Συνέντευξη του Σπύρου Γιαννακόπουλου

Γιαπωνέζικος κήπος


Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.


Συνέντευξη του Σπύρου Γιαννακόπουλου


Γεννήθηκα το 1981 στην Αθήνα και, όταν έμαθα να διαβάζω, συνέχισα να διαβάζω. Και να βλέπω ταινίες, πολλές ταινίες. Και να ονειρεύομαι κόσμους μακρινούς, με δράκους, μάγους και ξωτικά, κυνηγητά με κλέφτες και αστυνόμους, μάχες ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Κι όταν κάποια φορά μεγάλωσα, αφού πρώτα τελείωσα τις σπουδές μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγραψα άρθρα σε εφημερίδες και έντυπα, άρχισα να οργανώνω τα όνειρά μου, να τα περνάω στο χαρτί, βάζοντας τη μία λέξη μετά την άλλη. Κάποια από αυτά έγιναν βιβλία. Κι ετοιμάζω κι άλλα. Δε θέλω να σταματήσω να γράφω.
Σπύρος Γιαννακόπουλος

Συνέντευξη του Σπύρου Γιαννακόπουλου


Έχετε ένα σύμπαν φτιαγμένο από διαβάσματα, εμπνεύσεις, σύμβολα, μαγικά πλάσματα που σας επισκέπτονται και σας δίνουν έμπνευση; Πολλά από τα βιβλία σας, όπως Ο Μονόκερος, Στο δάσος, Νάνσι,
κινούνται στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας, διασταυρώνονται με το παραμύθι και εκτοξεύονται προς το χώρο του μεταμοντέρνου κάποιες φορές. Τι σας ελκύει σε αυτό το είδος; Ποιες προκλήσεις και δυνατότητες σας δίνει; Πώς βλέπετε τη λογοτεχνία του φανταστικού στον ελληνικό χώρο;

Ο κόσμος του φανταστικού είναι αχανής, δύσκολος να χαρτογραφηθεί όχι μόνο γιατί δεν έχει όρια, αλλά και γιατί συνεχώς μεταλλάσσεται. Κι αυτό είναι κάτι που με προκαλεί. Η λογοτεχνία του φανταστικού στον ελληνικό χώρο έχει έναν δυνατό πυρήνα, την ελληνική μυθολογία, ωστόσο είναι δεκτική σε ξένες επιρροές. Το αποτέλεσμα συχνά εκπλήσσει.

Πώς προχωράει η δημιουργία ενήλικων χαρακτήρων στα βιβλία σας, όπως, στα βιβλία με πρωταγωνιστές τον Άγη και τον Χάρη (Πορτοκαλάδα με ανθρακικό, Αλλόκοσμος επισκέπτης, Το αγόρι που πετάει) και πώς διαφέρει από τη δημιουργία αναπαραστάσεων και φωνών χαρακτήρων παιδιών;

Σχεδόν η πλειονότητα των ενήλικων χαρακτήρων μου σκέφτονται απλά, έχουν τις μανίες τους, κάνουν λάθη, φέρονται ανώριμα, επιπόλαια, παρορμητικά, χαζά. Τα ίδια τα παιδιά έχουν άποψη και ιδέες για τις οποίες είναι πρόθυμα να κάνουν την υπέρβαση. Θέλω να δημιουργήσω έναν κόσμο όπου όλα είναι πιθανά, όπου και ο πιο φαινομενικά αδύναμος μπορεί να σώσει τον κόσμο.



Το χιούμορ και η ειρωνική διάθεση έχει την ικανότητα να ανανεώνει τα είδη και τις αφηγήσεις. Τι ρόλο παίζουν για σας αυτά τα στοιχεία στη συγγραφή και τι στη ζωή σας; Πώς προκύπτουν και πώς καταφέρνουν να ανανεώνουν παλαιότερα είδη αφήγησης όπως το παραμύθι ή το αστυνομικό;

Το χιούμορ είναι το στοίχημά μου για κάθε σελίδα. Συχνά θυσιάζω τη λογική προκειμένω να πετύχω ένα καλό αστείο. Δεν ξέρω πως προκύπτουν τα αστεία, δεν έχω κάποια συνταγή, μάλλον είναι εκεί έξω, και προσπαθώ να τα πιάσω και τα βάλω στις σελίδες του. Και σίγουρα ανανεώνουν τα παλαιότερα είδη της αφήγησης. Αν και δεν θεωρώ ότι το παραμύθι ή το αστυνομικό έχουν κάτι το παλαιικό. Είναι είδη που δουλεύονται ασταμάτητα από τους συγγραφείς. Δεν τα έχουμε αφήσει σε ησυχία από τότε που τα γνωρίσαμε.

Δίνετε σημασία στην εικόνα στα βιβλία σας, είτε όταν πρόκειται για εικονογραφημένα είτε σε βιβλία σχεδιαστικής λογοτεχνίας, όπως, Στο δάσος; Αυτό πώς γίνεται στην πράξη; Μπορείτε να μας μιλήσετε για τη διαδικασία συγγραφής του τελευταίου και πώς πιθανόν να διαφέρει από άλλα;

Τα λογοτεχνικά μου κείμενα τα έχει όλα, μέχρι στιγμής, αναλάβει ο Πέτρος Χριστούλιας, πλέον καλός φίλος. Βρισκόμαστε, συζητάμε αφηρημένα την ιστορία, διαβάζει και μετά αρχίζει και σχεδιάζει. Δεν παρεμβαίνω. Του έχω εμπιστοσύνη. Είμαι σε καλά χέρια. Στο κόμικ, Στο Δάσος, με την Στέλλα Στεργίου δουλέψαμε διαφορετικά. Έλαβε ένα σενάριο, το έκανε story board, το είδαμε σελίδα σελίδα, μέχρι να καταλήξουμε στο τελικό στήσιμο. Κάναμε αλληλοϋποχωρήσεις, αλλά ήμασταν πολύ δεκτικοί σε αυτό. Το αποτέλεσμα με ικανοποίησε απόλυτα. Είμαι πολύ χαρούμενος για το Στο Δάσος, γιατί το κόμικ είναι ένα μέσο που αγαπώ ιδιαιτέρως.



Η ίδια η διαδικασία της συγγραφής πώς κινείται, χρονικά, διανοητικά και ψυχικά; Πώς αποφασίζετε για το τέλος, ιδίως όταν μια ιστορία, όπως συμβαίνει συνήθως με αυτές του φανταστικού είδους ή του αστυνομικού, προβάλλει τόσα διαφορετικά μονοπάτια ώστε να φαίνεται, σωστά ή λάθος, ότι μπορεί να κινηθεί κανείς προς πολλές κατευθύνσεις;

Σκέφτομαι όλη την ιστορία γραμμικά. Σκέφτομαι τα πάντα. Κρατάω ένα κάρο σημειώσεις. Κάνω τα προφίλ των ηρώων, και τους βάζω να συζητάνε. Γράφω τυχαίους διαλόγους για να ακούσω τη φωνή τους. Και όταν τα έχω όλα αυτά αρχίζω να ξεχωρίζω τα κεφάλαια. Στη συνέχεια τα αναπτύσσω. Όχι απαραίτητα με τη σειρά. Κάποιες φορές έχω αρχίσει με τα τελευταία κεφάλαια, για να έχω μπροστά μου το φινάλε και να ξέρω πού όλα αυτά θα καταλήξουν. Εννοείται πως κάνω συνέχεια αλλαγές.

Τι δεν έχετε γράψει ακόμα; Τι ονειρεύεστε να γράψετε;

Δεν έχω γράψει τίποτα, και ονειρεύομαι να γράψω τα πάντα. Το σημειωματάριο μου είναι ένα χάος από σκέψεις και ιδέες, ενώ συχνά ξεχνάω τι ήθελα να πω. Ώρες ώρες τρομάζω με τον εαυτό μου.

Πού γράφετε, πώς και πότε;

Γράφω στο γραφείο, στον καναπέ, στο κρεβάτι, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, χωρίς να περιμένω τις κατάλληλες συνθήκες. Αν τις περίμενα δε θα έγραφα ούτε λέξη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: