«Σαιξπηρικόν»: Η σιωπηλή επιμονή

«Σαιξπηρικόν»: Η σιωπηλή επιμονή



Στη μνήμη του Νίκου Κατσάνου


Στη Θεσσαλονίκη οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν μετατρέπουν εδώ και 20 χρόνια την πράξη της ανάγνωσης σε μορφή αντίστασης.
Σ’ έναν ήσυχο δρόμο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, πίσω από μια μεταλλική κόκκινη πόρτα, βρίσκεται ένας χώρος που αρνείται να γεράσει. Τα ράφια του είναι γεμάτα, μα ποτέ υπερφορτωμένα: ποίηση, πεζογραφία, φιλοσοφία, δοκίμια, κάποιες πρώτες εκδόσεις. Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά μελανιού και θαλασσινού αέρα πλανιέται στον χώρο. Η επιγραφή πάνω από την εξώπορτα γράφει Σαιξπηρικόν – και κάποιοι που το γνωρίζουν καλά το αποκαλούν απλώς το Μεγάλο Σ.
Εδώ και 20 χρόνια το Σαιξπηρικόν είναι για τον δημιουργό του κάτι πολύ περισσότερο από απλό επάγγελμα. Είναι χώρος πράξεων μιας όλο και πιο ανανεωμένης πίστης στην Ποίηση. Ο ποιητής Γιώργος Αλισάνογλου, ιδρυτής και ψυχή του, το έχει μετατρέψει σε ένα από τα σπάνια καταφύγια της σύγχρονης Ελλάδας – έναν χώρο για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν πως η γλώσσα μπορεί να υπερβεί την εξάντληση και πως η ομορφιά, ακόμη κι όταν φαίνεται περιττή, ποτέ δεν είναι.
«Η επιμονή στο περιττό», λέει, «είναι η πιο καθαρή μορφή αλήθειας». Όταν άνοιξε το «Σαιξπηρικόν», ένα βράδυ του Νοεμβρίου του 2005, δεν υπήρχε ούτε σχέδιο, ούτε κεφάλαια. Μόνο ένα τραπέζι, μερικοί φίλοι και η βεβαιότητα ότι η ποίηση όφειλε να έχει μια διεύθυνση.
«Μείναμε ως αργά εκείνη την πρώτη νύχτα», θυμάται. «Πίναμε, διαβάζαμε ποίηση με μουσική. Έλεγα στον νεότερο εαυτό μου να μη φοβάται τόσο. Κάθε βιβλίο, κάθε λέξη που ειπώθηκε εδώ, υπήρξε ένα μικρό αποτύπωμα αντίστασης στο εφήμερο.»
Ας θυμηθούμε τι έλεγε ο εκδότης στο Ακόμη, το επετειακό βιβλίο για τα 15 χρόνια των εκδόσεων:

«Να κάνουμε τη γλώσσα να μιλήσει λογοτεχνικά, όπως μόνον η ίδια η λογοτεχνία μπορεί, και να την προτρέψουμε να μιλήσει στα μάτια και στ’ αφτιά του αναγνώστη ως κάτι ονειρικό. Ως διάσταση που ερμηνεύει έναν συχνά ακατάληπτο και ωμό κόσμο, με τον καλύτερο δυνατό αισθητικά τρόπο». (Ακόμη: Μεταφράστριες και μεταφραστές του Σαιξπηρικόν επιλέγουν ξένους ποιητές. Πρόλογος Γιώργου Αλισάνογλου. Σαιξπηρικόν 2020, 12.)

Από πολύ νωρίς το «Σαιξπηρικόν» είχε πάψει να μοιάζει με συνηθισμένο βιβλιοπωλείο. Είχε γίνει και είναι πάντα πια ένας ζωντανός οργανισμός. Οι παρουσιάσεις, οι ποιητικές βραδιές, οι συναντήσεις του καταλήγουν να γίνονται τελετές μνήμης, μικρές, χαμηλόφωνες εξεγέρσεις απέναντι στη λήθη. Σε μια χώρα όπου η ανεξάρτητη έκδοση συχνά επιβιώνει χάρη στην αγάπη, το εγχείρημα του Αλισάνογλου παραμένει ασυμβίβαστα εναλλακτικό.
Στην εποχή των ακατάπαυστων ειδοποιήσεων και της σιωπής της οθόνης το να κρατά κανείς ένα βιβλίο μοιάζει με πράξη σχεδόν επαναστατική. «Το να κρατάς ένα βιβλίο είναι επικοινωνία και αντίσταση μαζί», μου λέει ο Αλισάνογλου. «Επικοινωνία, γιατί συνεχίζεις να συνομιλείς με μια φωνή που επιμένει να υπάρχει έξω από τον θόρυβο. Αντίσταση, γιατί επιλέγεις τον αργό ρυθμό της ανάγνωσης – τον ρυθμό ενός κόσμου που δεν βιάζεται να τελειώσει.» Και μετά από μικρή παύση: «Ίσως σήμερα το να κρατάς στα χέρια σου ένα βιβλίο και να το διαβάζεις να είναι επικοινωνία και αντίσταση μαζί. Επικοινωνία, γιατί συνεχίζεις να συνομιλείς με μια φωνή που επιμένει να υπάρχει έξω από τον θόρυβο και την πληροφορία που μας κατακλύζει.»
Στο «Σαιξπηρικόν» η σιωπή αυτή έχει τη δική της μουσική. Το ψιθύρισμα των σελίδων, η διακριτική ανάσα του αναγνώστη, ο προσεχτικός ήχος μιας καρέκλας που σέρνεται στο πάτωμα. Ο Αλισάνογλου κινείται ανάμεσα στα ράφια όπως ανάμεσα σε οικεία πρόσωπα – Σαπφώ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Γκέοργκ Τρακλ Φραντς Κάφκα, B. Γκ. Ζέμπαλντ, Δημήτρης Δημητριάδης Βασίλης Παπαγεωργίου, Σάκης Παπαδημητρίου, Άρις Γεωργίου, Ίνγκερ Κρίστενσεν, Τούμας Τράνστρεμερ, Τζον Άσμπερι, φωνές που συνυπάρχουν χωρίς ιεραρχία, δεμένες από την πεποίθηση ότι η ουσιαστική λέξη μπορεί ακόμη να μετακινήσει τον κόσμο, έστω και λίγο.
Όταν τον ρωτώ πώς φαντάζεται το μέλλον, χαμογελά. «Φαντάζομαι το “Σαιξπηρικόν“ σαν μια φλόγα που μένει αναμμένη μέσα στη σιωπή», λέει. «Η σιωπή δεν είναι άδεια. Είναι αναμονή, προσοχή, τρόπος να παρατηρείς τον κόσμο στωικά και να τον ερμηνεύεις. Κοιτάζει προς το παράθυρο. «Να κρατάς ένα βιβλίο σημαίνει να θυμάσαι πως η ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να βιώνεται στο όριο, να στοχάζεται, να επικοινωνεί μέσω του καθαρού λόγου. Το “Σαιξπηρικόν“, τότε, δεν θα είναι χώρος ούτε απλώς λέξεις· θα είναι ιδέα. Η πίστη στις φωνές που συνεχίζουν να διαβάζουν, να γράφουν, να ελπίζουν· να ανακαλύπτουν ξανά το αήττητο καλοκαίρι που κρύβουν μέσα τους.»

Έξω, η πόλη πάλλεται με τον γνώριμο ρυθμό της βραδινής κίνησης. Μέσα το φως είναι κεχριμπαρένιο, ο χρόνος επιβραδύνεται. Τα βιβλία γέρνουν το ένα πάνω στο άλλο, σαν ταξιδιώτες που αποκοιμήθηκαν. Είκοσι χρόνια μετά, το «Σαιξπηρικόν» δεν επιβιώνει επειδή «συνεχίζει»· επιβιώνει επειδή αντιστέκεται. Δεν λάμπει σαν φάρος, αλλά σαν κερί. Σταθερό, υπομονετικό, γενναίο.
Και πίσω από αυτή τη σιωπηλή επιμονή, ακούγεται ακόμη μια ψιθυριστή υπόσχεση: όσο υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζουν, ο κόσμος μπορεί πάντοτε να ξαναρχίζει.
Η ιστορία του «Σαιξπηρικόν» είναι, με έναν τρόπο, και η ιστορία μιας πόλης που προσπαθεί να θυμηθεί τον εαυτό της. Η Θεσσαλονίκη με τα πεζοδρόμια που μιλούν πολλές γλώσσες, με την αμφιθυμία της ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο ιερό και το καθημερινό, βρίσκει σ’ αυτό το μικρό βιβλιοπωλείο έναν καθρέφτη της. Το «Σαιξπηρικόν» δεν είναι κατάστημα. Είναι τόπος εσωτερικού χρόνου, όπου το παρόν συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το νοσταλγεί. Εδώ, η ποίηση δεν εκτίθεται, κατοικεί. Οι άνθρωποι που περνούν την κόκκινη πόρτα του δεν μπαίνουν απλώς για να αγοράσουν ένα βιβλίο. Μπαίνουν για να αναπνεύσουν αλλιώς. Κάποιοι στέκονται σιωπηλοί, κοιτάζουν τα εξώφυλλα σαν να βλέπουν παλιές φωτογραφίες που θέλουν να ψηλαφίσουν. Άλλοι ανοίγουν ένα βιβλίο και χάνουν την αίσθηση του χρόνου. Κανείς δεν φαίνεται να φεύγει ίδιος.
Με τα χρόνια το «Σαιξπηρικόν» έγινε περισσότερο πνοή παρά επιχείρηση. Εδώ συναντιούνται όσοι επιμένουν να πιστεύουν πως το γράψιμο και η ανάγνωση δεν είναι πολυτέλεια, αλλά τρόπος ύπαρξης. Άλλοι έρχονται για μια ανάσα, άλλοι για μια κουβέντα, άλλοι για να αφήσουν μια σκέψη τους σε κάποιο βιβλίο – μια μικρή απόδειξη παρουσίας τους στον χώρο και στον χρόνο. Και πάντα οι εκδόσεις του έχουν κάτι από την αίσθηση του χειροποίητου: τη λεπτότητα της προσωπικής φροντίδας, την ταπεινότητα της σιωπηλής αφοσίωσης. Στις σελίδες τους αναγνωρίζει κανείς εκείνη την αρχαία αρετή που τείνουμε να ξεχνάμε, την ευγένεια. Και είναι αυτή η ευγένεια που διαπερνά ό,τι συμβαίνει μέσα στον «Σαιξπηρικό» χώρο: από τις βιβλιοφιλικές αναζητήσεις και τις μικρές παρουσιάσεις νέων τίτλων, έως τα μακροσκελή βραδινά αναγνώσματα φρεσκογραμμένης ή φρεσκομεταφρασμένης ποίησης και πεζογραφίας, όπου οι φωνές φίλων και άγνωστων επισκεπτών μπλέκονται με τον ήχο της πόλης που συχνά κραυγάζει απελπιστικά απέξω.
Είναι οι στιγμές εκείνες που θυμίζουν ότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο κείμενο, αλλά σχέση — μια ανοιχτή συνομιλία ανάμεσα σε όσους επιμένουν να νοηματοδοτούν τον κόσμο μέσα από τις λέξεις.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: