Ήθελε, μα πόσο θα ήθελε, να είναι το κορίτσι που ο Μπρους άπλωνε το χέρι και ανέβαζε στην σκηνή προς το τέλος των συναυλιών του. Το κορίτσι που στεκόταν και χόρευε έξαλλα στους ρυθμούς της μπάντας μπροστά μπροστά, όλη την ώρα, με την ελπίδα να τραβήξει το ενδιαφέρον του. Να την ξεχωρίσει μέσα από το κοπάδι των ιδρωμένων, να ανταποκριθεί στην οπτική επαφή που επεδίωκε, και να της κάνει νεύμα να πλησιάσει στο σημείο που θα έσκυβε, περίπου στη μέση του μουσικού σκηνικού, γιατί αυτήν είχε διαλέξει.
Ήξερε πως ακόμα και αν ήταν σε όλες ανεξαιρέτως τις συναυλίες του, ξέφρενα πιστή να τα δίνει όλα και παραπάνω από όλα, δεν θα είχε καμιά τύχη. Τα κορίτσια ήταν όλα μια κοψιά, με ίσια κατάισια μακριά ξανθά μαλλιά, δόντια που είχαν προκύψει μετά από επίπονα χρόνια σφιγμένα σε σιδεράκια, υπερβολικά αδύνατες, πάντα με μπλου τζιν και καρό πουκάμισα. Δεν έβλεπε το χρώμα των ματιών τους, μα ήταν σίγουρη ότι θα ήταν γαλανά σε όλες τις αποχρώσεις. Καμία από τις προδιαγραφές δεν πληρούσε, και δεν ήταν προδιατεθειμένη να μεταμορφωθεί ή να μεταμφιεστεί.
Από την άλλη πλευρά δεν έπαυε να φαντάζεται, ανομολόγητα εννοείται, ούτε καν ενδόμυχα, μόνο στον ύπνο της, της ξέφευγε και έβλεπε εντελώς πειστικά ότι ο Μπρους όχι μόνο την τραβούσε γερά από το χέρι, χόρευαν ελεύθερα με την καρδιά τους σε κοινή θέα και τους φωτογράφιζαν, και τους μαγνητοσκοπούσαν, άρα ήταν μια πραγματικότητα, γιατί υπήρχαν περίτρανες αποδείξεις. Και σε εκείνο το χαλαρό σημείο του υποσυνείδητου, ζούσε και άλλα, μια ακολουθία ψευδών εικόνων. Η συνέχεια εκτυλισσόταν στο καμαρίνι, και μετά στο φαγητό και ποτό ή καλύτερα ποτά, στο μέρος που διανυκτέρευε ο Μπρους, η μπάντα και η ομάδα στην διάρκεια της περιοδείας, και πιο μετά, με τρόπο αυτόματο και ευκόλως εννοούμενο, χωρίς περιπλοκές σαν να έφερνε το ένα το άλλο, γινόταν μέρος της περιοδείας. Και της έτεινε το χέρι να σκαρφαλώνει στην σκηνή σε κάθε παράσταση, φορώντας το ίδιο πουκάμισο ― όχι καρό μα πάλλευκο. Και χόρευαν με τα βλέμματά τους κλειδωμένα στα μάτια ο ένας του άλλου, σαν να μην υπήρχε ψυχή ζώσα ολόγυρα, σαν να ήταν μόνοι, κατάμονοι στο σύμπαν. Ένα κλειστό σύμπαν οι δυο τους.
Όλα αυτά εν γνώσει της ότι το κορίτσι της σκηνής ήταν μέρος της παράστασης. Κανονισμένο από τα πριν. Είχαν κάνει και πρόβα, να προλάβουν μην τυχόν πάει κάτι στραβά. Να υπολογίσει το κορίτσι τις αποστάσεις σωστά, να πατήσει ανάλαφρα, να μελετήσουν το πιάσιμο παλάμη με παλάμη να είναι σταθερό, να προκύψει σαν να ήταν φυσικά και ανεπιτήδευτα. Σε τέτοιες βασικές λεπτομέρειες είχαν κάνει πρόβα και εξασκηθεί.
Μια φορά έτυχε να πλησιάσει το υποσυνείδητο κορίτσι του Μπρους και στην αληθινή ζωή. Πάνε χρόοονια τώρα. Ήταν σε ένα παιδαγωγικό συνέδριο στην όμορφη πόλη του Μπρασόφ της Ρουμανίας που είχε προσκαλέσει ομιλητές από μέρη του κόσμου, με σκοπό να αναδείξει τις φυσικές ομορφιές της, την αρχιτεκτονική περασμένων αιώνων και κυρίως, τις δυνατότητές της, την δυναμική και την αποφασιστικότητα που εξέπεμπε η πόλη και οι άνθρωποί της.
Συνεσταλμένη και εσωστρεφής, της ήταν δύσκολο να μιλήσει σε παντελώς άγνωστο ακροατήριο, σε ξένη γλώσσα, με μικρόφωνο που μια δούλευε και δέκα δεν δούλευε. Δύο τουλάχιστον μεσήλικες δάσκαλοι με μεγάλη διδακτική πείρα, θέσεις στο υπουργείο, βιβλία στο ενεργητικό τους, και συμμετοχή σε άπειρα συμβούλια, και συνέδρια σαν και αυτό, όπως είχε ακούσει, την πρώτη μέρα συστήθηκαν από κοντά, την πλησίασαν γελαστά. Η συμπεριφορά τους δεν αντιστοιχούσε στο μακρύ, σοβαρό βιογραφικό τους. Πιο πολύ έφερνε στους γέρους του Μάπετ Σόου, με την διαφορά ότι γελούσαν καλόκαρδα, σχολίαζαν με θετική αύρα, όχι σαν εκείνους καυστικά και ξινισμένα. Με ενδιαφέρον την ρώτησαν αν ήταν έτοιμη, αν ήθελε βοήθεια. Δεν είχε παρά να τους το ζητήσει. Ομολόγησε το τρακ που την είχε κυριεύσει. Γέλασαν χαϊδευτικά, προστατευτικά, και την ρώτησαν ποιος θα ήθελε να είναι στο ακροατήριο, ποιος θα της έδινε χαρά και αυτοπεποίθηση. Ας έλεγε ένα όνομα, συγγενή της, φίλου, φίλης, κάποιας διασημότητας. Αθέλητα, παρασυρμένη από την διάθεσή τους, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, της ξέφυγε το όνομα του Μπρους. Αυτόν θα ήθελε. Την ρώτησαν να βεβαιωθούν ποιον ακριβώς εννοούσε, και με μεγάλη σοβαρότητα, δήλωσαν ότι πήγαιναν να του τηλεφωνήσουν, να τον προσκαλέσουν να είναι εκεί την επόμενη μέρα που θα μιλούσε.
Το συνέδριο κυλούσε σύμφωνα με το πρόγραμμα. Όταν ήρθε η σειρά της, είχαν γνωριστεί όλοι καλύτερα. Επιστράτευσε τις δυνάμεις ψυχραιμίας. Με σταθερά βήματα ανέβηκε στο βήμα με τα χαρτιά της, έτοιμη να μιλήσει όσο δυνατά μπορούσε, στην υψηλή σκάλα των φωνητικών της δυνατοτήτων. Ευχαρίστησε για την πρόσκληση τους διοργανωτές. Εντόπισε τις θέσεις των ακροατών, προσπάθησε να χαρτογραφήσει τα σημεία που βρίσκονταν τα γνωστά της πρόσωπα, ώστε όταν θα σήκωνε το βλέμμα από το κείμενο, να κάνει οπτική επαφή μαζί τους. Με τον τρόπο αυτό, από τις εκφράσεις τους θα καταλάβαινε αν τα πήγαινε καλά.
Με έκπληξη είδε τους δύο δασκάλους να κάθονται στο βάθος της μακρόστενης αίθουσας, δίπλα δίπλα, να την κοιτάνε γελαστά και να σηκώνουν ψηλά κάτι χαρτόνια. Ήταν μακριά και ενέτεινε την προσοχή της να διαβάσει τι έγραφαν. Με δυσκολία συγκράτησε το γέλιο της, έσκυψε στο γραπτό της, τυπωμένο με μεγάλα στοιχεία, να διευκολύνεται στην ανάγνωση. Και ξεκίνησε θαρρετά.
«Ο Μπρους είναι καθ’ οδόν», «Ο Μπρους έρχεται», έγραφαν. Όταν ξανασήκωσε το βλέμμα της, τα χαρτόνια είχαν αλλάξει: «Ο Μπρους σου εύχεται καλή επιτυχία», «Είμαι μαζί σου, Μπρους». Συνέχισε, διασκεδάζοντας μέσα της, πιο ανάλαφρη. Προς το τέλος της παρουσίασης, ξανακοίταξε, και πάλι είχε μηνύματα «Τα πήγες άριστα, Μπρους», «Πόσο περήφανος είμαι για σένα!»
Ολοκλήρωσε, ευχαρίστησε τις συμμετέχουσες και τους συμμετέχοντες για την προσοχή τους, είπε ότι είναι στην διάθεσή τους για απορίες, σχόλια και κουβέντες ανά πάσα στιγμή, και κατέβηκε από το βήμα.
Ο «Μπρους» σηκώθηκε από το βάθος, χωρίς χαρτόνι, να την υποδεχθεί στο τελευταίο σκαλί, χέρι που δέχθηκε διακριτικά. Ευχαρίστησε τους αχώριστους μεσήλικες πρώτα με τα μάτια, με χαμόγελο, και μετά με αμήχανα, μάλλον αχρείαστα, λόγια.
Οι μέρες πέρασαν γεμάτες. Στο πρόγραμμα του συνεδρίου περιλαμβάνονταν επίσκεψη στο κάστρο του κόμη Δράκουλα, ανέβηκαν κατέβηκαν πέτρινες σκάλες, περιηγήθηκαν τα τείχη, τους πήγαν μια ορεινή εκδρομή, περπάτησαν στο υγρό δάσος, ξεναγήθηκαν στην παλιά πόλη και σε ιστορικά κτίρια. Το συνέδριο έκλεισε με επιτυχία, ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Με έκπληξη είδε πως ο «Μπρους» είχε δύο ογκωδέστατες βαλίτσες. Απόρησε τι να τις ήθελε τόσες αποσκευές, και τότε ο «Άλλος Μπρους» της εξήγησε, χωρίς καν να διατυπώσει την απορία της. Η δεύτερη βαλίτσα ήταν για το εφεδρικό ορθοπεδικό πόδι του «Μπρους», ένα που φορούσε και ένα αμοιβό, ανταλλακτικό σε περίπτωση που χαλούσε ο μηχανισμός. Έτσι ταξίδευαν πάντα μαζί, παντού, χωρίς να το βάζουν κάτω. Αυτοί οι αυτοκόλλητοι ήταν που αυθόρμητα την είχαν βοηθήσει να χορέψει στην σκηνή, και πάντα η σκέψη της γύριζε πίσω σε αυτούς, όταν ανέβαινε στο βήμα.
Κορίτσι του Μπρους