Στην πλατεία

Φωτ. Τ.Ν.
Φωτ. Τ.Ν.

Τα βή­μα­τά της την φέρ­νουν στην μάλ­λον μι­κρή και κα­τω­φε­ρή πλα­τεία, δί­πλα από την θε­ό­ρα­τη εκ­κλη­σία του προ­στά­τη άγιου. Από την άλ­λη πλευ­ρά βρί­σκε­ται το κα­φε­νείο με τους ήχους και τις μυ­ρω­διές του. Ακού­γο­νται φω­νές, αν­δρι­κές φω­νές, φω­να­χτές πα­ραγ­γε­λιές, παι­γνιώ­δεις χαι­ρε­τι­σμοί φι­λι­κοί σε τό­νο, προ­σβλη­τι­κοί σε πε­ριε­χό­με­νο αν τους πά­ρει κα­νείς στα σο­βα­ρά μα κα­νείς δεν τους παίρ­νει, κου­βέ­ντες σε υψη­λούς τό­νους αλ­λά και σιω­πές. Ακού­γο­νται χο­ντρές χά­ντρες κο­μπο­λο­γιών να συ­γκρού­ο­νται άρ­ρυθ­μα ή μή­πως ακα­νό­νι­στα, πο­τή­ρια να ξε­φορ­τώ­νο­νται από δί­σκους και να φορ­τώ­νο­νται ανά πέ­ντε όσα και τα δά­κτυ­λα που τα μα­ζεύ­ουν με την μία, να ισορ­ρο­πούν πη­γαι­νο­ερ­χό­με­να. Οι μυ­ρω­διές ανα­δύ­ο­νται από τους με­ζέ­δες, τα νό­στι­μα χοι­ρι­νά σου­βλά­κια, τα τη­γα­νι­τά λου­κά­νι­κα που κα­τα­φθά­νουν στα πια­τά­κια με τις ντο­μά­τες κομ­μέ­νες τρια­ντά­φυλ­λο, τις πρά­σι­νες ή μαύ­ρες κα­λα­μα­τια­νές ελιές ανά­λο­γα, τα μπα­στού­νια αγ­γου­ριού και το φρε­σκο­ζυ­μω­μέ­νο ψω­μί με το προ­ζύ­μι της κυ­ράς που σπά­νια έβγαι­νε από την υπο­τυ­πώ­δη κου­ζί­να με τα καυ­τά τη­γά­νια και την ψη­στα­ριά. Διά­χυ­τη η ρί­γα­νη στον αέ­ρα. Πά­ντα έχει κό­σμο αυ­τό το κα­φε­νείο. Μάλ­λον οφεί­λε­ται στην κε­ντρι­κή του θέ­ση. Τι μάλ­λον, σί­γου­ρα, και στα σου­βλά­κια της κυ­ράς του κα­φε­τζή που σπά­νε μύ­τη. Πιο δη­μό­σιος χώ­ρος από μια πλα­τεία υπάρ­χει; Δεν υπάρ­χει.

Κά­θι­σε σε έναν από τους ξύ­λι­νους πά­γκους με τα βα­ριά σι­δε­ρέ­νια πό­δια. Πέ­ντε όμοιοι πά­γκοι υπήρ­χαν γύ­ρω γύ­ρω. Στην πέ­ρα γω­νία κα­θό­ταν ο γέ­ρο δά­σκα­λος που ήθε­λε να δια­βά­σει την εφη­με­ρί­δα με την ησυ­χία του. Μό­λις την τε­λεί­ω­νε, θα την έκλει­νε με ακρί­βεια, θα την δί­πλω­νε να χω­ρέ­σει στην τσέ­πη του σα­κα­κιού του και θα πή­γαι­νε στο κα­φε­νείο με τους άντρες, να τους πει τα νέα πού ήδη ήξε­ραν από την τη­λε­ό­ρα­ση που εξέ­πε­μπε αστα­μά­τη­τα πά­νω από τα κε­φά­λια. Μπο­ρεί να ήξε­ραν τα γε­γο­νό­τα, μια με­τά­φρα­ση θα τους έκα­νε. Αφού έγι­νε τού­το, ση­μαί­νει εκεί­νο και μπο­ρεί να γί­νει αυ­τό ή το άλ­λο, ανά­λο­γα με το αν και εφό­σον… Διά­βα­σα την άπο­ψη, η θε­ω­ρία του δεί­να υπο­στη­ρί­ζει…
Για δι­καιο­λο­γία που κά­θι­σε στον πρά­σι­νο πά­γκο, σή­με­ρα, εί­χε τα βα­ριά ψώ­νια. Δι­καιο­λο­γία για την ίδια και για τους πε­ρα­στι­κούς, τον κό­σμο. Πά­ντα εί­χε στο νου της να προ­βλέ­πει τι θα πει ο κό­σμος, για να έχει το κε­φά­λι της ήσυ­χο, να απο­φεύ­γει τα κου­τσο­μπο­λιά και τα σχό­λια. Χρη­σι­μο­ποιού­σε δια­φο­ρε­τι­κές προ­φά­σεις ανά­λο­γα, μι­σο­α­λή­θειες-μι­σο­ψέμ­μα­τα, στο πε­ρί­που δη­λα­δή, να έχει κά­τι να απα­ντή­σει στην συ­νη­θέ­στα­τη ερώ­τη­ση «Τι γυ­ρεύ­εις εσύ εδώ;». Και βέ­βαια, μια ζωή τώ­ρα εί­χε πο­λύ εξα­σκη­θεί ώστε να εί­ναι προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη. Μα και το αντί­στρο­φο εί­χε κα­τα­φέ­ρει, να ξε­δια­λύ­νει και τις πραγ­μα­τι­κές προ­θέ­σεις στα λό­για και τις κι­νή­σεις όλων, στα ει­πω­μέ­να και τα μη, τα αιω­ρού­με­να εν­νο­ού­με­να. Προ­σχή­μα­τα απο­δε­κτά ότι τά­χα πε­ρί­με­νε την γει­τό­νισ­σα να πά­νε μα­ζί ίσα­με πιο κά­τω. Μπο­ρεί να μην εί­χε κά­νει κά­ποια συ­νεν­νό­η­ση αλ­λά πά­ντα περ­νού­σε μια γνω­στή να πο­ρευ­τούν μα­ζί. Ή πά­λι για να ελευ­θε­ρώ­σει τα χέ­ρια της και να μι­λή­σει στο κι­νη­τό που χτύ­πη­σε, και ο άντρας της νευ­ριά­ζει «ξέ­ρεις τώ­ρα» και όλοι ήξε­ραν, αν δεν προ­λά­βει να το ση­κώ­σει ή να προ­φτά­σει τα παι­διά της για­τί δεν θα την ξα­να­πά­ρουν, θα την πά­ρουν με­τά από δυο-τρεις μέ­ρες, ή να τα­κτο­ποι­ή­σει τις σα­κού­λες κα­λύ­τε­ρα να μην πέ­φτουν πά­νω στο πλάι του γο­νά­του της που της έστελ­νε προει­δο­ποι­η­τι­κά ση­μεία ενό­χλη­σης. Με­ρι­κές φο­ρές άγ­γι­ζε το όριο του πό­νου που ηθε­λη­μέ­να αγνο­ού­σε για­τί ο πό­νος έσερ­νε μα­ζί του μό­νο μπε­λά­δες.

Σω­ριά­στη­κε σχε­δόν στο πα­γκά­κι ξε­φυ­σώ­ντας ελεγ­χό­με­να. Θα έδι­νε στον εαυ­τό της μι­σή ωρί­τσα. Βο­λεύ­τη­κε. Τα­κτο­ποί­η­σε τα σα­κού­λια ώστε να μην φαί­νε­ται το πε­ριε­χό­με­νο και να στέ­κο­νται όρ­θια. Πε­ριερ­γά­στη­κε το γνω­στό της πε­ρι­βάλ­λον. Πά­ντα ανα­ρω­τιό­ταν πώς συ­γκρα­τού­σαν το νε­ρό τα με­γά­λα, δεν θα μπο­ρού­σε να τα χα­ρα­κτη­ρί­σει γέ­ρι­κα όπως τα εί­χε δει στον αυ­λό­γυ­ρο του μο­να­στη­ριού, πλα­τά­νια. Όμορ­φα σχη­μα­τι­σμέ­να τα φύλ­λα τους, απρό­βλε­πτα, και αντί­θε­τα από τα πλα­τα­νό­μη­λα που ήταν ολό­μοια με­τα­ξύ τους, με μα­λα­κές βε­λό­νες κα­λυμ­μέ­να. Με την κλί­ση του εδά­φους τα φυλ­λώ­μα­τα συ­να­ντιό­ντου­σαν ψη­λά πά­νω από τα κε­φά­λια των αν­θρώ­πων και έφτια­χναν μια σκε­πή. Μή­πως αυ­τή η σκε­πή κρα­τού­σε τα νε­ρά και ρύθ­μι­ζε τον τρό­πο απορ­ρό­φη­σής τους; Δεν το εί­χε ακού­σει να συμ­βαί­νει που­θε­νά. Και δεν εί­χε κά­ποιον να ρω­τή­σει. Πά­ντως το θέ­α­μα της πρά­σι­νης στέ­γης με τρύ­πες γα­λά­ζιου ου­ρα­νού, της έφερ­νε ένα αί­σθη­μα γα­λή­νης και ξε­κού­ρα­σης. Κα­τέ­βα­σε το βλέμ­μα της. Κο­ντο­στά­θη­κε σε ένα κορ­μό, που σε αντί­θε­ση με τους άλ­λους, ήταν κα­χε­κτι­κός, χω­ρίς κλα­διά ού­τε και φύλ­λα. Την κυ­ρί­ευ­σε μια έγνοια. Δεν θα έπρε­πε άρα­γε να ασχο­λη­θεί κά­ποιος με το θέ­μα, να βοη­θή­σει το αδύ­να­μο δέ­ντρο να πά­ρει μπρος προς τα πά­νω, χω­ρίς να φο­βη­θεί τον αντα­γω­νι­σμό και την σκιά των δέ­ντρων που το κοι­τού­σαν από ψη­λά. Να το πο­τί­σει; Να το σκα­λί­σει και να προ­σθέ­σει φρέ­σκο χώ­μα, κα­μιά κο­πριά; Κρά­τη­σε τις σκέ­ψεις της, που δεν τις έκα­νε για πρώ­τη φο­ρά.
Εί­χε επα­νει­λημ­μέ­να φα­ντα­στεί να φρο­ντί­ζει και να προ­στα­τεύ­ει το ασθε­νι­κό δε­ντρά­κι, πλα­τά­νι και αυ­τό. Πο­λύ θα ήθε­λε να το δει να με­γα­λώ­νει και να φου­ντώ­νει σαν τα δι­πλα­νά του. Να φι­λο­ξε­νεί πε­τού­με­να ανά­με­σα στον κορ­μό, τα νε­α­ρά κλα­διά του. Σκέ­φτη­κε να του βά­λει μια ξύ­λι­νη φω­λιά δο­κι­μα­στι­κά, με ένα μι­κρό στρογ­γυ­λό άνοιγ­μα να χω­ρά μό­νο μι­κρό­σω­μα που­λιά, σπουρ­γί­τια, για­τί τα πε­ρι­στέ­ρια και τα δύο ζευ­γά­ρια σου­σου­ρά­δες που γυ­ρό­φερ­ναν την πλα­τεία, τα τρο­μο­κρα­τού­σαν συ­στη­μα­τι­κά με φτε­ρο­κο­πή­μα­τα και κρωγ­μούς. Δεν εί­χε το θάρ­ρος. Δεν έβρι­σκε το κου­ρά­γιο να πά­ρει την πρω­το­βου­λία και να εκτε­λέ­σει αυ­τό το απλό, απλού­στα­το που εί­χε σκε­φτεί. Θα χρεια­ζό­ταν πολ­λά λό­για, εξη­γή­σεις και επε­ξη­γή­σεις. Δεν έμε­νε και χρό­νος να ασχο­λη­θεί. Ίσως κά­ποια στιγ­μή στο μέλ­λον.
Έκο­ψε την γω­νία από την φραν­τζό­λα που εί­χε μό­λις αγο­ρά­σει από τον φούρ­νο. Ζε­στή ήταν ακό­μα και το χαρ­τί που τύ­λι­γε την κρού­στα του ψω­μιού εί­χε ιδρώ­σει και κολ­λή­σει. Πα­λιά που ήταν το σπί­τι γε­μά­το, ζύ­μω­νε. Τώ­ρα μό­νο τις γιορ­τές θυ­μό­ταν το αλεύ­ρι. Σαν να δό­θη­κε το σύν­θη­μα και τα που­λιά μα­ζεύ­τη­καν ένα ημι­κύ­κλιο γύ­ρω της. Την κοι­τού­σαν, έκα­ναν τα αδιά­φο­ρα, πα­ρί­στα­ναν ότι τσι­μπο­λο­γού­σαν, πως πει­νού­σαν. Αυ­τά τα που­λιά πο­τέ δεν πει­νού­σαν. Πά­ντα εί­χαν να φά­νε και πο­τέ δεν χόρ­ται­ναν.
Την έσω­σε μια πα­ρέα μι­κρών παι­διών του δη­μο­τι­κού που σαν σί­φου­νας όρ­μη­σε από την πά­νω πλευ­ρά της πλα­τεί­ας. Τα τρό­μα­ξαν. Τα κυ­νή­γη­σαν ένα ένα να πε­τά­ξουν ψη­λά, εκτός της εμ­βέ­λειάς τους. Με­ρι­κά τους εκ­σφεν­δό­νι­σαν και στρογ­γυ­λά πλα­τα­νό­μη­λα από τα πε­σμέ­να κά­τω, χω­ρίς να τα πε­τύ­χουν. Έγι­νε ένα φτε­ρο­σού­σου­ρο, πο­λύ­χρω­μα πού­που­λα ξε­κόλ­λη­σαν. Άλ­λα που­λιά πέ­τα­ξαν βα­ριε­στη­μέ­να και δί­χως βιά­ση, αλ­λά με υπο­λο­γι­σμέ­νες κι­νή­σεις, άλ­λα, τα νε­α­ρό­τε­ρα, τρο­μαγ­μέ­να σκορ­πί­στη­καν δώ­θε κεί­θε. Προ­σγειώ­θη­καν σε κλω­νά­ρια χα­μη­λά και ψη­λά, στο κε­φά­λι της προ­το­μής του ήρωα, την μαρ­μά­ρι­νη στή­λη με τα ονό­μα­τα πε­σό­ντων όπου στις εθνι­κές εορ­τές κα­τέ­θε­ταν στε­φά­νια, έτοι­μα να ξα­να­κα­τέ­βουν με την πρώ­τη ευ­και­ρία, μό­λις έφευ­γαν τα παι­διά. Οι συ­νο­δοί τους προ­σπά­θη­σαν, μά­ταια, να τα συ­γκρα­τή­σουν σε τό­νο αυ­στη­ρό. «Για­τί τα κυ­νη­γά­τε; Για­τί τα φο­βί­ζε­τε; Δεν εί­ναι παι­χνί­δι!» Απά­ντη­ση δεν έλα­βαν άλ­λη από χα­σκό­γε­λα και πο­νη­ρές μα­τιές. Δεν άκου­γαν, δεν στέ­κο­νταν να συ­νε­τι­στούν. Όλο ξε­γλι­στρού­σαν, με τα μά­γου­λα κα­τα­κόκ­κι­να από τον εν­θου­σια­σμό. Όπως εί­χαν ξε­χυ­θεί, έτσι εξα­φα­νί­στη­καν. Επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο σκη­νι­κό γε­νε­ών.
Οι μαρ­μα­ρέ­νιες μπού­κλες του νε­α­ρού ήρωα εί­χαν χά­σει την λευ­κό­τη­τά τους, θαμ­μέ­νες κά­τω από τις ξε­ρα­μέ­νες και τις πιο φρέ­σκιες κου­τσου­λιές. Αυ­τά έχει ο ανοι­κτός χώ­ρος, δεν σε λη­σμο­νού­νε μα σε κου­τσου­λού­νε, όσο και αν σε κα­θα­ρί­ζουν. Η κί­νη­ση των που­λιών χά­ρι­ζε μια οι­κειό­τη­τα με την προ­το­μή, μια ψευ­δαί­σθη­ση ζω­ντά­νιας, της έκα­ναν μια ιδιό­τυ­πη πα­ρέα. Τα ονό­μα­τα του μνη­μεί­ου, εί­χαν ξε­θω­ριά­σει από τους και­ρούς, τις βρο­χές, τις σκό­νες και μι­σόν αιώ­να τώ­ρα εί­χε να προ­στε­θεί νέο.

Την ίδια ώρα κά­θε μέ­ρα, όλη την εβδο­μά­δα, βρέ­ξει χιο­νί­σει, εμ­φα­νι­ζό­ταν ο μπάρ­μπας. Έσερ­νε το πο­δά­ρι του αρ­γά, με κό­πο. Εκεί­νη δεν θυ­μό­ταν πώς το εί­χε πά­θει, πο­δά­γρα ήταν, πα­λιό τραύ­μα, ατύ­χη­μα, απλώς γε­ρο­ντά­μα­τα; Εί­χε ση­μα­σία; Για κά­ποιους εί­χε, για εκεί­νην όχι. Υπέ­με­νε την τα­λαι­πώ­ρια του χω­ρίς να απα­σχο­λεί κα­νέ­ναν. Έφερ­νε να φά­νε τα πε­τού­με­να του ου­ρα­νού. Τα τα­ΐ­ζει, και εκεί­να στρι­μώ­χνο­νται γύ­ρω του άφο­βα. Σκαρ­φα­λώ­νουν ξε­διά­ντρο­πα στους μη­ρούς του και τους ώμους του. Ανε­βαί­νουν ακό­μα και πά­νω στην κο­ρυ­φή του κε­φα­λιού του. Δεν ενο­χλεί­ται. Τα αφή­νει και αφή­νε­ται. Λέ­νε με με­γά­λη δό­ση υπερ­βο­λής αναμ­φί­βο­λα, ότι τα ξε­χω­ρί­ζει ένα προς ένα, ότι τους έχει δώ­σει τα ονό­μα­τα των αγα­πη­μέ­νων του, που οι πε­ρισ­σό­τε­ροι εί­ναι αφα­νι­σμέ­νοι και άλ­λοι εξα­φα­νι­σμέ­νοι, ότι τους μι­λά­ει αδιό­ρα­τα, ότι επι­κοι­νω­νεί μα­ζί τους με αυ­τόν τον τρό­πο. Εί­ναι η αν­θρώ­πι­νη ζε­στα­σιά του.
Τον πα­ρα­κο­λου­θεί από μα­κριά. Θαυ­μά­ζει την ει­κό­να. Αρ­κε­τά κά­θι­σε, πε­ρισ­σό­τε­ρη από μι­σή ώρα πέ­ρα­σε, μα­ζεύ­ει τις δυ­νά­μεις της, πιά­νει τα σα­κού­λια απο­φα­σι­στι­κά και ση­κώ­νε­ται να συ­νε­χί­σει τον δρό­μο της. Την άλ­λη φο­ρά να θυ­μη­θεί μπας και φέ­ρει λί­γο χώ­μα για το πλα­τα­νά­κι της.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: