Μόνο η κυρά-Ώρα αισθανόταν παραμελημένη
που κανείς δεν είχε ρολόι στο χωριό.

Μια μέρα ή μάλλον μια νυχτιά
όλα άλλαξαν για τα καλά.
Ήρθαν τα πάνω κάτω, τα μέσα έξω
τα μαύρα έγιναν άσπρα στα ξαφνικά.

Η αρχόντισσα στο Κάστρο
γέννησε ένα ροδαλό άστρο,
ένα παχουλό, γλυκό μωρό
επιτέλους, τον πολυπόθητο γιο.

Από την πρώτη, όμως την ματιά
όλοι παρατήρησαν την διαφορά
πως δεν ήταν σαν τα άλλα τα μωρά
ήσυχα, υπναρούδικα και … αργά.

Μεμιάς κουνήθη ζωηρά,
έβγαλε κάτι ουρλιαχτά,
κοίταξε δεξιά αριστερά,
σχεδόν, λένε, εσηκώθη ορθά.

Κατάπληξη προκάλεσε μεγάλη
ένα νεογέννητο μωρό
να είναι τόσο δυναμικό
κι από νωρίς κινητικό.

Ιδιαίτερα δε, που στο ωραίο Αργοπόδι
μικροί μεγάλοι δεν βιάζονταν ποτέ
και τα μωρά από την κούνια τότε
πριν από τα εννιά δεν σηκώνονταν στο πόδι.

Από την αρχή αλλά και μετά
το μωρό δεν σταμάτησε να εκπλήσσει
με τη βιαστική του φύση
στο νησί που κινιόταν αργά.

Όνομα του βρήκαν ταιριαστό
στη χώρα ολάκερη μοναδικό
που να περιγράφει τα ειδικά
του παιδιού χαρακτηριστικά.

“Φούρια” τον βγάλανε γιατί
όπως φαντάστηκες κι εσύ,
όλα τα έκανε με φούρια
μέσα και έξω στου Κάστρου τα φρούρια.

Κόντε-Φούριας ονοματίστηκε λοιπόν,
και έτσι έγινε σ’ όλους γνωστός
αν και βαφτίστηκε Ερμοψιττακός
όνομα δοξασμένο από το παρελθόν.

Είχε μια ερώτηση αγαπημένη
επίμονη και επισταμένη
που έκανε σε συγγενείς και φίλους
δασκάλους, γάτες, σκύλους.

“Τι έχει το πρόγραμμα μετά;”
ρωτούσε συστηματικά,
ακόμα κι αν δεν είχε τελειώσει
αυτό που έκανε, δεν είχε ολοκληρώσει.

Πίεζε τους γύρω του φορτικά
να κινηθούν, να τρέξουν, ν’ απαντήσουν
ακόμα και την μαμά και τον μπαμπά
να σηκωθούν για να τον εξυπηρετήσουν.

Μεγαλώνοντας αργότερα,
τα ίδια έκανε και πάλι,
δεν άλλαξε κεφάλι
ίσως όμως έκανε λίγο λιγότερα.

Ο κόντε-Φούριας όπου περνούσε
σαν άνεμος άγριος να φυσούσε,
ίχνη άφηνε στων ανθρώπων τους ρυθμούς
εκείνους τους παλιούς, τους αργούς.

Πρώτος έφτανε στο σχολείο
πρώτος πήγαινε και στο γραφείο
και ζητούσε να είναι εκεί
όλοι οι φίλοι του και οι γνωστοί.

Με τον τρόπο αυτό και σταδιακά
άλλαξε τη ζωή στο Αργοπόδι
οι κάτοικοι συμπεριφέρονταν φυσιολογικά
ούτε αργά, αργόσυρτα μα ούτε και γοργά.

Η χώρα στο νησί
που θάλασσα και ουρανοί
ενώνονται σε ένα
με του κόντε-Φούρια την παρουσία
άλλαξε ρυθμό και ουσία.

Αυτό που κράτησε η πόλη
να μείνει μέσα στην ιστορία
καταγραμμένο στα σκοτεινά αρχεία
είναι τ’ όνομα, ωραίο Αργοπόδι.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: