Το τρένο

Το τρένο

Μπήκα στην πόλη τρεκλίζοντας, με τον ήλιο από ψηλά να μου καίει το κεφάλι. Διέσχισα άγονα χωράφια, πέρασα μπροστά από ερειπωμένες αποθήκες και άψυχους δρόμους, σκοντάφτοντας διαρκώς πάνω σε κάτι παλιές σιδηροδρομικές γραμμές. Πώς βρέθηκα εδώ, στ’ αλήθεια δεν ξέρω. Δε θυμάμαι. Ήμουν ένα αξιολύπητο κουβάρι, με κουρελιασμένα ρούχα και μέλη που έτρεμαν. Λιποθύμησα στην πόρτα του σταθμάρχη, μουδιασμένος από μια αφύσικη κούραση. Στην αρχή με κοιτούσε αποσβολωμένος. Έπειτα, όταν βεβαιώθηκε πως δε θα του έκανα κακό -όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί δε μπορούσα- με μάζεψε με κόπο και μ’ έβαλε να ξαπλώσω σε ένα πρόχειρο ντιβάνι. Με τάισε και με σκέπασε. Μου μιλούσε ακατάπαυστα, ακόμα και στον ύπνο μου. Οι λέξεις του έρρεαν ποτάμι, σα να είχε χρόνια να μιλήσει σε κάποιον. Άλλες φορές πάλι μιλούσε στον αέρα, και κουνούσε τα χέρια του σαν τρελός, λες και πάλευε να διώξει κάτι μακρυά. Με κοιτούσε με στοργή μέσα στο παραμιλητό του και με καθησύχαζε, σα να ενεργούσε για το καλό μου, σα να ήθελε να με προστατέψει από ένα αόρατο κακό. Τη μία προσπαθούσε να το εξευμενίσει με λόγια τρυφερά και την άλλη του αγρίευε, με ιαχές, σα να έδιωχνε άγριο ζώο που θα μας κατασπάραζε, αν το αφήναμε να πλησιάσει.

Εκείνος μου διηγήθηκε την ιστορία της έρημης πόλης. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπός της, ο φύλακάς της. Ο φύλακας των γραμμών, που φαίνονταν από το παράθυρο του δωματίου του να διατρέχουν το άπειρο. Κάποτε το μέρος έσφυζε από ζωή. O κόσμος πηγαινοερχόταν αδιάκοπα και γέμιζε ασφυκτικά τις πλατείες και τα καφενεία. Καθώς όμως περνούσαν οι δεκαετίες, η ζωή μετατοπιζόταν όλο και πιο πέρα, βήμα βήμα στην αρχή, έπειτα με πιο γοργό ρυθμό, αφήνοντας πίσω της σπίτια κλειστά κι άδειους δρόμους.

Ο σταθμάρχης έκλεινε τα μάτια και χαμογελούσε στη θύμηση. Τα βράδυα, όταν ήταν μεθυσμένος, μου ψιθύριζε ιστορίες αλλόκοτες για λογής λογής τρένα, που έμοιαζε να τις έχει βγάλει απ’ το μυαλό του, μα που έβρισκαν έναν θαυμαστό τρόπο να τρυπώνουν κάτω από το δέρμα μου και να γεννούν μικροσκοπικούς τρόμους. Η απόκοσμη φρίκη τους ερχόταν να ταράξει τον ύπνο μου και να με μεταφέρει παρά τη θέλησή μου στο σκηνικό τους. Έτσι, βρέθηκα μια νύχτα να μπαίνω τα μεσάνυχτα σε βαγόνια κακοφωτισμένα, περικυκλωμένος από ένα σκυθρωπό πλήθος που μου προκαλούσε τρόμο. Άλλοτε έβλεπα παιδιά σκελετωμένα, να με κοιτάνε ανέκφραστα, και με το πρώτο φως της αυγής τα μάγουλά τους έπιαναν να ροδίζουν και τα κορμιά τους να φουσκώνουν με σάρκα γεμάτη υγεία, ώσπου μεταμορφωμένα τελικά κατέβαιναν απ’ το βαγόνι. Άλλοτε πάλι έβλεπα γέρους, λιωμένους απ’ την αρρώστια να βήχουν δίχως σταματημό, με τα δάκρυα να κυλάνε στα χλωμά τους πρόσωπα, ή νέους με ματωμένα μέτωπα και μάτια αδειανά. Κι αυτοί με τη σειρά τους ακολουθούσαν με το πρώτο φως την πορεία τους έξω από τα βαγόνια, χαμογελαστοί, με το αίμα να πάλλεται ζωηρό κάτω απ’ το δέρμα τους.

Ο σταθμάρχης με ρώτησε πολλές φορές το όνομά μου, κι άλλες τόσες γύρεψε να του εξιστορήσω κι εγώ το παρελθόν μου. Μάταια όμως, η μνήμη μου με είχε εγκαταλείψει και οι μόνες μου αναμνήσεις ήταν κάτι θολά στιγμιότυπα από τις βραδυνές μου εναγώνιες περιπλανήσεις σε ταραγμένα όνειρα. Δεν είχα τίποτα να πω. Δεν πειράζει Ταξιδευτή, με καθησύχασε εκείνος. Εγώ ξέρω για σένα, μου μιλούν οι άλλοι. Οι συνεπιβάτες σου. Κάποιοι απ’ αυτούς σ’ αγαπούσαν πολύ, άλλοι θέλησαν και τώρα ακόμα να σε αφανίσουν. Είναι καλύτερα που δε θυμάσαι, ο θάνατος φροντίζει γι’ αυτό. Κι αν ακόμα δεν έχεις βρει τη γαλήνη που αποζητάς, είναι γιατί δεν πήγες το ταξίδι σου μέχρι το τέλος. Μα θα δυναμώσεις και σε λίγο καιρό θα είσαι έτοιμος να συνεχίσεις.

Πέρασε ένας ολόκληρος χειμώνας κι όταν πια ήρθε η άνοιξη κι όλα μύριζαν ζωή, στάθηκα στην αποβάθρα. Περίμενα δυο μέρες, τίποτα. Τρεις, τέσσερις. Το μεσημέρι της πέμπτης μέρας άρχισαν να ακούγονται μακρινοί ήχοι και σφυρίγματα απ’ τα βάθη του ορίζοντα. Όσο έπεφτε το φως, οι ήχοι δυνάμωναν ολοένα, ώσπου το σκοτάδι έφερε τελικά το τραίνο μπροστά στα μάτια μου. Γύρισα πίσω το κεφάλι, ο σταθμάρχης μου χαμογελούσε και μου έγνεφε ενθαρρυντικά. Προχώρησα και ανέβηκα τα σκαλάκια, μπήκα στο βαγόνι και κάθισα στην πιο απόμερη θέση. Τότε τους είδα. Τους άλλους επιβάτες, εκείνους που έβλεπα στα όνειρά μου, να κάθονται ήσυχοι, αγνοώντας τις πληγές τους, αγνοώντας τα αίματα και τα μέλη που τους έλειπαν, αγνοώντας τους άλλους γύρω τους.

Το τρένο ξεκίνησε απαλά, χαϊδεύοντας τις ράγες. Από στιγμή σε στιγμή, αυτή η πόλη θα χανόταν σα να μην υπήρξε ποτέ κι εγώ θα βουτούσα ακέραιος σε μιαν άυλη πραγματικότητα. Ο σταθμάρχης στεκόταν ακόμα εκεί, χαμογελώντας αφηρημένα. Το βλέμμα του είχε σταματήσει στις σκουριασμένες ράγες, που φλέγονταν κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο που ακτινοβολούσε κάποτε πάνω απ’ την ολοζώντανη πολιτεία.

Το τρένο
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: