Πώς να εφεύρετε μια γιαγιά

Yionel Feininger, Ξυλογραφία πόλης, 1918
Yionel Feininger, Ξυλογραφία πόλης, 1918

Μα πώς και δεν το είχε προσέξει νωρίτερα; Ήταν ακριβώς το ίδιο με το σπίτι της γιαγιάς της. Ίδια πόρτα, ίδια σκουριασμένα κάγκελα, το γραμματοκιβώτιο να χάνει σταθερά την μπογιά και να καταλήγει απροσδιορίστου χρώματος, ίδια πλακάκια από μπορντό κομμάτια από το μωσαϊκό να συγκρατούν το νερό γύρω από τα φυτά, ίδιες γλάστρες μέσα σε λαδοτενεκέδες, ίδια διάταξη δωματίων, ακόμα και το πάρκινγκ στο ίδιο σημείο. Το μόνο που διέφερε ήταν η γιαγιά.
Η δικιά της είχε φύγει στον ύπνο της. Έτσι κάνουν οι γιαγιάδες. Τέρας οργάνωσης, ξεσκίζονται για τα χατίρια σου, φροντίζουν για όλα, από την κουβερτούλα δίπλα από τα πόδια σου μην τυχόν και κρυώσεις, μέχρι το ρυζόγαλο σταθερά στο ψυγείο. Μόνο που φεύγουν χωρίς προειδοποίηση. Γιαγιάδες: ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, κάποιος θα τις είχε σίγουρα εφεύρει. Ξέμεινε και το προζύμι της στο ψυγείο, σε ένα κεσεδάκι από γιαούρτι. Η Μοδεστίνα το πήρε και το πάλεψε για λίγο, αλλά το ψωμί παραέβγαινε ξινό. Και αλμυρό, ίσως από τα δάκρυα; Πολύ πιθανόν. Δύο χρόνια χωρίς τη γιαγιά, ήταν σίγουρη ότι έφτασε σε μια άλφα συμφιλίωση με το θέμα, μέχρι που έκανε την πρωινή της γυμναστική με το ποδήλατο και ανακάλυψε τυχαία αυτό το σπίτι.
Κατέβηκε από το ποδήλατο και στάθηκε έξω από το σπίτι της άγνωστης γιαγιάς. Έσκυψε για να μυρίσει και το γιασεμί. Ένιωθε λίγο παρείσακτη και λίγο ότι έχει κάθε δικαίωμα να το χαζεύει. Η πόρτα κλειστή. Πού να είναι άραγε η γιαγιά; Παππούς υπάρχει; Εγγόνια; Τυχερά θα είναι, αν κρίνει κανείς από το πώς φροντίζει η γιαγιά τον κήπο της. Ο κήπος, το απόλυτο βαρόμετρο.
Πέρασε αρκετή ώρα έξω από το ξένο σπίτι. Ησυχία, σαν να έκανε ενός λεπτού σιγή, πολλών λεπτών σιγή, απαραίτητη για κάποιο λόγο. Αφού πήρε τη δόση της από το σπίτι, ανέβηκε στο ποδήλατο για να συνεχίσει τη βόλτα. Κράτησε και ένα κλωναράκι από το γιασεμί στην τσέπη. Συνέχισε τη βόλτα, όχι μόνη αυτή τη φορά. Σαν να άνοιξε ένα μπαούλο, ξεπετάχτηκαν μέσα στη σκόνη όλα όσα είχε καταχωνιάσει μέσα της από το σπίτι της δικιάς της γιαγιάς. Τασία την έλεγαν. Το σκαλάκι έξω από την πόρτα που την τάιζε μικρή, πιο πολύ απ’ όλα. Η μαμά έλειπε. Πάντα έλειπε. Η Μοδεστίνα ήταν θύμα μιας φοβερής συγκυρίας: συνελήφθη ακριβώς τη στιγμή που η μαμά της το πήρε απόφαση ότι δεν θα μείνει έγκυος και έδωσε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. «Μη σε νοιάζει. Εγώ. Εγώ θα στο κρατάω για να δίνεις εξετάσεις», υποσχέθηκε η γιαγιά. Και κάπως έτσι, η Μοδεστίνα μεγάλωσε σε ένα σκαλάκι, να την ταΐζει η γιαγιά σε ρόλο μαμάς. Δεν έτρωγε πολύ τότε. «Έλα, φάε άλλη μία μπουκιά για τον Στίβεν! Και μία τελευταία για τον Άθω. Άντε και μία για τη γιαγιά», της έλεγε. Έτσι μεγάλωσε η Μοδεστίνα, με τις μπουκιές για τα ξαδέρφια της στον Καναδά. Καημό το είχε η γιαγιά που την έβλεπε τόσο αδύνατη. «Τι να σου βάλω να φας;» τη ρωτούσε όποτε την έβλεπε. «ΔΕΕΕΝ ΠΕΙΝΑΩΩΩΩ!» της ξέφυγε μια φορά στα δεκατρία της, εκεί που είχαν αρχίσει όλα να στρογγυλεύουν πάνω της και όλα της έφταιγαν. Η γιαγιά την κοίταξε έντρομη, δεν ήξερε ότι η εγγονή της είχε τόσο δυνατή φωνή. Τρόμος και παράπονο. Ακόμα το μετανιώνει η Μοδεστίνα, που μετά από χρόνια κατάλαβε ότι η ερώτηση: «Πεινάς;» είναι κατάφαση και σημαίνει: «Σ’ αγαπάω». Όπως επίσης κατάλαβε, μετά από πολλές συνεδρίες στον ψυχολόγο, πως μαζί με τη ζάχαρη και την κανέλα, η γιαγιά πασπάλιζε τα μήλα με τα φίλτατα χριστιανικά ιδεώδη. Έτσι μεγάλωσε, με την απόλυτη προσκόλληση στο τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, το οποίο η γιαγιά υπερασπιζόταν μέχρι τελικής πτώσεως. «Αυτά είναι το υλικό σου, μ’ αυτά θα πορευτείς», της είπε ο ψυχολόγος και η αλήθεια είναι πως έκανε άλματα για να μπορέσει να αποδεχτεί πως το σεξ είναι πολλά άλλα πράγματα εκτός από αμαρτία, υποταγή και μηχανή αναπαραγωγής.
Με το που πέθανε η γιαγιά Τασία, το σπίτι της δεν ξανάνοιξε. Η μαμά δεν ήθελε να περνάει ούτε απ’ έξω. Για κάποιο λόγο όλοι στην οικογένεια το θεώρησαν εντελώς περιττό και το πούλησαν κοψοχρονιά σε κάποιον γιατρό.
Έτσι πέρασαν οι μήνες και τα χρόνια. Κάθε πρωί η Μοδεστίνα περνούσε με το ποδήλατό της έξω από το σπίτι της ξένης γιαγιάς, που με τον καιρό έπαψε να είναι ξένη. Πολύ πρωί βέβαια, ποτέ της δεν συνάντησε άνθρωπο, μόνο μια φορά είδε μέσα από τη μισάνοικτη πόρτα την πλάτη της γιαγιάς του σπιτιού. Τέτοια σύμπτωση, ίδια μαλλιά, κατσαρό κόκκινο αγκαζού, όπως και της γιαγιάς Τασίας, μόνο ο σωματότυπος άλλαζε. Η γιαγιά-υποκατάστατο ήταν πιο μπασμένη και πιο αδύνατη. Με τον καιρό, το γιαγιαδόσπιτο απέκτησε ανθρώπινες ιδιότητες, ήταν η απάντηση για όλες τις πρωινές απορίες: «Τι λες, γιαγιά; Θα με πάρουν στη δουλειά;» «Εννοείται, κορίτσι μου! Η καλύτερη είσαι». «Θα με πάρει ο Χάρης τηλέφωνο, λες;» «Θα πάρει, πώς δεν θα πάρει. Κι αν δεν πάρει, κακό του κεφαλιού του», απαντούσε το γιαγιαδόσπιτο. «Σιγά μην πάρει», επέμενε η Μοδεστίνα και συνέχιζε την ποδηλατάδα.
Σιγά-σιγά, σαν αυτοκρατορία που υφίσταται παρακμή, το σπίτι άρχισε να εμφανίζει σημάδια κούρασης. Τα παράθυρα άρχισαν να ξεχαρβαλώνονται, αγριόχορτα έλαβαν δράση, σκόνη στα περβάζια, και τα φυτά αφρόντιστα. Το κορίτσι απόρησε. Τι να συμβαίνει άραγε στη γιαγιά; Αυτές δεν είναι καλές ενδείξεις.
Τελικά, δεν φεύγουν μόνο οι γιαγιάδες απροειδοποίητα. Καμιά φορά φεύγουν και τα σπίτια. Τρεις μέρες πέρασαν με στραμπούληγμα στο πόδι, και την τέταρτη καβάλησε το ποδήλατό της για την πρωινή βόλτα. Λύσσαξε τόσες μέρες μέσα, το σώμα της ζητούσε γυμναστική. Έστριψε στο στενό για το σπίτι της γιαγιάς, αλλά το σπίτι δεν ήταν εκεί. Σαν τσίρκο περιπλανώμενο που τα μάζεψε όλα το προηγούμενο βράδυ, ίχνος από ζωή δεν υπήρχε. Κατεδάφιση. Πάνε όλα, και τα μπορντό κομμάτια από το μωσαϊκό, και οι γλάστρες και το γραμματοκιβώτιο και όλα. Περιττό προφανώς θα θεωρήθηκε και το σπίτι αυτής της γιαγιάς. Μόνο που ως εκ θαύματος, τώρα που το παρατηρούσε καλύτερα, ξέμεινε στην άκρη της εισόδου μια γλάστρα σε τενεκέ από φέτα, σκουριασμένη και μισοσπασμένη, με έναν κάκτο να εκλιπαρεί για φροντίδα.
Άρπαξε τη γλάστρα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια γειτόνισσα την κοιτούσε απροκάλυπτα, ευτυχώς δεν της είπε τίποτα. Θα την είδε έτσι φορτισμένη να σκαρφαλώνει στο ποδήλατο με τη γλάστρα υπό μάλης και θα τρόμαξε.
Τελικά νίκησε η περιέργεια και της μίλησε η Μοδεστίνα. «Καλημέρα. Μήπως ξέρετε τι έγινε;» ρώτησε τη γειτόνισσα.
«Κατεδάφιση, κορίτσι μου. Η κυρά Ακριβή έφυγε στον ύπνο της και το γκρέμισαν. Θα φτιάξουν πολυκατοικία, απ’ ότι φαίνεται», την πληροφόρησε.
Στο σπίτι την υποδέχτηκε (καθόλου δεν την υποδέχτηκε, καλύτερα) ο Θάνος, με την πρωινή μουρμούρα.
«Τι είναι αυτό που κρατάς;» κοίταξε τον μισοπεθαμένο κάκτο με ξινίλα στα μούτρα.
Δεν του απάντησε. Προσπαθούσε να μαζέψει τα χώματα από τη γλάστρα, ο τενεκές άρχισε να μαδάει.
«Δεν πιστεύω να μου τον βάλεις στο μπαλκόνι; Δεν τον βλέπεις πόσο χάλια είναι; Άσε να τον πετάξω τώρα που θα κατέβω…»
«Μην τολμήσεις!» Αγκάλιασε τον κάκτο και τον έσφιξε πάνω της.
«Καλά, πώς κάνεις έτσι; Θα σου έπαιρνα καινούριο, μην τρελαίνεσαι. Και δεν μας είπες, πού τον βρήκες και τον αγκαλιάζεις έτσι; Δωράκι από γκόμενο;»
Τον στραβοκοίταξε.
«Χα χα, μα να μην έχει καθόλου γούστο αυτός; Χάθηκε να σου φέρει κανα λουλούδι της προκοπής;» συνέχισε να διασκεδάζει ο Θάνος.
«Κόφτο!» ούρλιαξε και πήγε να ποτίσει τον κάκτο. Τίποτα δεν του είπε, πού να καταλάβαινε αυτός, θα την έβγαζε τρελή. Σπίτια, γιαγιάδες, παλαβά θα του φαινόντουσαν όλα.
Βρήκε στον κάκτο μια θέση περίοπτη στο μπαλκόνι. Όλη τη μέρα στραβοκοίταζε τον Θάνο, λες και της έφταιγε αυτός. Τι μου φταίει κι αυτός; Φταίει, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί δεν με κοιτάει όπως παλιά. Τέλος πάντων.
Μετά από λίγες μέρες, ο κάκτος πήρε τα πάνω του. Ένα πρωί έβγαλε και ένα λουλούδι. Πορτοκαλί, επισκίασε όλα τα λουλούδια του μπαλκονιού. Η γιαγιά θα ήταν περήφανη, σκέφτηκε η Μοδεστίνα. Γιαγιά; Πληθυντικός, καλύτερα. Και οι δύο γιαγιάδες. Λες να έχουν γίνει φιλενάδες εκεί πάνω; Να κράτησαν άραγε τη συνήθεια να πίνουν ελληνικό καφέ στις έντεκα με κουλουράκια κανέλας και τα «κοινωνικά σχόλια» της γειτονιάς;  

       

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: