Πάρος

Πάρος

Την ξα­νά­δα με­τά από δε­κα­τρία χρό­νια. «Δεν εί­ναι πολ­λά», ψέλ­λι­σε κά­πως δι­στα­κτι­κά, για­τί το βλέμ­μα μου έλε­γε «δεν εί­ναι αρ­κε­τά». Εί­χα­με απο­χαι­ρε­τή­σει το πά­θος μας στο λι­μά­νι της Πά­ρου, σε μια από αυ­τές τις προ­βλή­τες που στην Ελ­λά­δα απο­κα­λού­με λι­μά­νια. Εί­χα­με απο­χαι­ρε­τι­στεί με τον πό­θο μπλεγ­μέ­νο ακό­μα και στην αγα­νά­κτη­ση και δεν ξα­ναϊ­δω­θή­κα­με ού­τε τυ­χαία. Δυο προ­ά­στια πα­ρα­δί­πλα έμε­νε, στους πρό­πο­δες του ίδιου γή­λο­φου, δεν ήταν δα και κα­νέ­να τα­ξί­δι – μα δεν αντα­μώ­σα­με ού­τε μια φο­ρά, πο­τέ δεν πή­ρα­με το ίδιο με­τρό, ού­τε τη­λέ­φω­νο στα γε­νέ­θλια. Εγώ γύ­ρι­σα Πει­ραιά, εκεί­νη πή­γε με τον Αμα­ντέ­ους στην Ίο για να μην κλεί­σει έτσι δυ­σά­ρε­στα το κα­λο­καί­ρι. Με­τά δεν ξέ­ρω.
Πή­ρε τη­λέ­φω­νο να μου πει «κά­τι που για μέ­να εί­ναι ζή­τη­μα ζω­ής και θα­νά­του», έτσι δι­καιο­λό­γη­σε την κλή­ση. Ήταν λα­χα­νια­σμέ­νη. Ο Σί­μος, ο σύ­ζυ­γός της, όπως το έθε­σε μια και κα­λή, ήταν σε συ­νέ­δριο ρευ­μα­το­λο­γί­ας στη Χαϊ­δελ­βέρ­γη. «Δεν ξέ­ρει ότι παίρ­νω». «Δεν κα­τα­λα­βαί­νω», της λέω. «Εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη ια­τρι­κή της Ευ­ρώ­πης και τώ­ρα την άνοι­ξη εί­ναι τι να σου λέω», εί­πε ανα­βάλ­λο­ντας λί­γο το ζή­τη­μα ζω­ής και θα­νά­του. Ήταν ο Αμα­ντέ­ους που εί­χε κά­τι. Πά­ντως εί­χε ξα­πλώ­σει και δεν ση­κω­νό­ταν. «Κά­τι έχει, σου λέω, έλα γρή­γο­ρα να τον πά­με κά­που». «Τώ­ρα; Εί­ναι τρεις τη νύ­χτα… Τον πά­με το πρωί».

Έκα­να ντους και πή­γα στις εν­νιά. Με πε­ρί­με­νε ανα­μαλ­λια­σμέ­νη κι άβα­φη στον δρό­μο. Φο­ρού­σε τη ρό­μπα του Σί­μου, υπο­θέ­τω. Και τις πα­ντό­φλες του. Δεν γυ­ρεύ­ει κά­τι, σκέ­φτη­κα. Εί­χε πρη­σμέ­να άυ­πνα μά­τια. «Τι έγι­νε;» της λέω. Δεν εί­πε τί­πο­τα. Μπή­κα­με και μου έφτια­ξε κα­φέ. «Πού εί­ναι ο Αμα­ντέ­ους;» κά­νω. Στον κα­να­πέ του σα­λο­νιού, που κοκ­κί­νι­ζε τη γω­νιά ως το πα­ρά­θυ­ρο, δεν ήταν. Πή­γα στο υπνο­δω­μά­τιο όπου του άρε­σε να κοι­μά­ται πα­λιά. Το κρε­βά­τι ήταν στρω­μέ­νο, πά­νω απ’ το πά­πλω­μα το ίδιο κά­λυμ­μα από μου­σε­λί­να, η μα­ξι­λα­ρο­θή­κη γυά­λι­ζε σαν ξύ­λι­νη στο φως του πορ­τα­τίφ. Απ’ το βά­ζο στο κο­μο­δί­νο απλω­νό­ταν ένα μπου­κέ­το τρια­ντά­φυλ­λα. «Πού εί­ναι;» την ξα­να­ρω­τάω.
Άνοι­ξα την μπαλ­κο­νό­πορ­τα και τον βρή­κα. Ήταν κου­λου­ρια­σμέ­νος στην κού­νια και κοι­μό­ταν. «Τον έβγα­λα να πά­ρει αέ­ρα», εί­πε από πί­σω μου. Πή­γα κο­ντά, τον ακού­μπη­σα και κα­τά­λα­βα. «Ήταν με­γά­λος», προ­σπά­θη­σα να εξη­γή­σω, «ήταν πο­λύ με­γά­λος πια».

Ήθε­λε να ρί­ξου­με και τα τρια­ντά­φυλ­λα στον λάκ­κο. «Μα εί­ναι ψεύ­τι­κα», της λέω. Ρί­ξα­με κά­τι πα­πα­ρού­νες που γέρ­ναν ξε­θω­ρια­σμέ­να σ’ έναν φρά­χτη απέ­να­ντι, κι από πά­νω κοκ­κι­νό­χω­μα απ’ τα σα­κιά στο απο­θη­κά­κι. Απλω­νό­ταν απα­λά και χρω­μά­τι­ζε το πάλ­λευ­κο τρί­χω­μα. Αυ­το­σχε­δί­α­σα μια προ­σευ­χή ή επι­κή­δειο. Ανα­φέρ­θη­κα στην Πά­ρο, στις πα­ρα­λί­ες. Χους εις χουν. Εκεί­νη δεν εί­πε τί­πο­τα, ού­τε έκλαι­γε. Στε­κό­ταν άδεια. Η στάθ­μη του χώ­μα­τος ανέ­βη­κε και ξε­χεί­λι­σε τον λάκ­κο. Δεν τόλ­μη­σα να το πα­τή­σω. Στον Σί­μο θα ’λε­γε πως τον κρά­τη­σε ο για­τρός. Πως του ’δω­σε κά­τι να μην υπο­φέ­ρει. «Δεν θέ­λω να υπο­φέ­ρει», εί­πε. Φεύ­γο­ντας μου ’δω­σε ένα φι­λί στο στό­μα. Ήταν κά­τι εντε­λώς φυ­σι­κό, ή αφύ­σι­κο, μα δεν μου θύ­μι­σε τα πα­λιά. Ένα ευ­χα­ρι­στώ χω­ρίς υπο­νο­ού­με­νο, χω­ρίς το ηλιο­βα­σί­λε­μα. «Σκέ­φτε­σαι ακό­μα την Πά­ρο;» με ρώ­τη­σε. «Εκεί θα πά­με φέ­τος», πρό­σθε­σε, και κα­θώς έμπαι­να στο αυ­το­κί­νη­το, «θα πά­ρω και τον Αμα­ντέ­ους».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: