Ο Μίκυ Μάους στον πρώτο

Ο Μίκυ Μάους στον πρώτο

Το κουλούρι κόστιζε μια δραχμή. Αν ήθελες και αν είχες το ανάλογο χαρτζιλίκι μπορούσες να το φας μαζί με ένα κομμάτι τυρί. Κασέρι, τριγωνικά κομμένο, μάλλον σε λεπτή φέτα που έκανε πενήντα λεπτά. Αρκετά παιδιά έφερναν κάτιτι από το σπίτι, ψωμοτύρι κάπως σε μορφή σάντουιτς, ένα φρούτο, μήλο συνήθως αλλά και πορτοκάλια. Μεγάλη ποικιλία δεν είχε η σχολική καντίνα, τυρόπιτες και σοκολάτες γάλακτος «Μέλο» σε κόκκινο περιτύλιγμα με ένα συλλεκτικό χαρτάκι σε κάθε συσκευασία. Πολύ δημοφιλείς ήταν αυτές οι σοκολάτες. Στο τέλος των διαλειμμάτων στοιβάζονταν τα ανοιγμένα περιτυλίγματα στους κάδους της κλειστής αυλής. Τα χαρούμενα χρωματιστά συλλεκτικά χαρτάκια είχαν ήρωες του Walt Disney, τις οικογένειες Ντακ και Μάους και των φίλων τους στην Λιμνούπολη, τη Χιονάτη με τους επτά νάνους, τη Μαίρη Πόπινς. Υπήρχε ένα άλμπουμ με θέσεις προορισμένες για κάθε χαρτάκι και όλοι, ή σχεδόν όλοι τέλος πάντων, το είχαν ντυμένο σαν τετράδιο ανάμεσα σε βιβλία και τετράδια στις σχολικές σάκες. Οι ανταλλαγές διπλών και πολλαπλών έπαιρναν και έδιναν. Το σπανιότερο χαρτάκι, κάπως ειρωνικά, ήταν εκείνο με την φιγούρα του Γκαστόνε, του υπερτυχερού αντίζηλου του Ντόναλντ για την καρδιά της ναζιάρας Νταίζης. Έλειπε από όλα τα άλμπουμ. Και δώστου αγόραζαν σοκολάτες, σε βαθμό πεισμωμένης μανίας μπας και τον πετύχουν, μάταια όμως. Ο Γκαστόνε παρέμενε άφαντος, ένα συνεχές ζητούμενο, μία άδεια θέση με το όνομά του στο λεύκωμα.

Η συμφωνία που επισυνάφθηκε μετά από κουβέντα σε σοβαρότατο ύφος στο σαλόνι μεταξύ του πατέρα, της μητέρας και της εννιάχρονης κόρης, έλεγε ότι κάθε μέρα η τελευταία θα ελάμβανε μία δραχμή με σκοπό να αγοράζει ένα κουλούρι στο πρώτο μεγάλο διάλειμμα των είκοσι λεπτών. Η δραχμή θα δινόταν κάθε μέρα, πριν βγει από την εξώπορτα. Δεν ήταν παιχνίδι. Έπρεπε να φέρεται με προσοχή στο νόμισμα. Να το σέβεται, να μην το χάσει, να μην το ξεχάσει. Επίσης, το κουλούρι θα έπρεπε να το τρώει απαραιτήτως στο πρώτο και όχι στο δεύτερο μεγάλο διάλειμμα γιατί το δεύτερο ήταν πιο κοντά στο σχόλασμα και, συνεπώς, στο μεσημεριανό γεύμα. Και αν το έτρωγε στο δεύτερο θα της κοβόταν η όρεξη και δεν θα έτρωγε με όρεξη στο μεσημεριανό τραπέζι.

Αυτή η δεύτερη οδηγία δεν είχε κανένα νόημα για την εννιάχρονη. Ήταν παντελώς περιττή γιατί εξαρχής δεν σκόπευε να καταναλώσει την πολύτιμη δραχμή που θα της δινόταν στο καθημερινό κουλούρι. Είχε άλλα σχέδια.

Η ουρά στην καντίνα ήταν πάντα μακριά και τα σπρωξίματα συνεχή μέσα σε γελάκια και φωνούλες. Και όταν πια έφτανε στο χαμηλό παραθυράκι της καντίνας, το διάλειμμα είχε εξαντληθεί και δεν την έπαιρνε να φάει το περίφημο κουλούρι με την ησυχία της και με κάποια ευχαρίστηση. Αυτός ήταν ο ένας λόγος, πρακτικής φύσης και όχι ο κύριος και σημαντικός. Ο άλλος ήταν ότι δεν θα έπαιρνε το κουλούρι και θα μάζευε την δραχμή μέρα την μέρα για να αγοράσει κάτι που τόσο πολύ λαχταρούσε και δεν της επιτρεπόταν να έχει. Όχι γιατί ήταν οικονομικά απαγορευτικό και ούτε ο Άγιος Βασίλης θα της έφερνε ποτέ ακόμα και αν του έγραφε.

Αυτό το κάτι, που πουλιόταν στα περίπτερα, δεν μπορούσε να μπει στο σπίτι για θεωρητικούς ιδεολογικούς λόγους. Τα κόμικς δεν ήταν αποδεκτά αναγνώσματα. Δεν ήταν «κανονικά» περιοδικά. Το αντίθετο μάλιστα, η αισθητική τους ήταν βλαβερή. Η οπτική οικονομία τους ερχόταν σε αντίθεση με την προσπάθεια και την υψηλή αξία της ανάγνωσης. Καλλιεργούσαν την πνευματική τεμπελιά, η εικονογράφηση ήταν χαμηλής αισθητικής, το περιεχόμενο, η ιστορία σαχλή και μετέφερε λάθος «μηνύματα». Οι άλλοι γονείς δεν είχαν τέτοιες δυσκολίες αποδοχής για τα Κλασικά Εικονογραφημένα, τον Αστερίξ, τον μοναχικό καουμπόυ Λούκυ Λουκ, τον Τεν Τεν, τον Μπλεκ, τα στριπ σε συνέχειες του Ριπ Κίρμπι στην εφημερίδα. Την εννιάχρονη όλα αυτά την ενθουσίαζαν και όπου τα έβρισκε τα ρουφούσε, δήθεν αδιάφορα. Τα Μίκυ Μάους κυκλοφορούσαν μια φορά την εβδομάδα και κόστιζαν τρεις δραχμές και ο Μεγάλος Μίκυ πέντε.

Ευτυχώς υπήρχε περίπτερο στο ίδιο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας που έμενε και δεν έπρεπε να διασχίσει δρόμο, πράγμα απαγορευμένο ρητώς να το κάνει μόνη της. Είχε μια δυσκολία να την δει ο περιπτεράς από την θέση του μέσα στο κουβούκλιό του αλλά την ξεπερνούσε πηγαίνοντας από το πλάι. Προσδίδοντας έτσι στην αγορά του παιδικού περιοδικού ύφος συνωμοτικό. Φυσικά, πάντα είχε το ακριβές αντίτιμο έτοιμο.

Ο Μίκυ καταχωνιαζόταν αστραπιαία στην σάκα της, ανάμεσα στις σελίδες του Αναγνωστικού -- ανάγνωσμα και αυτό δεν ήταν; Και το άφηνε εκεί κρύβοντας την ανυπομονησία της όσο καλύτερα μπορούσε στο μεσημεριανό τραπέζι. Ήταν ευδιάθετη, έτρωγε ό,τι της έβαζαν στο πιάτο, ακόμα και αν δεν της άρεσε για να τελειώσει η ιεροτελεστία και να σηκωθούν. Μετά ελευθερωνόταν. Οι γονείς έκλειναν την πόρτα του υπνοδωματίου τους για να αναπαυθούν. Απαιτείτο άκρα ησυχία. Τότε ακριβώς ήταν η ευκαιρία της.

Ώρα να κλειστεί στο μπάνιο. Να κλειδώσει κιόλας για μεγαλύτερη ασφάλεια, να βγάλει τον «Μίκυ» κάτω από τα ρούχα της, να καθίσει στην τουαλέτα με το καπάκι κατεβασμένο και, επιτέλους, να διαβάσει τις περιπέτειες της εβδομάδας. Ξεκινούσε με ένα ξεφύλλισμα, συνέχιζε με μια χαλαρή ανάγνωση και τελείωνε με μια λεπτομερή, προσεκτική παρατήρηση των σκίτσων σε σχέση με τα συννεφάκια που όριζαν τα λόγια με κεφαλαία γράμματα. Με το που τελείωνε αυτή η ανάγνωση τριών επιπέδων, κρατούσε το μικρό σχήματος περιοδικό κλειστό στα δύο της χέρια, το κοίταζε και το έφερνε στο νου της σαν να το αποστήθιζε. Κατά κάποιον τρόπο αυτό έκανε. Ήθελε να το κρατήσει στο μυαλό της γιατί δε θα κρατούσε το χάρτινο περιοδικό.

Μετά σκαρφάλωνε στην τουαλέτα, με δυσκολία άνοιγε το χερούλι και πετούσε το Μίκυ Μάους στον φωταγωγό. Ξανάκλεινε το παράθυρο, κατέβαινε και ξεκλείδωνε την πόρτα. Συνήθως, κανείς δεν χρησιμοποιούσε το μπάνιο εκείνο το διάστημα. Εάν για κακή της τύχη το χρειαζόταν ο πατέρας ή η μητέρα, αδημονούσαν, παραξενεύονταν που η πόρτα ήταν κλειδωμένη και έκαναν απανωτές ερωτήσεις. Σε αυτήν την σπάνια περίσταση έπρεπε να πετάξει βιαστικά το ενοχοποιητικό στοιχείο χωρίς να ολοκληρώσει το διάβασμα. Πράγμα που την στενοχωρούσε αφάνταστα με αποτέλεσμα να κλείνεται στον εαυτό της. Όμως, κανείς δεν υποπτεύθηκε, ούτε την αναγνωστική δράση, ούτε και το απαγορευμένο περιεχόμενό της, για αρκετό καιρό, για την ακρίβεια για παραπάνω από δύο χρόνια. Προς το τέλος των δύο χρόνων, ο Μίκυ πάλευε με το Φαντάζιο.

Το μυστικό αποκαλύφθηκε από τους ενοίκους του πρώτου ορόφου όταν η στάθμη των πεταμένων τευχών, σωριασμένων στον φωταγωγό, βρεγμένα και μουχλιασμένα με μια ενοχλητική αποφορά, έφτασε στο ύψος του μπάνιου του πρώτου ορόφου. Μια καλή μέρα η καλή νοικοκυρά κυρία Άννα άνοιξε το παράθυρο και αντίκρισε ύψωμα φτιαγμένο αποκλειστικά από Μίκυ Μάους. Δεν χρειαζόταν να σκύψει ούτε καν λίγο για να το δει. Μετά την απορία, υστερία την κατέλαβε. Πώς θα έφευγε αυτή η βρώμα και δυσωδία από εκεί; Ποντίκια μπορούσαν να σκαρφαλώσουν άνετα και να πολιορκήσουν το διαμέρισμα! Η μυρωδιά είχε απλωθεί και εγκατασταθεί παντού! Δύσκολα θα έφευγε από εκείνο το σημείο που δεν αεριζόταν καλά! Πανικός! Φρίκη! Φωνές! Καταστροφή! Και η τελευταία και καίρια ερώτηση: ποιος ήταν άραγε ο φταίχτης αυτής της άθλιας κατάστασης;

Ο δεύτερος και τρίτος όροφος απαλλάχθηκαν από τις υποψίες γιατί ήταν επαγγελματικές στέγες. Απαλλάχθηκε και ο πέμπτος όπου κατοικούσε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Έμεναν ο τέταρτος και ο πέμπτος, όροφοι στους οποίους κατοικούσαν οικογένειες με μικρά παιδιά. Μετά από έρευνα αθώος κρίθηκε και ο πέμπτος γιατί τα κόμικς έμπαιναν νόμιμα στο σπίτι, καθώς δεν ίσχυε απαγόρευση. Διά της ατόπου η συνέλευση της πολυκατοικίας κατέδειξε την ενδεκάχρονη πια του τέταρτου ορόφου.

Οι γονείς πήραν απάνω τους την αποκομιδή, την απολογία και την παρηγοριά της οικογένειας τού πληγέντος πρώτου ορόφου. Η ενδεκάχρονη κόρη εξετάστηκε στο σαλόνι, ορθή, έως ότου δώσει απαντήσεις και εξηγήσεις. Ακολούθησαν κρυφά χαμόγελα των γονέων, μάλωμα ανάμεικτο με δασκαλέματα, εντέλει νουθεσίες σε ήπιους τόνους, υποσχέσεις ότι επουδενί δεν θα επαναληφθεί. «Το υπόσχομαι». Η υπόθεση έκλεισε και προστέθηκε στο ιστορικό άλλων παιδικών ανάλογων επιτευγμάτων, απόρροια ποικίλων απαγορεύσεων.

Μπορεί να αναρωτηθεί στο σημείο αυτό κανείς αν τα κόμικς απέκτησαν «ελευθέρας» από εκείνο το χρονικό σημείο και ύστερα. Όχι, είναι η απάντηση. Δεν απέκτησαν. Έπρεπε να περάσουν δώδεκα ακόμα χρόνια, πολλές κουβέντες, κοινή αναγνώριση και εδραίωσή τους στην συνείδηση διευρυμένου κύκλου ανθρώπων πριν γίνουν αποδεκτά.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: